Η σημερινή φωτογραφία είναι ερασιτεχνική και απεικονίζει τον προσωρινό ναό του Αγίου Αχιλλίου όπως ήταν περί το 1970, λίγα χρόνια πριν κατεδαφισθεί. Γνωρίζουμε ότι ο μεγάλος σεισμός της 1ης Μαρτίου 1941 και οι εχθρικοί βομβαρδισμοί είχαν τραυματίσει ανεπανόρθωτα την καθεδρική εκκλησία της πόλεως. Στα χρόνια της ιταλογερμανικής κατοχής που ακολούθησαν, οι ενορίτες του Αγίου Αχιλλίου αλλά και όλοι οι Λαρισαίοι, αντιλήφθηκαν ότι ήταν αδύνατη η επισκευή του νεοκλασικού ναού που είχε κτίσει ο μητροπολίτης Αμβρόσιος Κασσάρας (1900-1910). Αναγκάσθηκαν λοιπόν να καταφύγουν σε μια προσωρινή λύση για να ξεπεράσουν προσωρινά το πρόβλημα του εκκλησιασμού τους. Παρ’ όλες τις άσχημες κατοχικές συνθήκες επιβιώσεως και με ακμαίο το θρησκευτικό συναίσθημα, επέλεξαν έναν χώρο νότια της ερειπωμένης σκεπαστής τουρκικής αγοράς (μπεζεστένι) για να οικοδομήσουν κάποια πρόχειρη κατασκευή, ώστε να στεγάσουν τον πολιούχο άγιό τους. Λίγα μέτρα νοτιότερα, στον ανηφορικό δρόμο της οδού βασιλίσσης Σοφίας (σήμερα Παπαναστασίου)βρισκόταν μεταξύ άλλων κτιρίων και το Επισκοπείο με την μητροπολιτική κατοικία. Τα κτίρια αυτά ήταν κτισμένα πάνω από το αρχαίο θέατρο που σήμερα έχει αποκαλυφθεί, αλλά την περίοδο εκείνη ήταν καταχωμένο. Η επιλογή αυτού του χώρου για την ανέγερση του προσωρινού μητροπολιτικού ναού έγινε χωρίς να γνωρίζουν εκείνοι που πήραν την απόφαση ότι αντιστοιχούσε στον ναό του πολιούχου τους κατά τη βυζαντινή περίοδο, ούτε φυσικά ακόμα μπορούσαν να προβλέψουν ότι σ’ αυτό το σημείο λίγες δεκαετίες αργότερα (1978) η αρχαιολογική σκαπάνη θα αποκάλυπτε τα θεμέλιά του.
Αρχικά ο ναός αυτός ήταν μια πρόχειρη ξύλινη κατασκευή μικρών διαστάσεων, η οποία στήθηκε βιαστικά το 1941, έπειτα από τη θαρραλέα παρέμβαση του γερμανομαθούς μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου Κοτταρά[1]στους κατακτητές. Η εξωτερική εμφάνιση τής κατασκευής αυτής ήταν απλή και μόνον η παρουσία του σταυρού στη στέγη υποδήλωνε ότι επρόκειτο για θρησκευτικό κτίσμα. Ο συμπολίτης μας ζωγράφος Αγήνορας Αστεριάδης έχει αποτυπώσει το 1942 το πρόχειρο αυτό κτίσμα σε ένα χαρακτηριστικό σχέδιό του. Έτσι έχουμε σήμερα σαφέστατη εικόνα της μορφής του και μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον όρο «παράγκα» ο οποίος είχε επικρατήσει τότε μεταξύ των πιστών, ονομασία η οποία διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα. Στο εσωτερικό του βρήκαν στέγη οι φορητές εικόνες και όλα τα ιερά σκεύη τα οποία είχαν ανασυρθεί από τα ερείπια του προηγούμενου ναού, όσα βέβαια δεν είχαν συληθεί ή ολοκληρωτικά καταστραφεί.
Έπειτα από την αποχώρηση των κατακτητών, ο πρόχειρος ναός μεγάλωσε σε διαστάσεις, ενισχύθηκαν τα τοιχώματα με οικοδομικό υλικό και πήρε τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος. Εσωτερικά τοποθετήθηκε απλό ξύλινο τέμπλο, το οποίο εμπλουτίσθηκε με δεσποτικές εικόνες-ελαιογραφίες του αγιογραφικού οίκου των Γκίνη-Παπαμερκουρίου, οι οποίοι είχαν την περίοδο εκείνη το εργαστήριό τους στη Β.Δ. γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Παπακυριαζή. Εικόνες των ιδίων, με την ίδια τεχνοτροπία, ήταν αναρτημένες στους πλάγιους τοίχους του ναού και τα προσκυνητάρια[2]. Με τις προσθήκες αυτές η μορφή της «παράγκας» άλλαξε. Έγινε μεγαλύτερη και πιο στερεή, οι εσωτερικοί χώροι του περισσότερο λειτουργικοί και μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί, έστω και με λιτότητα, στις αυξημένες απαιτήσεις ενός καθεδρικού ναού. Βέβαια σε πολύ επίσημες τελετές, όπως κατά την υποδοχή του βασιλικού ζεύγους και άλλων κυβερνητικών επισήμων μεταπολεμικά, η Μητρόπολη με τη συγκατάθεση και των τοπικών αρχών, χρησιμοποιούσε τον ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος ήταν πιο ευρύχωρος και οι ζημιές του από τον σεισμό ήταν μικρότερες και είχαν αποκατασταθεί έγκαιρα.
Η βελτιωμένη αυτή προσωρινή κατασκευή εξακολούθησε να λειτουργεί ως μητροπολιτικός ναός μέχρι το 1965, ενώ παράλληλα μέσα από μύριες δυσκολίες και αντιξοότητες προετοίμαζε τον νέο ναό της. Το ημερολόγιο έδειχνε Κυριακή 6 Ιουνίου 1965 όταν έγιναν πανηγυρικά τα εγκαίνια του σημερινού καθεδρικού ναού του Αγίου Αχιλλίου, από τον μητροπολίτη Λαρίσης Ιάκωβο[3]. Έκτοτε ο πρόχειρος ναός λειτουργούσε μόνον περιστασιακά Τη δεκαετία του 1970, κατά τη διάρκεια εργασιών της δημοτικής αρχής που έγιναν στον χώρο μεταξύ του προσωρινού ναού του Αγίου Αχιλλίου και της παλαιάς τουρκικής αγοράς, αποκαλύφθηκαν τυχαία σημαντικότατα θρησκευτικά αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία συνεχίζονταν και κάτω από τον πρόχειρο ναό. Έπειτα απ’ αυτό κρίθηκε σκόπιμη η άμεση κατεδάφισή του, η οποία τελικά υπήρξε σωτήρια, επειδή από κάτω εντοπίσθηκαν το 1978 τα θεμέλια μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 6ου αιώνα, μέσα στην οποία αποκαλύφθηκε μεγάλος σκεπαστός τάφος, για τον οποίο οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ανήκει στον Άγιο Αχίλλιο.
----------
[1]. Ο Δωρόθεος Κοτταράς, εκτός από θεολογία σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε και μεταπτυχιακές σπουδές στο Κανονικό Δίκαιο στο πανεπιστήμιο της Λειψίας. Διετέλεσε μητροπολίτης Λαρίσης από το 1935 έως το 1956, όταν η ιεραρχία τον εξέλεξε αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Η θητεία του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο υπήρξε πολύ σύντομη. Προσβλήθηκε από ανίατη ασθένεια και απεβίωσε τον Ιούλιο του 1957 νοσηλευόμενος στη Σουηδία.
[2]. Μέρος του τέμπλου, οι δεσποτικές εικόνες και μερικά άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια του ναού αυτού διασώθηκαν και στεγάζονται στο υπόγειο του σημερινού μεγαλοπρεπούς ναού του Αγίου Αχιλλίου.
[3]. Ιάκωβος Σχίζας, μητροπολίτης Λαρίσης, Πλαταμώνος και Τυρνάβου (1960-1968). Διαδέχθηκε τον επίσκοπο Δημήτριο Θεοδόση (1956-1959) και το 1968,κατά την διάρκεια της επταετίας, υπέβαλε παραίτηση.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com