Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
Γεννήθηκε στη Βαυαρία (Γερμανία) το 1839. Απόφοιτος της Μουσικής Ακαδημίας της Δρέσδης (κάτοχος πτυχίου αρμονίας, πιάνου και βιολοντσέλου) ήρθε το 1861 στην Ελλάδα και αφού πολιτογραφήθηκε Έλληνας υπήκοος, κατατάχθηκε στο σώμα του Ιππικού του ελληνικού στρατού (Ιππαρχία ακροβολιστών της ενεργής φάλαγγας) με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Επειδή ήταν μουσικός διορίσθηκε παράλληλα στο μουσικό σώμα του στρατού με τον βαθμό του μουσικού πρώτης τάξεως, ενώ στις 6 Αυγούστου 1873 προβιβάστηκε σε αρχιμουσικό (ΦΕΚ 36/Α/14-8-1873). Μαζί με τους αρχιμουσικούς Γεώργιο Γαϊδεμβέργερ (ΦΕΚ 53/Α/18-9-1878), Ιωσήφ Καίσαρα (ΦΕΚ 54/Α/6-10-1878), Χριστιανό Βέλκερ και Αντρέα Σάιλλερ (17/A/21-1-1886), υπήρξαν οι οργανωτές των πρώτων φιλαρμονικών του ελληνικού στρατού.
Στις 8 Μαΐου 1880 μετατέθηκε από το σώμα του Ιππικού στο Πεζικό (ΦΕΚ 68/Α/16-6-1880), ενώ στις αρχές του 1883 μετατέθηκε στη Λάρισα ως διευθυντής της Στρατιωτικής Μουσικής της πόλης. Τον Σεπτέμβριο του 1884 αγόρασε από τον Οθωμανό κτηματία Αβδουραχμάν Μουϊντή μία έπαυλη έξι δωματίων (μετά του οικοπέδου) που βρισκόταν στη συνοικία Αχτσελί τζαμί έναντι 25 χρυσών οθωμανικών λιρών (562 δρχ.) [1].
Τον Φεβρουάριο του 1900 ανέλαβε αμισθί τη διεύθυνση της Δημοτικής Μουσικής της Λάρισας: «Ελπίζομεν πλέον ότι δεν θα ακούωμεν τα συνήθη μαρς αλλ’ εκλεκτά και νέα όλως μουσικά τεμάχια» [2]. Ο ίδιος μάλιστα πρότεινε στον δήμαρχο της Λάρισας τη σύσταση Φιλαρμονικής μουσικής «εκ παίδων της πόλεως Λαρίσης προσφερόμενος ίνα τούτους διδάξη δωρεάν εις τα διάφορα όργανα της Μουσικής» [3].
Το 1902 ανέλαβε τη διεύθυνση των μουσικών σπουδών του Μουσικού και Γυμναστικού Συλλόγου Λαρίσης. Η πρώτη συναυλία υπό τη διεύθυνσή του δόθηκε την Τετάρτη 1 Μαΐου 1902 στην κατάμεστη αίθουσα του Διδασκαλείου παρουσία του διαδόχου Κωνσταντίνου και των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της πόλης. Τη συναυλία άνοιξε η Όλγα Ρέντζου με μία σύνθεση στο πιάνο, ενώ την ακολούθησε η Ιουλία Λογιωτάτου (πιάνο) την οποία συνόδευσε στο βιολί ο μουσικός Ιάκωβος Μπέμ. Μετά το τέλος της συναυλίας ο διάδοχος συνεχάρη τον αρχιμουσικό Λουκά Καπελμάιερ και τον μουσικό Δημήτριο Λιώση «οίτινες κατώρθωσαν την τοιαύτην εν τη μουσική πρόοδον των μικρών μαθητών» [4]. Μετά την επιτυχία της συναυλίας ο Λουκάς Καπελμάιερ οργάνωσε «καθ’ εκάστη Κυριακή» τη διενέργεια ανοικτών συναυλιών όπου «οι μικροί μουσικοί παιανίζουσι τέρποντες τους κατακλύζοντας την πλατείαν της Θέμιδος» [5]. Το φθινόπωρο του 1902 ο Σύλλογος σύστησε Φιλαρμονική υπό τη διεύθυνση του Καπελμάιερ «όστις προπαρασκευάζει τους μαθητάς εις νέα όλως τεμάχια εκ μελοδραμάτων και άλλων μουσικών συνθέσεων» [6]. Στα τέλη Μαρτίου του 1903 ο Καπελμάιερ παραιτήθηκε [7] από τον ΜΓΣΛ «αφήσας κενόν το οποίον δυσκόλως θέλει πληρωθεί παρ’ άλλων» [8]. Ένα χρόνο αργότερα (Μάιος 1903) προσλήφθηκε από τη Φιλαρμονική του Δήμου Καρδίτσας και αναχώρησε από τη Λάρισα [9]. Στην Καρδίτσα παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του ο οποίος συνέβη τον Δεκέμβριο του 1904. Σύμφωνα με την επιθυμία του «κηδεύθηκε σεμνοπρεπώς» στο παλαιό νεκροταφείο της Λάρισας [10].
Από τον γάμο του απέκτησε μία θυγατέρα: την Ευφροσύνη. Η τελευταία παντρεύτηκε το 1885 τον Ιωάννη Παπαποστόλου. Την ίδια χρονιά αγόρασε από τον Λαρισαίο γουνοποιό Αθανάσιο Β. Ποστάλα μία οικία στη συνοικία Αχτσελί τζαμί (δίπλα στην έπαυλη του πατέρα της) έναντι 120 νέων δρχ. [11]. Η Ευφροσύνη και ο Ιωάννης Παπαποστόλου απέκτησαν δύο θυγατέρες: Τη Βασιλική και την Ιφιγένεια. Η Βασιλική δεν δημιούργησε οικογένεια, ενώ η Ιφιγένεια παντρεύτηκε τον Ιωάννη Γραμματίδη. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν [εν πλω προς το λιμάνι του Βόλου] τα δίδυμα αδέλφια: ο βουλευτής της Λάρισας και τ. υπουργός Χρήστος (Τάκης) Γραμματίδης (1923-2008) [12] και η Ευφροσύνη (Φρόσω) Γραμματίδου. Η Ιφιγένεια απεβίωσε στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Με το επίθετο Καπελμάιερ αναφέρονται και άλλα τρία πρόσωπα, των οποίων η σχέση με τον Λουκά Καπελμάιερ δεν έχει ακόμα διερευνηθεί επαρκώς: α) Ο Φρειδερίκος που υπήρξε αρχιμουσικός του ελληνικού στρατού. Στις 30 Απριλίου 1873 προβιβάστηκε σε ανθυπολοχαγό και παράλληλα αποστρατεύτηκε λόγω αρχαιότητος λαμβάνοντας σύνταξη 60 δρχ. (ΦΕΚ 31/Α/30-7-1873). Η θυγατέρα του Ελισάβετ παντρεύτηκε το 1881 και προικίστηκε με 2.000 δρχ. από το Μετοχικό Ταμείο Στρατού (ΦΕΚ 231/Α/13-6-1883). β) Ο Φραγκίσκος που υπήρξε ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού. Αποστρατεύτηκε το 1874 (ΦΕΚ 19/Α/21-5-1874). γ) Ο Θεόδωρος ο οποίος μετά τον πόλεμο του 1897 διέμενε μόνιμα στην Καρδίτσα. Περιοδεύοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα τη Θεσσαλία, έστελνε τις ανταποκρίσεις του (πολιτικού περιεχομένου) στην διεύθυνση της εφημερίδας «Όλυμπος» της Λάρισας [13].
* Εκφράζονται θερμές ευχαριστίες στον κ. Γιάννο Γραμματίδη για τις πληροφορίες που ευγενικά έθεσε στη διάθεσή μου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γενικά Αρχεία του Κράτους / Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Αρχείο Φίλιου, φκ. 013 [1884], αρ. 5485 (13 Σεπτεμβρίου 1884).
[2] Όλυμπος (Λάρισα), φ. 95 (12 Φεβρουαρίου 1900).
[3] Όλυμπος (Λάρισα), φ. 96 (19 Φεβρουαρίου 1900).
[4] Όλυμπος (Λάρισα), φ. 230 (3 Μαΐου 1902). Πρβλ. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Τα πρώτα μουσικά συγκροτήματα στην παλιά Λάρισα», Larissanet, 25 Απριλίου 2015 και «Ο Μουσικός και Γυμναστικός Σύλλογος Λαρίσης», Ελευθερία (Λάρισα), 4 Νοεμβρίου 2015.
[5] Όλυμπος (Λάρισα), φ. 242 (19 Ιουλίου 1902).
[6] Όλυμπος (Λάρισα), φ. 257 (25 Οκτωβρίου 1902).
[7] Τον Σεπτέμβριο του 1903 προσλήφθηκε ως διευθυντής της Φιλαρμονικής ο Ιταλός μουσικός Αττίλιο Ρουτζέρο. Βλ. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 304 (13 Σεπτεμβρίου 1903). Η επιλογή αυτή δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τον σύλλογο, αφού παραγκωνίσθηκε ο ικανότατος Ιάκωβος Μπέμ. Ο τελευταίος μάλιστα «συγκρούστηκε» με τον Ρουτζέρο για μουσικά ζητήματα. Βλ. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 367 (4 Δεκεμβρίου 1904).
[8] Όλυμπος (Λάρισα), φ. 279 (4 Απριλίου 1903).
[9] Όλυμπος (Λάρισα), φ. 288 (30 Μαΐου 1903).
[10] Όλυμπος (Λάρισα), φ. 369 (18 Δεκεμβρίου 1904).
[11] ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 015 [1885], αρ. 4347 (12 Ιουλίου 1885).
[12] Νυμφεύθηκε την Ιουλία Ε. Βαλάκη και απέκτησαν τον Γιάννο και τον Στρατή. Βλ. Ελευθερία (Λάρισα), φ. 30194 (8 Φεβρουαρίου 2008).
[13] Αναφέρουμε χαρακτηριστικά το άρθρο «Οι συνδυασμοί εν Καρδίτση», το οποίο γράφτηκε στο Λασποχώρι των Τεμπών στις 20 Ιανουαρίου 1899. Βλ. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 42 (23 Ιανουαρίου 1890).