* Από τον Νικ. Αθ. Παπαπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Η σημερινή εικόνα είναι μια θαυμάσια ελαιογραφία, έργο του συντοπίτη ζωγράφου Αγήνορα Αστεριάδη και παριστάνει τον τρόπο διακινήσεως του νερού του Πηνειού στη Λάρισα μέχρι το 1930. Προέρχεται από μια σειρά τριών έργων που έχουν θέμα την διαχρονική πορεία της υδρεύσεως της πόλεώς μας (Σακατζήδες – Βαρελάδες – Υδατόπυργος), τα οποία έγιναν κατόπιν παραγγελίας από τον ΟΥΗΛ (τον πρόδρομο της σημερινής ΔΕΥΑΛ) το 1957 προς τον ζωγράφο. Σήμερα ανήκουν στην συλλογή της Δημοτικής Εταιρείας Ύδρευσης Αποχέτευσης Λάρισας και κοσμούν το επιβλητικό κτίριο των εγκαταστάσεών της.
Το 1930 ως γνωστόν ολοκληρώθηκε στην πόλη μας ο Υδατόπυργος και έγιναν τα εγκαίνια των έργων υδρεύσεως και ηλεκτροφωτισμού με την παρουσία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος άνοιξε την κεντρική στρόφιγγα των εγκαταστάσεων. Με την συμβολική αυτή χειρονομία υγιεινό και γάργαρο νερό από τον Πηνειό άρχισε να τρέχει από τις βρύσες των σπιτιών της Λάρισας. Μέχρι τότε η ύδρευση των Λαρισαίων γινόταν με διανομή του νερού από το ποτάμι, κάτω από εντελώς ανθυγιεινές συνθήκες.
Αρχικά, ζώα με δύο δερμάτινους ασκούς στην πλάτη, τους σακάδες, κατέβαιναν στην κοίτη του ποταμού, οδηγούμενα από τους σακατζήδες, γέμιζαν τους ασκούς με νερό και γυρνούσαν στις γειτονιές της πόλεως για να το πωλήσουν στις νοικοκυρές. Προσπαθούσαν όσο γίνεται το νερό να το μαζεύουν από το κεντρικό ρεύμα του ποταμού, γιατί λόγω της ταχύτερης ροής που είχε στο σημείο αυτό, ήταν πιο καθαρό. Κατόπιν οι δερμάτινοι ασκοί αντικαταστάθηκαν από βαρέλια τα οποία τα τοποθετούσαν σε δίτροχα οχήματα (σούστες) τα οποία έσερναν άλογα. Στην περίπτωση αυτή η άντληση του νερού γινόταν με πετρελαιοκίνητες αντλίες[1], οι οποίες το ανέβαζαν από την κοίτη και το διοχέτευαν σε μεγάλης χωρητικότητας μεταλλικές δεξαμενές που βρίσκονταν στις όχθες του ποταμού. Με ειδικούς κρουνούς οι οποίοι ήταν ενσωματωμένοι στις δεξαμενές γέμιζαν τα βυτία (βαρέλια) με νερό και το μετέφεραν στα σπίτια με κάποια μικρή οικονομική επιβάρυνση του νοικοκύρη[2]. Εκεί αποθηκευόταν σε μεγάλα πήλινα δοχεία, τα κιούπια, τα οποία ήταν παραχωμένα βαθιά στο χώμα. Αμέσως έριχναν μέσα στα γεμάτα δοχεία μικρή ποσότητα στύψης, η οποία σε λίγες ώρες είχε την ικανότητα να καθαρίζει το νερό από όλες τις φερτές ύλες, οι οποίες τελικά καθίζαναν στον πυθμένα του δοχείου και το νερό γινόταν διαυγές. Έπειτα τα σκέπαζαν στεγανά, ώστε το περιεχόμενο των δοχείων να διατηρείται καθαρό από σκόνες και διάφορα αιωρούμενα σωματίδια. Η κατανάλωση σαν πόσιμο γινόταν έπειτα από δύο περίπου ημέρες, ώστε να έχει ολοκληρωθεί η καθίζηση.
Τελικά ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας είναι αυτός που έλυσε το πρόβλημα της υδρεύσεως της πόλεως με τον καλύτερο τρόπο[3].Από το 1927 είχε αρχίσει να κατασκευάζεται με γρήγορο ρυθμό το δίκτυο που θα έφερνε το νερό στα σπίτια καθαρό, έργο το οποίο επιζητούσε η πόλη από χρόνια. Οι νεροβαρελάδες όμως έβλεπαν ότι με την ολοκλήρωση των έργων πολύ γρήγορα η δουλειά τους θα χανόταν. Γι’ αυτό την άνοιξη του 1928 αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν. Όλοι μαζί συγκεντρώθηκαν στο Αλκαζάρ με τα τροχοφόρα και τα βυτία τους, σχημάτισαν φάλαγγα και ακολουθώντας τους σημερινούς δρόμους Βενιζέλου, Παπαναστασίου, Κύπρου και Μεγάλου Αλεξάνδρου, σταμάτησαν στη διασταύρωση με την Πατρόκλου, όπου βρισκόταν το κτίριο του Δημαρχείου[4]με σκοπό να διαμαρτυρηθούν στον Δήμαρχο. Απαντώντας στις διαμαρτυρίες του ο Σάπκας τους τόνισε ότι ήταν παράλογο το αίτημά τους να σταματήσουν τα έργα υδρεύσεως. Τους υποσχέθηκε όμως ότι θα αποζημιώνονταν από την Εταιρεία Υδρεύσεως και τους συνέστησε, με τα χρήματα αυτά να μετατρέψουν τα τροχοφόρα τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εκτελούν μεταφορές.
Στην εικόνα που δημοσιεύεται, ο χρωστήρας του Αγήνορα Αστεριάδη είναι πολύ διαφωτιστικός σχετικά με την διαδικασία μετάγγισης του νερού στα βαρέλια. Σε ένα αφύσικα υπερυψωμένο σημείο, από το οποίο διακρίνεται χαμηλά η μεγάλη πέτρινη γέφυρα της Λάρισας με το ποτάμι, διακρίνεται μια ομάδα από βαρελάδες με τα δίτροχα οχήματα και τα άλογα που τα κινούσαν. Περνούν με τη σειρά από την δεξαμενή όπου ήταν συγκεντρωμένο το νερό και με τη βοήθεια σωληνοειδών κρουνών γεμίζουν τα βαρέλια για να τα διανείμουν στην πόλη.
Αν το καλοσκεφθούμε, δεν πέρασε και πάρα πολύς καιρός από τότε που οι παππούδες μας απολάμβαναν ένα από τα πιο πολύτιμα αγαθά της φύσεως, το πόσιμο νερό, με πολλούς αγώνες και κάτω από αντίξοες συνθήκες.
----------------------------------------
[1]. Οι αντλίες με τις αντίστοιχες δεξαμενές ήταν τρεις, δύο ήταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού, κάτω από την εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου και η τρίτη ήταν στην αριστερή όχθη, ανάμεσα από το μνημείο των πεσόντων του πολέμου του 1897 και του κέντρου Αλκαζάρ. Ανήκαν στους μεγαλοεπιχειρηματίες Αθανάσιο Κατσαούνη και τους αδελφούς Οικονομίδη.
[2]. Σχεδόν όλα τα σπίτια διέθεταν πηγάδια με νερό, το οποίο όμως δεν ήταν καθαρό γιατί επηρεαζόταν από την γειτνίαση με τους οικιακούς βόθρους. Γι’ αυτό και το χρησιμοποιούσαν για όλες τις άλλες δουλειές εκτός από πόσιμο.
[3].Μιχαήλ Σάπκα. Ιστορικαί αναμνήσεις από την ανασυγκρότησιν και αναμόρφωσιν της Λαρίσης μετά την απελευθέρωσιν από την τουρκοκρατίαν. Τομ. Α’. Ύδρευσις και Ηλεκτροφωτισμός, εν Λαρίση, (Ιούνιος 1955) σ. 23-24.
[4]. Το Δημαρχείο στεγαζόταν την περίοδο εκείνη στην κατοικία του παλιού δημάρχου Διονυσίου Γαλάτη, η οποία βρισκόταν στη γωνία των οδών Δευκαλίωνος και Πατρόκλου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Δικηγορικό Μέγαρο.