Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος, φιλόλογος
Οι Έλληνες μέσα απ’ την κληρονομική διαδοχή των γενεών γαλουχηθήκαμε με το εθνικό ιδεώδες ότι ο αγώνας για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους κρίθηκε σε επαναστατικό – στρατιωτικό επίπεδο, ενώ, δεν ξέρω γιατί, παραμερίσαμε εντελώς σχεδόν το διπλωματικό. Κοντεύουν να κλείσουν δύο αιώνες απ’ την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821 ζωντανεύοντας σε κάθε επέτειο της 25ης Μαρτίου τους θρύλους του Αθανασίου Διάκου, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Νικηταρά, του Ανδρούτσου και όλων εκείνων που με αυταπάρνηση σήκωσαν το επαναστατικό λάβαρο εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα και ταυτόχρονα αγνοούμε σχεδόν εξολοκλήρου τη θέση της Επανάστασης στο διπλωματικό πεδίο.
Χωρίς σε καμία περίπτωση να θέλω να μειώσω τους στρατιωτικούς άθλους των επαναστατών, θα τολμήσω να πω μονάχα τούτο: Οι πολιτικές και οι διπλωματικές συγκυρίες εκείνης της εποχής δεν επέτρεπαν την επικράτηση των Ελλήνων στον άνισο αγώνα εναντίον της πανίσχυρης Οθωμανικής αυτοκρατορίας, γι’ αυτό και οι υπεύθυνοι της Επανάστασης, η Φιλική Εταιρεία και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επεδίωξαν εξαρχής να κριθεί ο αγώνας με παράλληλες ενέργειες, στρατιωτικές και πολιτικές. Και η πορεία του 12χρονου αγώνα των Ελλήνων μάλλον σκόνταφτε στις διπλωματικές συμπληγάδες των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, παρά στα οχυρά και την αντίσταση των Τούρκων. Επιπλέον πολλοί λίγοι Έλληνες γνωρίζουν το γεγονός ότι στο ξεκίνημά της η Επανάσταση περισώθηκε χάρη στον πατριωτισμό και τη διπλωματική ευστροφία του Ιωάννη Καποδίστρια.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Την εποχή εκείνη, από το 1815 και εξής ο ουρανός της Ευρώπης είχε σκιαστεί από τις φτερούγες της ανίερης ιερής συμμαχίας, η οποία φραστικά μεν καθιέρωσε ως υπέρτατο νόμο των Εθνών την αρχή της νομιμότητας, πολιτικά δε κάθε φιλελεύθερο κίνημα το θεωρούσε όχι μόνο ανεπιθύμητο, αλλά και ενεργά εχθρικό. Ας σημειωθεί ότι η συμμαχία αυτή, στους κόλπους της οποίας δεν υπήρχε ούτε ιερό ούτε όσιο, ξεκίνησε ως Τριπλή με τη συμμετοχή της Αυστρίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας, για να ολοκληρωθεί ως πενταπλή με τη συμμετοχή της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι δυνάμεις αυτές, εχθρικές μάλλον μεταξύ τους, προσπαθούσαν να κρατήσουν ισορροπίες λυκοφιλίας ενάντια στα απελευθερωτικά κινήματα, ενώ αλληλοϋποβλέπονταν υποσκάπτοντας η καθεμιά τις υπόλοιπες στην επιδίωξη πραγμάτωσης των δικών της συμφερόντων. Κι αυτός βασικά ήταν ο λόγος, που όλες μαζί στήριζαν, μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, την Οθωμανική αυτοκρατορία με την πίστη ότι η αδιατάρακτη εξουσία του Σουλτάνου στην Ανατολή αποτελούσε εγγύηση της ευημερίας των ανακτοβουλίων της Ευρώπης.
Ψυχή της συμμαχίας αυτής αδιαφιλονίκητα ήταν ο αιμοσταγής μισέλληνας Καγκελάριος της Αυστρίας Κλέμενς φον Μέττερνιχ, ο οποίος με κάθε μέσο επεδίωκε τη συντήρηση της Φεουδαρχίας και των μοναρχικών καθεστώτων και τη συντριβή των επαναστατικών κινημάτων. Με ωμότητα και κυνισμό διατύπωνε την πολιτική του φιλοσοφία: «Μόνο οι μονάρχες έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τις τύχες των λαών. Οι ηγεμόνες ευθύνονται για τις πράξεις τους μόνο απέναντι στο Θεό». Και με αφάνταστο πολιτικό αμοραλισμό και φανατισμό χαρακτήριζε τους αγώνες των λαών για την ελευθερία ως έργα του Σατανά!
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτά η ιερή συμμαχία τον Ιανουάριο του 1821 συνήλθε σε συνεδρίαση στο Λάϋμπαχ (σημερινή Λουμπλιάνα της Σλοβενίας), προκειμένου ν’ αποφασίσουν τη βίαιη καταστολή των απελευθερωτικών κινημάτων στη Νεάπολη και το Πεδεμόντιο. Στη συνεδρίαση αυτή επόμενο ήταν να συμμετέχει και ο Ιωάννης Καποδίστριας ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας. Και ενώ οι εργασίες του συνεδρίου προχωρούσαν απρόσκοπτα στο «θεάρεστο» αυτό έργο, λίγο πριν την 14η Μαρτίου έφτασε και η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης από την επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη στον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο, με την οποία ο Υψηλάντης ως υπασπιστής του Ρώσου Ηγεμόνα τον ενημέρωνε με ύφος ρομαντικό και γλώσσα διπλωματική ότι η επανάσταση απλώθηκε στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, ενώ ταυτόχρονα κινητοποιούνται όλες οι ελληνικές επαρχίες.
Η είδηση έφτασε μέσα σε κλίμα μισαλλοδοξίας και δυσμενών προκαταλήψεων τη στιγμή μάλιστα που ο Μέττερνιχ και η παρέα του είχαν πειστεί ότι τα κινήματα σε Νεάπολη και Πεδεμόντιο είχαν πάρει το δρόμο της συντριβής. Η επιστολή του Υψηλάντη έφτασε όμως σε χώρο και χρόνο δυσμενέστατο. Και ενώ προκάλεσε έντονο ενθουσιασμό στον όχι και τόσο ευφυή Τσάρο της Ρωσίας, καταθορύβησε όλους τους υπόλοιπους «εταίρους», καθώς είχαν την υπόνοια ότι η Ρωσία κρύβεται πίσω απ’ τον ελληνικό ξεσηκωμό. Και την υπόνοια αυτή την ενίσχυε μια σειρά πραγμάτων όπως: Φιλική Εταιρεία, Έλληνες υπασπιστές του Τσάρου (Καποδίστριας – Υψηλάντης), προκήρυξη του Υψηλάντη που είχε φτάσει στα χέρια τους -δούλευαν καλά ανέκαθεν οι μυστικές υπηρεσίες – και που έλεγε «Κινηθείτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδεί μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπίζεται τα δίκαιά μας», και τώρα επιστολή του Υψηλάντη στον Τσάρο.
Εκείνος όμως που εξαγριώθηκε τα μέγιστα ήταν ο Μέττερνιχ. Χωρίς χρονοτριβή απαίτησε να σταλεί στρατός ευρωπαϊκός εναντίον των επαναστατών και να υποχρεωθεί ο Τσάρος Αλέξανδρος να καταδικάσει το κίνημα του Υψηλάντη. Τα πνεύματα είχαν τόσο οξυνθεί, ώστε το κλίμα δε σήκωνε πιο ήρεμη διπλωματία. Μέσα σ’ αυτή την ταραγμένη ατμόσφαιρα ο Μέττερνιχ στράφηκε φανερά εναντίον του Καποδίστρια, τον οποίο μισούσε θανάσιμα και έσπευσε ν’ απλώσει την επιρροή του πάνω στον Ρώσο αυτοκράτορα.
Ο Καποδίστριας κατάλαβε ότι τα περιθώριά του ν’ αντιδράσει ήταν πλέον πολύ στενά. Όμως ο εμπειρότατος Έλληνας διπλωμάτης με μια σειρά ενέργειές του πέτυχε να δημιουργήσει στους συμμάχους ελληνικό ζήτημα και να παρουσιάσει της επανάσταση ως εθνική και όχι κοινωνικοανατρεπτική. Και το πέτυχε αφενός καταδικάζοντας την επανάσταση στα χαρτιά ως μέλος της Ιερής Συμμαχίας, αφετέρου υποθάλποντάς τη στρατιωτικά ως ακραιφνής Έλληνας πατριώτης. Και πραγματικά σ’ ολόκληρη την πορεία του συνεδρίου αυτού, που έληξε τον Μάιο του 1821 με την καταδίκη των απελευθερωτικών κινημάτων, ο Καποδίστριας έδωσε στους εταίρους μαθήματα εξωτερικής πολιτικής, διαπραγμάτευσης και πατριωτισμού. Για την οικονομία του χώρου δεν επεκτείνομαι στην απαρίθμηση των ενεργειών του.
Αλλά πολύ μεγάλη ήταν η συμβολή του στη διάσωση της επανάστασης το επόμενο έτος 1822, όταν παραιτήθηκε από υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου αφήνοντας έτσι να φανεί το γεγονός αυτό ως διπλωματική νίκη του Μέττερνιχ και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, προκειμένου από εκεί να κατευθύνει και να ελέγχει διπλωματικά τον αγώνα αλλά και να μην είναι υποχρεωμένος να έρχεται αντιμέτωπος με τον απεχθή Αυστριακό. Συμβούλεψε τους Έλληνες να στείλουν απεσταλμένους και έγγραφα στο συνέδριο της Βερόνας, όπου θα συγκαλούνταν τον Οκτώβριο του 1822 από το Μέττερνιχ και πάλι, ο οποίος θεωρούσε πλέον τον εαυτό του ρυθμιστή των ευρωπαϊκών πραγμάτων ύστερα απ’ την απομάκρυνση του Καποδίστρια.
Ο μεγάλος αυτός πατριώτης και ευφυέστατος πολιτικός γνώριζε άριστα πως ο Μέττερνιχ θα έδιωχνε τους Έλληνες απεσταλμένους και θα θεωρούσε τα έγγραφά τους «άτοπα και αυθάδη», πράγμα που έγινε, όπως ακριβώς το περίμενε και το ήθελε φυσικά ο ίδιος, οπότε η Ελληνική Επανάσταση και στο συνέδριο αυτό καταδικάστηκε και πάλι. Όμως μόνον έτσι το ελληνικό ζήτημα θα γινόταν πρόβλημα για τις ευρωπαϊκές αυλές, οπότε όφειλαν και να το λύσουν, όπως και το δημιούργησαν. Ο Καποδίστριας δηλαδή πέτυχε ν’ αποτρέψει την επαναφορά του status quo ante και να εδραιώσει την επανάσταση, η οποία με την επικράτησή της σηματοδότησε την αρχή του τέλους της Ιερής Συμμαχίας. Τα γεγονότα που ακολούθησαν ανέδειξαν τελικό νικητή τον Ιωάννη Καποδίστρια και όχι τον Μέττερνιχ.