* Από τον Στέφανο Παπαγεωργίου
Ο ηρωισμός, η αυτοθυσία, η πίστη, η ελπίδα για απελευθέρωση της Βόρειας Ηπείρου, ήταν τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τον υπέροχο αυτό ελληνικό στρατό που πολέμησε από τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 μέχρι της 25 Μαρτίου του 1941, τον στρατό του Μουσολίνι στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας και μάλιστα με ένα χειμώνα πολύ βαρύ με πολλές βροχές, χιόνια και πάγο με θερμοκρασίες πολύ κάτω του μηδενός. Και όμως τα κατάφεραν να εξουδετερώσουν κάθε ιταλική επίθεση και προέλαση με τη δύναμη κρούσεως των 14 μεραρχιών και ταγμάτων αλβανών εθελοντών που είχαν συμφωνήσει με τον Μουσολίνι να τους αποδοθεί όλη η Ήπειρος μετά το τέλος του πολέμου. Η στρατιά μας είχε τα τρία σώματα στρατού με επτά μεραρχίες.
Η πρώτη μάχη άρχισε στις 5:30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Ο Ιταλός Διοικητής των στρατευμάτων της Αλβανίας Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα με δύναμη 4 μεραρχιών και με τη συμμετοχή ενός τάγματος Αλβανών άρχισαν την προέλαση εντός του ελληνικού εδάφους και να καταστρέφουν τις οχυρώσεις του ελληνικού στρατού που είχε κάνει από πολύ νωρίς ο στρατηγός Κατσιμήτρος Χαράλαμπος, διοικητής της 8ης μεραρχίας . Οι αλλεπάλληλες αεροπορικές επιθέσεις των ιταλικών αεροπλάνων στο πεδίο των μαχών ανάγκασαν τον Κατσιμήτρο να υποχωρήσει προς το Καλπάκι. Στις 3 Νοεμβρίου η μεραρχία «Κενταύρων» πλησιάζει το Καλπάκι με δύο φάλαγγες αποτελούμενες από 30 άρματα η μία και από 50 η άλλη. Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής ο στρατός μας άρχισε τις βολές και τα τέσσερα αντιαρματικά κατέστρεψαν 9 τεθωρακισμένα άρματα των Ιταλών. Οι στρατιώτες μας βγαίνοντας από τα χαρακώματα και με την ιαχή «αέρα» που ακούγονταν για πρώτη φορά εκεί στο Καλπάκι, αιφνιδίασαν τους Ιταλούς στρατιώτες και μη μπορώντας να προχωρήσουν μπροστά λόγω των κατεστραμμένων αρμάτων, άρχισαν να υποχωρούν. Τελικά στις 9 Νοεμβρίου αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στην Αλβανία και να ανασυνταχθούν.
Παράλληλα, στα ορεινά της Πίνδου ο συνταγματάρχης Δαβάκης Κωνσταντίνος, ο υπέροχος αυτός αξιωματικός του ελληνικού στρατού, με δύναμη 2000 στρατιωτών και τέσσερα πυροβόλα κατόρθωσε να συντρίψει ιταλική δύναμη 15.000 στρατιωτών και είκοσι πυροβόλων που είχαν ήδη καταλάβει τη Σαμαρίνα και πήγαιναν προς το Μέτσοβο. Εκεί μαχόμενος στη πρώτη γραμμή ο Δαβάκης στις 2 Νοεμβρίου του 1940 τραυματίστηκε στο στήθος και ενώ αιμορραγούσε έδωσε εντολή στον ταγματάρχη Ιωάννη Καραβία να συνεχίσει τον αγώνα. Ο ιταλικός στρατός περικυκλωμένος αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Αλβανία.
Ο ελληνικός στρατός από τις 14 έως 22 Νοεμβρίου μετά από σκληρές μάχες στα βουνά Μοράβα – Ιβάν καταλαμβάνει τη Κοριτσά. Στις 3 Δεκεμβρίου καταλαμβάνουν την Πρεμετή και στις 5 το Δέλβινο. Στις 6 Δεκεμβρίου τους Αγίους Σαράντα και στις 8 το Αργυρόκαστρο.
Ο πατέρας μου Στέλιος που ήταν και αυτός ένας από τους ήρωες του αλβανικού μετώπου μου είπε για την έκπληξη που τους περίμενε κατά την είσοδό τους στην πόλη του Αργυροκάστρου. Ο πληθυσμός ήταν στο δρόμου με ελληνικές σημαίες και ζητωκραύγαζε υπέρ της απελευθέρωσής τους και της ένωσής τους με την Ελλάδα. Όλοι οι στρατιώτες φιλοξενήθηκαν στα σπίτια των πολιτών για λίγες μέρες.
Στις 22 Δεκεμβρίου έγινε η κατάληψη της Χιμάρας και στις 10 Ιανουαρίου η κατάληψη της Κλεισούρας. Ο Μουσολίνι μετά από όλη αυτή την αρνητική εξέλιξη αντικατέστησε τον στρατηγό του και άρχισε να ετοιμάζεται για την εαρινή επίθεση κι μάλιστα ήταν και ο ίδιος παρόν στην Αλβανία προς ενίσχυση του ηθικού του στρατού του. Τα ιταλικά στρατεύματα που εκτίνονταν από τον Αώο ποταμό έως τον Άψο ποταμό σε μια ακτίνα κρούσης 100 περίπου χιλιομέτρων άρχισαν να βάλουν στις 6μιση το πρωί στις 9 Μαρτίου με ομοβροντία πυρών κατά του Β΄ σώματος στρατού και μάλιστα στον τομέα της 1ης μεραρχίας. Σε 2μιση ώρες έπεσαν 1000.000 βλήματα, όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων (εκδ.1970, σελ.534). Η ιταλική επίθεση αποκρούστηκε από τον ελληνικό στρατό επιτυχώς. Στις επόμενες δύο μέρες οι μάχες συνεχίστηκαν σε όλο το μέτωπο μεταξύ Τρεμπεσίνας και Μπούμπεσι. Οι Ιταλοί εκτός των 400 πολυβόλων που διέθεταν , είχαν και ισχυρή αεροπορική υποστήριξη που έβαλε κατά των ελληνικών θέσεων. Εκεί τραυματίστηκε και ο πατέρας μου στον αριστερό ώμο από οβίδα που έπεσε λίγα μέτρα μπροστά. Ευτυχώς τραυματίστηκε ελαφρά και δεν αποχώρησε από το μέτωπο. Με το ένα χέρι δεμένο βοηθούσε τον οπλοπολυβολητή στη μάχη, ενώ είχε την ειδικότητα του μάγειρα στον στρατό. Τις μέρες εκείνες μια ιταλική φάλαγγα μπήκε στη χαράδρα Πρόι Μαθ με σκοπό να φτάσει στο ύψωμα 731. Τους πήραν όμως είδηση ο στρατός μας και μετά από σφοδρή μάχη και απώλεια 250 στρατιωτών τους, αναγκάστηκαν να παραδοθούν και από του 501 αιχμαλώτους οι 20 ήταν αξιωματικοί.
Οι Ιταλοί σε όλο το μέτωπο μεταξύ Άψου και Αώου ποταμού έκαναν και πάλι συνεχείς επιθέσεις και κυρίως τη νύχτα 13 προς 14 Μαρτίου. Καμιά όμως επιτυχία για αυτούς. Η μεγαλύτερη αποτυχία τους ήταν η μάχη στο Τεπελένι και η άστοχη και επίμονη προσπάθειά τους να καταλάβουν το ύψωμα 731. Οι συνολικά 18 απόπειρες κατάληψης του 731 με όλμους , πολυβόλα και αεροπορικούς βομβαρδισμούς συνετέλεσαν ώστε το ύψωμα να μειωθεί πολλά μέτρα. Τα πτώματα των στρατιωτών τους μπροστά από το ύψωμα σχημάτισαν ολόκληρο λόφο. Οι Ιταλοί μετά από αυτά ζήτησαν ολιγοήμερη ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς. Η μάχη αυτή ήταν στο Τεπελένι και στο 731 ήταν η τελευταία προσπάθεια του Ιταλικού στρατού επί αλβανικού εδάφους αλλά και η τελευταία ένδοξη και νικηφόρα παρουσία του ελληνικού στρατού στη νεότερη Ιστορία του.
Βιβλιογραφία : Έκθεση της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων (Αθήνα, 1970, εκδοτική Ελλάδος Α.Ε.)