* Από τον Νικόλαο Σισκόπουλο
Τον περίμενα κάθε βράδυ. Ποτέ δεν ανταλλάσσαμε πολλές κουβέντες τέτοια ώρα. Η απογευματινή βάρδια τελείωνε στις 11 μ.μ. Το κλειδί του έμπαινε στην πόρτα, σχεδόν αθόρυβα, στις 12. Το ρολόι αυτή τη μέρα έδειχνε ήδη 12.30-12.40! Το κλειδί ξεκλείδωσε απαλά την πόρτα. Ο γιος μου φαινόταν πιο κουρασμένος απόψε. Προσπάθησα με μια ματιά να διαβάσω τα μάτια του. Κοιμούνται οι άλλοι; Με ρώτησε. Έγνεψα ναι. Κάτσε να σου πω, μάνα, είπε πονεμένα. Εσύ που μας μεγάλωσες μόνο με την ευχή του πατέρα μας, με τόσους κόπους, θα καταλάβεις καλύτερα από μένα.
Στην είσοδο είναι καθισμένη η κ. Ελένη με τον Βασιλάκη και την Ειρήνη. Ταλαιπωρημένοι, αναστατωμένοι, παγωμένοι, ξαφνιασμένοι είπα. Μα μετά τον τελευταίο τους καβγά δεν φάνηκε ξανά από πέρυσι ο ταλαίπωρος άνδρας της. Ούτε τώρα. Αλλά σήμερα τους έκανε έξωση ο κ. Βασίλης, γιατί λέει του χρωστάει η κ. Ελένη πολλά νοίκια. Πες μου, τι κάνουμε τώρα; Αντέχουμε εσύ, εγώ να κλείσουμε την πόρτα μας και ήσυχα να κοιμηθούμε; Δεν σκέφτηκα πολύ. Έριξα στην πλάτη τη ζακέτα και κατεβήκαμε με τον Αλέξανδρο στην είσοδο. Πόνεσα, καθώς η εικόνα της μάνας σκέπαζε τα κεφαλάκια των παιδιών της που ακουμπούσαν στα γόνατά της, άγγιζε την καρδιά μου. Και ξεχύθηκαν σε χρόνο μηδέν εικόνες της δύσκολης δικής μας ζωής που πέρασαν. Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά και ψέλλισα. Παναγία μου, φώτισε, τι να κάνουμε τώρα; Χωρίς κουβέντες ο Αλέξανδρος σήκωσε και τα δυο παιδιά στα χέρια, κι εγώ όσο πιο τρυφερά μπορούσα αγκάλιασα την κ. Ελένη και γυρίσαμε όλοι μαζί στο σπίτι μας. Το επόμενο πρωί ειρηνικός συναγερμός σήμανε στην πολυκατοικία, 13 ένοικοι δεν μπορούν να κάνουν κάτι για τον 14ο; Όλα έγιναν με γρηγοράδα και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Το νοίκι του 14ου ενοίκου το μοιράζονται στο εξής οι άλλοι 13. Ένας φάκελος γλιστράει απαλά κάθε μήνα κάτω από την πόρτα της κ. Ελένης. Τα άλλα τα φροντίζει κάθε φορά η αγάπη του Θεού Πατέρα που μας αγκαλιάζει όλους, 14 οικογένειες και τον κόσμο όλο.