Από τον Αργύρη Ντόβα
Ο κλινοστατισμός αποτελεί μέρος της στερεότυπης αντίληψης που επικρατεί για τη νόσο και τον ασθενή. Όποιος δεν παραμένει κλινήρης, δεν θεωρείται από το περιβάλλον του ότι πάσχει. Άλλοτε, μόνο οι βαριά ασθενείς και οι ετοιμοθάνατοι παρέμεναν κλινήρεις. Μόλις τον τελευταίο αιώνα διαφοροποιήθηκε η άποψη για τη σημασία του κλινοστατισμού, όταν ανακαλύφθηκε η θεραπευτική επίδραση της ανάπαυσης σε ασθενείς με παθήσεις των αρθρώσεων και στους φυματικούς.
Μολονότι οι αρνητικές επιπτώσεις του κλινοστατισμού επισημάνθηκαν από πολλούς ερευνητές κατά τις τελευταίες δεκαετίες, το κρεβάτι εξακολουθεί να θεωρείται, ιδιαίτερα στα Νοσοκομεία, η « φυσιολογική» θέση των ασθενών. Η άποψη αυτή ενισχύεται σημαντικά από το γεγονός ότι στο Νοσοκομείο ο κλινοστατισμός παραμένει πάντα πραγματικός θεσμός, που περιβάλλεται από πολύπλοκο και άκαμπτο τυπικό, επίκεντρο του οποίου είναι πάντα το κρεβάτι. Το κύρος ενός ειδικού γιατρού, με την ιδιότητα του Διευθυντού, εξαρτάται, ακόμη και σήμερα, από τον αριθμό των κρεβατιών που του έχουν ανατεθεί. Γι’ αυτό το λόγο, εξ άλλου, στα Νοσοκομεία οι παρακλινικοί Διευθυντές ( ακτινολόγοι, μικροβιολόγο, αναισθησιολόγοι, βιοχημικοί κτλ ) τίθενται «ανεπίσημα» σε υποδεέστερη μοίρα, σε σχέση προς τους κλινικούς Διευθυντές.
Ο κλινοστατισμός, πέρα από τα θετικά στοιχεία που προσφέρει στην υγεία, έχει και πολλές αρνητικές επιπτώσεις στα διάφορα όργανα και συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού, οι κυριότερες των οποίων αφορούν:
α) τον Σκελετό. Η μακροχρόνια ακινητοποίηση στο κρεβάτι ενός ασθενούς προκαλεί οστεοπόρωση. Μετά από 4 ημέρες απόλυτης ανάπαυσης, η ποσότητα ασβεστίου, που αποβάλλεται από τα ούρα, αυξάνεται. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η ισορροπία μεταξύ αναβολισμού και καταβολισμού του οστίτη ιστού έχει διαταραχθεί. Όταν ο κλινοστατισμός είναι μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας, η αυξημένη αποβολή του ασβεστίου μέσω των ούρων δυνατόν να προκαλέσει νεφρολιθίαση.
Οι συνέπειες του κλινοστατισμού είναι μεγαλύτερες στα ηλικιωμένα άτομα. Η ανεπάρκεια κινητοποίησης των ηλικιωμένων, μαζί με ορισμένους ενδοκρινικούς παράγοντες και ενδεχομένως την ελλειμματική διατροφή, φαίνεται ότι αποτελούν τις κυριότερες αιτίες της γεροντικής οστεοπόρωσης, η οποία, με την παραμικρή πτώση των ατόμων αυτών στο έδαφος, οδηγεί συνήθως σε κάταγμα του αυχένα της κεφαλής του μηριαίου οστού.
β) Το μυϊκό σύστημα. Μετά από τετραήμερο απόλυτο κλινοστατισμό, αρχίζει να αυξάνεται η αποβολή του αζώτου, η οποία κορυφώνεται μετά από 14 ημέρες πλήρους ανάπαυσης. Η συνολική απώλεια του αζώτου, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, ανέρχεται σε 2 Kgr περίπου και οφείλεται στην τήξη των μυϊκών μαζών, με αποτέλεσμα τη σημαντική ελάττωση της μυϊκής δύναμης και του όγκου των μυών. Η εν λόγω διαταραχή απαιτεί διάστημα 4 εβδομάδων περίπου, μετά την εκ νέου κινητοποίηση του ασθενούς, για να αποκατασταθεί.
γ) Τις αρθρώσεις. Η εμφάνιση συσπάσεων είναι ίσως, στα ηλικιωμένα άτομα κυρίως, ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους του μακροχρόνιου κλινοστατισμού. Η ιπποποδία είναι μία παραμόρφωση, που πάντοτε αποτελούσε τον φόβο των γιατρών. Για την πρόληψη αυτής της επιπλοκής, πρέπει το πόδι του κατακεκλιμμένου ασθενούς να διατηρείται σε ορθή γωνία με την κνήμη. Το μέτρο αυτό, αν συνδυαστεί με την ημικαθεστηκυία θέση που επιθυμούν οι ασθενείς, εμποδίζει μεν το σχηματισμό ιπποποδίας, ευνοεί όμως τη σύγκαμψη ( αγκύλωση ) των γονάτων και των ισχίων.
δ) Το πεπτικό σύστημα. Ο μακροχρόνιος κλινοστατισμός προκαλεί δυσκοιλιότητα λόγω έλλειψης κίνησης. Η κένωση στο δοχείο, σε οριζόντια θέση, που κατά κανένα τρόπο δεν είναι φυσιολογική, δημιουργεί δυσφορία σε όλους τους ασθενείς, με αποτέλεσμα να αναβάλλουν, όσο μπορούν, τη δυσάρεστη αυτή εμπειρία. Είναι δυνατόν, τότε, να σχηματιστούν μέσα στο ορθό μεγάλες και σκληρές κοπρανώδεις μάζες , οι οποίες ασκούν πίεση στον σφιγκτήρα του πρωκτού και προκαλούν την παράλυσή του. Στην περίπτωση αυτή ο ασθενής παρουσιάζει ακράτεια κοπράνων.
Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, όπου παρατηρούνται ψευδοδιάρροιες , που θεωρούνται εσφαλμένα πραγματικές διάρροιες από ορισμένους συναδέλφους, οι οποίοι χορηγούν μάλιστα στους ασθενείς αντιδιαρροϊκά, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της δυσκοιλιότητας. Αυτό συμβαίνει συνήθως, διότι οι εν λόγω συνάδελφοι δεν υποβάλλονται στον κόπο να προβούν σε δακτυλική εξέταση του ασθενούς.
ε} Το ουροποιητικό σύστημα. Ο μακροχρόνιος κλινοστατισμός δεν επηρεάζει σημαντικά τη νεφρική λειτουργία. Πραγματικός κίνδυνος όμως στην περίπτωση αυτή είναι η νεφρολιθίαση, η οποία ευνοείται και από την ανεπαρκή ενυδάτωση. Τα ηλικιωμένα άτομα, όταν παραμένουν πολύ χρονικό διάστημα στο κρεβάτι, παρουσιάζουν συχνά ακράτεια ούρων, η οποία συνήθως διατηρείται όσον καιρό τα άτομα αυτά παραμένουν κατακεκλιμμένα. Σ’ αυτό, κύριο λόγο παίζουν διάφοροι ψυχολογικοί παράγοντες.
στ) Τον ψυχισμό. Η διαύγεια της συνείδησής μας εξαρτάται σημαντικά από την ενέργεια των εξωγενών ερεθισμάτων. Για τον λόγο αυτό, ο κλινοστατισμός μπορεί να θεωρηθεί σαν ελαφριά «αισθητηριακή στέρηση». Ο κόσμος του ασθενούς περιορίζεται σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Η ακτίνα δράσης του δεν ξεπερνά το κρεβάτι και το κομοδίνο του.
ζ) Το δέρμα. Στην ύπτια θέση, το βάρος του σώματος του κατακεκλιμμένου ατόμου στηρίζεται: στην ινιακή χώρα, στην ωμοπλατιαία άκανθα, στην λαγόνια ακρολοφία , στο ιερό οστούν και στις πτέρνες. Στην ημικαθεστηκυία θέση, η περιοχή των γλουτών υποβάλλεται σε έντονη πίεση. Ο μακροχρόνιος κλινοστατισμός στις εν λόγω θέσεις, ευνοεί τη συχνή εμφάνιση όχι μόνο μυϊκών συσπάσεων, αλλά και εξελκώσεων του δέρματος και εσχαρών στα σημεία πίεσης του σώματος. Αν η απόλυτη ανάπαυση στο κρεβάτι είναι αναπόφευκτη, πρέπει να εξετάζονται συχνά τα σημεία πίεσης και να αλλάζει συχνά θέση ο ασθενής, για τον περιορισμό των εσχαρών ( κατακλίσεων ).
η) Την κυκλοφορία. Όταν το άτομο είναι κατακεκλιμμένο, το καρδιακό έργο αυξάνεται κατά 30 %, σε σχέση με την καθιστή ή την όρθια θέση. Η υπερφόρτιση όμως αυτή συνήθως δεν βλάπτει την καρδιά, εκτός και αν το άτομο πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια. Σε κινητοποίηση του ασθενούς, ύστερα από μακροχρόνιο κλινοστατισμό, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ‘‘collapsus’’( κατάρρευσης ). Η αγγειοσυστολή του κάτω ημίσεος του σώματος ( κάτω άκρα, κοιλιά ) δεν επιτελείται κανονικά, με αποτέλεσμα, όταν ο ασθενής σηκωθεί όρθιος, το αίμα να συρρέει προς τα χαμηλότερα μέρη του σώματος, ενώ τα ανώτερα και κυρίως ο εγκέφαλος παραμένουν χωρίς επαρκή αιμάτωση.
Τέλος, σε περιπτώσεις παρατεταμένου κλινοστατισμού, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος εκδήλωσης κάποιας θρόμβωσης ή πνευμονικής εμβολής, καθώς και υποστατικής πνευμονίας. Γι’ αυτό, στις εν λόγω περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη η προληπτική χορήγηση αντιπηκτικών, εφ’ όσον δεν υπάρχουν αντενδείξεις, καθώς επίσης και η διενέργεια αναπνευστικών ασκήσεων.
* Ο Δρ Αργύρης Β. Ντόβας είναι τ. διευθυντής Β΄ Παθολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας & Παθολογικής Κλινικής ΕΣΥ Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας.