Αν, άλλωστε, αμαρτία είναι η φυγή από τον Θεό, ο διασκορπισμός της περιουσίας και η άσωτη ζωή, μετάνοια δεν είναι ουσιαστικά τίποτα άλλο παρά «η πρό Θεόν επάνοδος δι’ ασκήσεως και πόνων». Τα κυριότερα στάδια της μετάνοιας κατά την παραβολή αυτή είναι τα πιο κάτω:
α) Η απόφαση της επιστροφής (φυγή αμαρτίας)
Όταν ο άσωτος γιος έφθασε στο βάθος ή στην κορύφωση όλων των κακών και ταυτόχρονα της δυστυχίας του, τότε θυμήθηκε την αγάπη του πατέρα του. Ράγισε για πρώτη φορά η καρδιά του και πήρε τη μεγάλη απόφαση της επιστροφής του στο πατρικό σπίτι, λέγοντας «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Στην απόφαση της επιστροφής βρίσκεται η αρχή της μετάνοιας και γενικότερα της σωτηρίας του ανθρώπου. Αυτό ακριβώς τόνισαν και οι Άγιοι της Εκκλησίας, λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι «το λυθήναι εκ της ύλης προτερεύει του προς τον Θεού δεσμόν». Για τούτο, αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε όλοι οι αμαρτωλοί. Να παίρνουμε, δηλαδή, την ηρωική απόφαση της φυγής από τη χώρα της αμαρτίας και της επιστροφής στον Θεό. Γιατί, αν μείνουμε πίσω στη χώρα των Σοδόμων, υπάρχει κίνδυνος να καούμε από την αμαρτία, που, κατά τον Άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, καίει και καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά της σαν τη φωτιά και σαν «νόσος προς θάνατον». Αυτήν τη φυγή τη ζήτησε πρωταρχικά ο ίδιος ο Θεός από το Λωτ, λέγοντας: «Ανάστητε και εξέλθετε εκ του τόπου τούτου (από την πόλη των Σοδόμων), ότι εκτρίβει Κύριο την πόλιν» (Γεν. 19,14).
Οι δε άγιοι Πατέρες είπαν το περίφημο:
«Φεύγε
και σώζου».
Και το παρόμοιο:
«Δεινόν η ραθυμία,
μεγάλη ή μετάνοια».
β) Ο γυρισμός (Μετάνοια)
Ύστερα από τη μεγάλη απόφαση ο άσωτος γιος πήρε τον δρόμο του γυρισμού για το πατρικό σπίτι. «Αναστάς ήλθε προς τον πατέρα». Γύριζε, γιατί αγαπούσε τον Πατέρα του και δεν μπορούσε να ζήσει άλλο μακριά του. Το ‘νιωθε, άλλωστε, μέσα του βαθιά πως ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να πεθάνει στον δρόμο αυτόν του γυρισμού, παρά να ξαναγυρίσει πίσω στη χώρα της αμαρτίας και του θανάτου.
Καθώς γύριζε, μάλιστα, κατά έναν σύγχρονο σχεδόν ποιητή, τον Γ. Βερίτη, είχε μέσα του και έναν φόβο:
«Κι όλο έλεγε μέσα του,
άραγε θα με δεχθή ξανά;».
Γι’ αυτόν ακριβώς τον γυρισμό, που αποτελεί το ουσιαστικότερο μέρος του μυστηρίου της μετάνοιας, μίλησαν, έγραψαν και το κυριότερο εβίωσαν όλοι οι Πατέρες και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Για τον λόγο αυτόν ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός χαρακτήρισε τη μετάνοια ως «επάνοδον εκ του παρά φύσιν (δηλαδή εκ της αμαρτίας) εις το υπέρ φύσιν (δηλαδή στην αγιότητα) και εκ του διαβόλου προς τον Θεόν».
Κατά τον Μ. Βασίλειο μετάνοια είναι η επιστροφή του ανθρώπου «εκ του θανάτου (που είναι η αμαρτία) εις τη ζωή (που είναι ο Θεός)».
Αυτό ακριβώς τον δρόμο του γυρισμού πρέπει να παίρνουμε μαζί με τους Αγίους και όλοι οι χριστιανοί. Η μετάνοια, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, ουσιαστικά είναι:
«Συντριβή στην καρδιά,
στο στόμα εξομολόγηση
και στον βίο διόρθωση».
γ) Η ομολογία της αμαρτίας και η συμφιλίωση (Εξομολόγηση)
Όταν ο άσωτος γιος έφθανε κοντά στο πατρικό του σπίτι, ο πατέρας του, που χρόνια τον περίμενε, τον είδε από μακριά και τον λυπήθηκε, και έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Και στη συνάντηση αυτή ο γιος, πλημμυρισμένος από την αγάπη του Πατέρα του, ομολόγησε την ασωτία του και την αμαρτωλότητά του, ζητώντας το έλεος από τον Πατέρα.
«Πάτερ ήμαρτον, είπε... ενώπιόν Σου και ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός Σου. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου». «Αμάρτησα, δηλαδή, φρικτά μπροστά στα μάτια Σου. Δεν αξίζω πια να ονομάζομαι παιδί Σου. Πάρε με μονάχα κοντά Σου, σαν τον τελευταίο υπηρέτη Σου».
Πριν, όμως, ακούσει τα λόγια του, ο πατέρας του πρόσταζε αμέσως τους δούλους του να φέρουν τη στολή την πρώτη και δακτυλίδι και υποδήματα και να τον ντύσουν και να ετοιμάσουν το πανηγύρι της χαράς για τον γυρισμό του γιου του από την ασωτία και την αμαρτία. Από τα πιο πάνω, ιδιαίτερη σημασία έχει η ομολογία της αμαρτίας του ασώτου, γιατί έγινε η αιτία της συγχώρησής του από τον Πατέρα. Έλαβε, δηλαδή, άφεση αμαρτιών. Για τον λόγο αυτόν πρέπει όλοι οι χριστιανοί να μετανοούμε και να εξομολογούμαστε τα αμαρτήματά μας μπροστά σε κάποιο πνευματικό, ώστε να λαμβάνουμε την άφεσιν των παραπτωμάτων μας από τον ίδιο τον Θεό.
Και τούτο, γιατί, κατά τη Σ. Σειράχ, ο Θεός «μετανοούσιν έδωκε μετάνοια»
(17,24). Δέχεται, δηλαδή, κοντά Του όλους τους μετανοούντες», δηλαδή
και τον έσχατον
κατά τον Ιερό Χρυσόστομο,
καθάπερ και τον πρώτον
Κακείνω δίδωσι
και τούτω χαρίζεται.
Κλείνοντας, πρέπει να γνωρίζουμε ότι μετάνοια είναι «διαλλαγή Κυρίου διά των εναντίων τοις πταίσμασιν αγαθών εργασία» και «συνθήκη προς Θεόν δευτέρου βίου», δηλαδή μία καινούργια και «εν Χριστώ ζωή». Γι’ αυτήν την ομολογία αναφέρεται από τον υμνογράφο της Εκκλησίας και το χαρακτηριστικό τροπάριο:
«Ήμαρτον εις Σε Σωτήρ,
ως ο άσωτος υιός.
Δέξαι με, Πάτερ, μετανοούντα,
και σώσον με».
Γι’ αυτήν αναφέρεται και από έναν σύγχρονο ποιητή το:
«Ποτέ δεν είναι αργά
(για τη μετάνοια)
πρέπει να το πιστέψης,
και με την πίστη στην καρδιά
Εκείνον να γυρέψης.
Εκείνον που και τον ληστή
μ’ όλα τα κρίματά του,
γιατί είχε μία καρδιά πιστή
τον κάλεσε κοντά Του».