σύμφωνα με την οποία αν δεν επιτευχθεί πλειοψηφία των δύο πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών στις δύο πρώτες ψηφοφορίες και των τριών πέμπτων στην τρίτη ψηφοφορία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία.
Η αναθεώρηση αυτή έγινε προκειμένου να αποφεύγονται οι πρόωρες εκλογές σε περίπτωση που τα κόμματα δεν καταλήξουν σε κοινή συναινετική πρόταση και πάντως, αφού εξαντληθούν πρώτα οι συνομιλίες μεταξύ τους, κυρίως μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή και του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και βέβαια, σκοπός της αναθεώρησης δεν ήταν να δίνει τη δυνατότητα στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία να προτείνει και ουσιαστικά να επιλέγει το πρόσωπο που τη συμφέρει πολιτικά.
Ο κ. Μητσοτάκης, αφού άφησε εδώ και δύο μήνες το όνομα του υποψήφιου προέδρου που θα προτείνει να συζητείται δίχως να επιβεβαιώνει ή να διαψεύδει τα ονόματα, στο τέλος πρότεινε έναν εν ενεργεία βουλευτή ως υποψήφιο πρόεδρο, προκειμένου να διασφαλίσει την ενότητα του κόμματός του και όχι ένα πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής που να μπορεί να εκπληρώσει τα συνταγματικά καθήκοντά του και να εκπροσωπεί επάξια τη χώρα στο εξωτερικό. Ίσως ήθελε πρόεδρο που δε θα αντιδράσει σε περίπτωση που προχωρήσει σε συμφωνία με την Τουρκία για το Αιγαίο. Η στάση του κ. Τασούλα στο θέμα των υποκλοπών και της τραγωδίας των Τεμπών, όπου με τη στάση του προκάλεσε την αγανάκτηση των συγγενών των θυμάτων, αποδεικνύει ότι λειτουργεί κομματικά και όχι θεσμικά, όπως θα έπρεπε.
Με την πρόταση αυτήν ο κ. Μητσοτάκης, όμως, ουσιαστικά παραβίασε το πνεύμα της ως άνω αναθεώρησης, θέλοντας να ελέγξει και τον θεσμό αυτόν, όπως και άλλους.
Δυστυχώς, απέναντι σε αυτήν τη συμπεριφορά η αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να έχει ενιαία στάση, με ευθύνη κυρίως του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν κάλεσε τα υπόλοιπα κόμματα του προοδευτικού χώρου σε ενιαία πρόταση, ούτε απάντησε ποτέ στην πρόσκληση του ΣΥΡΙΖΑ για κοινή υποψηφιότητα. Αντίθετα, άφησε όλη την πρωτοβουλία των κινήσεων στον κ. Μητσοτάκη, ελπίζοντας ότι θα προτείνει υποψήφιο από τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Προσέφερε, δηλαδή, αφελώς χρόνο και συναίνεση στη ΝΔ, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η ΝΔ θέλει να συντονιστεί με το δεξιό και ακροδεξιό ρεύμα. Ακολούθησε, δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ τη λογική της ΝΔ και εξάρτησε τις δικές του κινήσεις από αυτές του πρωθυπουργού. Στο τέλος, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε λύση ανάγκης με τον κ. Γιαννίτση, έχοντας τη χλεύη και της ΝΔ, ότι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ δεν τον άφησε, ως υπουργό Εργασίας, να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος.
Η στάση αυτή του κ. Ανδρουλάκη δε χαρακτηρίζεται μόνο συναινετική και όχι συγκρουσιακή, όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά υποβαθμίζει τον ρόλο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε ουρά της κυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΠΑΣΟΚ που συγκυριακά μετά τη διαλυτική θητεία του κ. Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, όχι μόνο δεν εκμεταλλεύτηκε την εκλογική υποχώρηση της ΝΔ, ώστε να γίνει μια υπολογίσιμη αντιπολιτευτική δύναμη, αλλά ήδη υπάρχουν σημάδια υποχώρησης των ποσοστών του. Οι πολίτες θέλουν δυναμική αντιπολίτευση που δε βλέπουν από το ΠΑΣΟΚ.
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ απαλλαγμένος από τη διαλυτική παρουσία του τέως προέδρου του, με σοβαρή ηγεσία, εκφέρει πλέον πολιτικό λόγο, αφουγκράζεται τα προβλήματα των πολιτών, προτείνοντας λύσεις για την επίλυσή τους. Με πρόεδρο τον Σ. Φάμελλο πλέον παράγει πολιτική και όχι παραπολιτική, με αποτέλεσμα οι πολίτες αρχίζουν να τον εμπιστεύονται. Η επιλογή της κ. Κατσέλη είναι ενωτική, εκφράζει τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο και υπολογίζεται ότι θα συγκεντρώσει περίπου 40 ψήφους. Ήδη η Νέα Αριστερά αποφάσισε να την ψηφίσει και όπως φαίνεται, θα ακολουθήσουν και ανεξάρτητοι βουλευτές.
Η ψηφοφορία για την εκλογή του/της Προέδρου της Δημοκρατίας είναι σπουδαίος λόγος, αλλά και ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα ενιαίο μέτωπο των προοδευτικών δυνάμεων, διότι για να αντιμετωπιστεί η αντιλαϊκή πολιτική της ΝΔ, θα πρέπει οι προοδευτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης να συντονίσουν τον βηματισμό τους με κοινές δράσεις και συμπόρευση στα καθημερινά προβλήματα των πολιτών.