Υπενθυμίζεται ότι το καλοκαίρι του 430 π.Χ. το δεύτερο έτος του Πελλοπονησιακού Πολέμου, οι Σπαρτιάτες με του συμμάχους τους εισβάλουν στην Αττική και πολιορκούν την Αθήνα. Οι κάτοικοι της υπαίθρου εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και συγκεντρώνονται εντός των τειχών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ενσκήπτει στην Αθήνα λοιμός, θύμα του οποίου ήταν και Περικλής. Στο συγκεκριμένο κείμενο θα γίνει λόγος για τις επιπτώσεις στην πόλη και στην κοινωνία της Αθήνας πάντα σύμφωνα με το κείμενο του ιστορικού. Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν οι έρευνες αρχαιολόγων, επιδημιολόγων οι οποίοι με την βοήθεια της τεχνολογίας προσδιόρισαν το είδος της ασθένειας.
Συνεχίζοντας την αφήγηση μετά την περιγραφή των συμπτωμάτων, ο ιστορικός αναφέρεται στη συμπεριφορά των ζώων κάνοντας σαφές ότι τὰ ὄρνεα καὶ τετράποδα εξαφανίστηκαν από την πόλη. Αρχικά επειδή οι νεκροί ήταν αρκετοί σε αριθμό και αδυνατούσαν οι συγγενείς τους να τελέσουν την ταφή τους είτε από τον φόβο της μετάδοσης είτε γιατί και οι ίδιοι νοσούσαν, τα ζώα τρώγοντας τις σάρκες των νεκρών πέθαιναν (τεκμήριονδέ· τῶν μὲν τοιούτων ὀρνίθων ἐπίλειψις σαφὴς ἐγένετο, καὶ οὐχἑ ωρῶν το οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ τοιοῦτον οὐδέν· οἱ δὲ κύνες μᾶλλον αἴσθησιν παρεῖχον τοῦ ἀποβαίνοντος διὰ τὸ ξυν διαιτᾶσθαι).
Επειδή η νόσος ήταν άγνωστη για όλους δεν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπιστεί από του γιατρούς, για αυτό και δεν υπήρχαν φάρμακα (οὐδὲ ἓν κατέστη ἴαμα) με αποτέλεσμα οι νοσούντες να πεθαίνουν σαν τα πρόβατα (ὤσπερ τα πρόβατα) μόνοι χωρίς την απαιτούμενη βοήθεια μια και κανένας δεν τολμούσε να διακινδυνεύσει φροντίζοντάς τους (εἴτε προσίοιεν, διεφθείροντο) και τα σπίτια ερημώθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους (οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν). Για τον ιστορικό το γεγονός αυτό ήταν το πιο φοβερό (δεινότατον), γιατί οι άνθρωποι, όταν αντιλαμβάνονταν την ασθένειά τους εγκαταλείπονταν στο έλεός της γεμάτοι απελπισία (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι τῇ γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεν το σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐ κἀν τεῖχον) αλλά και γιατί υπήρχε απροθυμία (ἀθυμία) των συνανθρώπων τους. Παρουσιάζονταν όμως και κάποιες εξαιρέσεις σε αυτές τις συμπεριφορές. Μερικοί από τους πολίτες βοηθούσαν τους ασθενείς εξαιτίας της ντροπής που ένιωθαν απέναντι στους φίλους τους (αἰσχύν ῃ γὰρ ἠ φείδουν σφῶν αὐτῶν) ή έπαθαν ανοσία μετά την ανάρρωσή τους από τη νόσο (οἱδια πεφευγότες), επειδή κανείς από του επιζώντες ασθενείς δεν προσβάλλονταν για δεύτερη φορά (δὶς γὰρ τὸν αὐτόν, ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανεν). Το γεγονός αυτό προκαλούσε μεγάλη χαρά στους ασθενείς, αφού δεν ήταν μόνοι αναπτερώνοντας την ελπίδα τους πως μπορούσαν και οι ίδιοι να αντιμετωπίσουν τη νόσο (περιχαρεῖ καὶ ἐς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης μηδ᾽ ἂν ὑπ᾽ ἄλλου νοσήματός ποτε ἔτι διαφθαρῆναι).
Στη συνέχεια της αφήγησής του ο Θουκυδίδης θα εστιάσει στα ιερά και τα όσια τα οποία άλλαξαν εξαιτίας της ολιγωρίας των ανθρώπων προς αυτά (ἐς ἀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως). Η ολιγωρία οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι της υπαίθρου κατέκλεισαν την πόλη λόγω της πολιορκίας των Σπαρτιατών χωρίς να είχαν κάπου να μείνουν. Έτσι είτε ζούσαν στον δρόμο είτε στους περίβολους των ναών όπου πέθαιναν (τά τε ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήν ην το νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐν αποθνῃσκόντων). Με το χωρίο αυτό ο ιστορικός καταδεικνύει τον εκφυλισμό των ηθών που προκάλεσε η νόσος, γιατί είναι γνωστό από τις πηγές ότι ο θάνατος και ο τοκετός μέσα στους ναούς θεωρούνταν ιεροσυλία.
Μετά από αυτή την περιγραφή των συνθηκών στις οποίες διαβιούσαν οι Αθηναίοι μέσα στην πόλη, ο Θουκυδίδης περνά στην αλλαγή του τρόπου ζωής και ηθών. Ο ιστορικός προϊδεάζει τους αναγνώστες για όσα πρόκειται να εκθέσει παρακάτω με τη φράση “αλλά η νόσος εισήγαγε και άλλες χειρότερες μορφές ανομίας στην πόλη” (πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τ ἆλλα τῇ πόλει΄ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα). Ο φόβος του θανάτου οδήγησε τους Αθηναίους να μην ακολουθούν τους νόμους μη φοβούμενοι πια την επιβολή ποινών. Ενώ στο παρελθόν προσπαθούσαν να κρατήσουν κρυφές τις αθέμιτες ηδονές (ἀπεκρύπτε το μὴ καθ᾽ἡδον ὴν ποιεῖν), την περίοδο εκείνη παραδίδονταν σε αυτές χωρίς καμιά επιφύλαξη. Πλούσιοι ξόδευαν ασύστολα τις περιουσίες τους χωρίς φειδώ, θεωρούσαν μάταιη την αποταμίευση, ενώ αντίθετα φτωχοί έγιναν ξαφνικά πλούσιοι κληρονομώντας τις περιουσίες των συγγενών τους.
Και ενώ στο παρελθόν οι Αθηναίοι φρόντιζαν την φήμη τους, η ασθένεια τους άλλαξε άρδην. Κανείς νόμος θεϊκός ή ανθρώπινος ήταν αδύνατον να τους συγκρατήσει, καμιά διαφορά δεν υπήρχε μεταξύ ευσέβειας και ασέβειας, κανείς δεν φοβόταν ότι θα τιμωρηθεί. Η επικρεμάμενη τιμωρία της νόσου ήταν μεγαλύτερη για εκείνους, οπότε εύλογα ήθελαν να χαρούν οπωσδήποτε την ζωή τους (πολὺ δὲ μείζω τὴν ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν εἰκὸς εἶναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι). Η γρήγορη μεταστροφή της τύχης ήταν το αίσθημα της νόσου με τις ηθικές αξίες που μέχρι τότε θεωρούνταν δεδομένες να κάνουν το κερδοφόρο και το ευχάριστο να αποκτούν την αξία του δίκαιου και του καλού. Για τον ιστορικό ο λοιμός όπως και ο εμφύλιος πόλεμος (Βιβλίο Γ, κεφ, 82) ανέτρεψαν τις συνήθειες των ανθρώπων καταστρέφοντας τις ηθικές αξίες με αποτέλεσμα η ανομία να επικρατεί, οι άνθρωποι να εξαγριώνονται, να αποθρασύνονται, να παρασύρονται και να καταφεύγουν σε βιαιότητες μη τηρώντας τους νόμους. Ο λοιμός που έπληξε την Αθήνα και ο εμφύλιος σπαραγμός εξαθλίωσε τους ανθρώπους, γιατί οι κοινωνίες των ανθρώπων καταστρέφονται ολοκληρωτικά, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη.
Για τον Θουκυδίδη στην Ιστορία του η ασθένεια που έπληξε την Αττική περιγράφεται παρά την πολυμορφία της αλλά δεν μπορεί να εξηγηθεί το είδος της. Με βαρύτητα και ιδιαίτερη προσοχή σχολιάζει το γεγονός ότι ο λοιμός ήταν αδύνατον να προβλεφθεί από κάποιον και παρουσιάζεται ως ένα γεγονός απροσδόκητο. Όπως ήταν φυσικό ο λοιμός των Αθηνών προκάλεσε το ενδιαφέρον των επιστημόνων προσδιορισμού του είδους της ασθένειας. Πολλές θεωρίες αναπτύχθηκαν με βάση την κλινική εικόνα έτσι όπως περιγράφεται από τον Θουκυδίδη χωρίς όμως να ταιριάζει σε καμιά από τις μορφές των σύγχρονων λοιμώξεων. Η αρχαιολογική ανασκαφή η οποία έγινε στην περιοχή του Κεραμεικού το 1994-5 ανακάλυψε έναν ομαδικό τάφο που χρονολογείται μεταξύ 430-426 π.Χ. Ο ομαδικός αυτός τάφος δεν είχε μνημειακό χαρακτήρα όπου θα κείτονταν οι νεκροί κάποιας μάχης, επειδή τα πτώματα βρέθηκαν στοιβαγμένα. Η μελέτη του γενετικού υλικού των οστών που βρέθηκαν στον Κεραμεικό πραγματοποιήθηκε στα εργαστήρια της Μοριακής Νευροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, και ολοκληρώθηκε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Έρευνας της Κρήτης. Ύστερα από έξι διαδοχικές δοκιμασίες παρατηρήθηκε θετικός πολλαπλασιασμός τριών γονιδίων που αντιστοιχούσαν στον τυφοειδή πυρετό.
Από τη Φανή Αγορίτσα, φιλόλογο