Η είδηση και μόνο ενός θανάτου συγκλονίζει, πόσο μάλιστα όταν πρόκειται για νέους ανθρώπους, που τον προκαλούν μόνοι τους.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τη θλίψη διαδέχονται τα γιατί και η κοινωνία μας εκφράζει με έκπληξη απορίες όπως: «Μα, ήταν μόνο 18 χρονών!» σαν να μην δέχεται πως ένας νέος άνθρωπος μπορεί να είναι τόσο απογοητευμένος από τη ζωή του για να κόψει το νήμα της.
Σαν να μην δέχεται πως οι νέοι «επιτρέπεται» να πονάνε τόσο πολύ, ή να βιώνουν έντονα, αδιέξοδα, που μπορεί και να τους οδηγήσουν στην αυτοκτονία.
Κι όμως, ο ψυχοθεραπευτής - οικογενειακός θεραπευτής κ. Γιώργος Γιαννούσης, υποστηρίζει: «Το θέμα των αυτοκτονιών ανάμεσα στους νέους και ειδικά σε δύσκολες περιόδους όπως αυτές που διανύουμε τα τελευταία χρόνια, έχει δυστυχώς αυξητικές τάσεις».
Και μόνο αυτή η διαπίστωση, θα έπρεπε τουλάχιστον να αφυπνίσει, να «ταρακουνήσει» την κοινωνία μας και να δημιουργήσει παράλληλα έναν προβληματισμό, για τις υποστηρικτικές δομές που υπάρχουν σήμερα στη χώρα μας για τους νέους.
«Στην Ελλάδα υπάρχει μια αυξητική τάση των αυτοκτονιών καθώς και της απόπειρας αυτοκτονίας. Παρ’ όλα αυτά η χώρα μας εξακολουθεί να έχει τον χαμηλότερο δείκτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από τους χαμηλότερους στις χώρες του ΟΟΣΑ» συμπληρώνει ο κ. Γιαννούσης.
Τον ρωτήσαμε «από πού μπορεί να πηγάζουν οι παράγοντες επικινδυνότητας για αυτοκτονικές τάσεις των νέων;» και αναφέρει:
«Σίγουρα και στους νέους όπως και στον γενικό πληθυσμό σημαντικός παράγοντας είναι η ύπαρξη ενός ιστορικού ψυχικής ασθένειας του ίδιου ή κάποιου άλλου στο οικογενειακό περιβάλλον, και πέρα από αυτό παράγοντας υψηλού κινδύνου μπορεί να είναι οι διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις και τα «άσχημα» διαζύγια στην οικογένεια, τυχόν προηγούμενο ιστορικό αυτοκτονίας στην οικογένεια και τέλος οι οικονομικές δυσκολίες.
Αναλυτικότερα μπορούμε να πούμε πως η ύπαρξη κάποιας ψυχικής ασθένειας του ίδιου του νέου αποτελεί παράγοντα υψηλού κινδύνου για αυτοκτονία, ενώ το ίδιο επιβαρυντική είναι και η πιθανή ψυχική ασθένεια σε κάποιο από τα στενά μέλη της οικογένειας όπως τα αδέλφια και οι γονείς του.
Στην εποχή μας έχουν αυξηθεί γενικότερα οι διαταραχές των συναισθηματικών ψυχώσεων, οι οποίες αγγίζουν και τις νεαρές ηλικίες.
Στο γενικότερο πλαίσιο του συσχετισμού της αύξησης των προβλημάτων ψυχικής υγείας με διάφορους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, όπως η ανεργία, οι στερήσεις και οι ανισότητες είναι αναμενόμενο να κινδυνεύει η ψυχική υγεία όλο και περισσότερων ανθρώπων και ειδικότερα των πιο ευάλωτων.
Η κακή λειτουργία μέσα σε μια οικογένεια, τα οικονομικά προβλήματα, το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης, παίζουν ρόλο στην τάση των νέων για αυτοκτονία, όχι όμως τόσο σημαντικό όσο η γενικότερη αύξηση της ψυχικής δυσφορίας, δεδομένου πως οι διαταραχές της διάθεσης συμβάλλουν στην ολοκλήρωση και την επιτυχία μιας αυτοκτονίας και για τα δύο φύλα».
Σύμφωνα με τον κ. Γιαννούση «τις αυτοκτονικές τάσεις επηρεάζει και η σχέση του ατόμου με το διαδίκτυο». Συγκεκριμένα αναφέρει: «Παρατηρείται πως σε άτομα που δέχονται κάποια μορφή ηλεκτρονικής παρενόχλησης σε συνδυασμό με κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους όπως αυξημένο άγχος, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοπεποίθηση, αυξάνονται οι πιθανότητες αυτοκτονικού επεισοδίου.
Αν κάνουμε ειδικότερη μνεία στην οικογένεια, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως η κακοποίηση των παιδιών, η γενικότερη ενδοοικογενειακή βία, η ύπαρξη ψυχικών διαταραχών και η έλλειψη επικοινωνίας συμβάλλουν θετικά στη δημιουργία αρνητικών σκέψεων που μπορεί να φτάσουν ως την αυτοκτονία».
Ο ΜΥΘΟΣ
«Παρότι υπάρχει ο μύθος που λέει πως αυτοί που λένε πως θα αυτοκτονήσουν ποτέ δεν το κάνουν, χρήσιμο είναι όπου υπάρχουν τέτοιες δηλώσεις, το οικογενειακό περιβάλλον να κινητοποιείται.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις, τότε καλό είναι να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά σε άλλα συμπτώματα που μπορεί να είναι ανησυχητικά, όπως η απόσυρση του νέου από τους φίλους και τους οικείους και η απότομη αλλαγή της διάθεσης που μπορεί να κυμαίνεται από την κατάθλιψη, στην έντονη αντίδραση», συμβουλεύει ο κ. Γιαννούσης και καταλήγει: «Καλό είναι εν κατακλείδι να έχουμε υπόψη πως οι άνθρωποι που αυτοκτονούν συνήθως είναι περισσότερο ευάλωτοι και επιβαρημένοι από στρεσογόνα γεγονότα, κυρίως κοινωνικοοικονομικά.
Μπορεί δηλαδή να έχουν βιώσει δύσκολες καταστάσεις όπως μια απώλεια (ανθρώπου, εργασίας, κ.α.) και αισθάνονται πως βρίσκονται σε πλήρες αδιέξοδο.
Το μέλλον τους φαντάζει δυσοίωνο και διακατέχονται από το συναίσθημα της απελπισίας, της θλίψης και του θυμού. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν αυτά τα επώδυνα συναισθήματα και αυτό δείχνει πως και οι κοινωνίες μας χρειάζεται να είναι περισσότερο άγρυπνες και συμμετοχικές».
Της Λένας Κισσάβου