Η άποψη της κ. Τσάτσαρη είναι πως «η συνδικαλιστική δεοντολογία επιβάλλει ο/η πρόεδρος να μην αποβλέπει στην οσφυοκαμψία των συμβούλων για να υιοθετηθούν οι απόψεις του και ιδιαίτερα όταν είναι λαθεμένες και αντισυναδελφικές» και συνεχίζει πως «ο κάθε και η κάθε σύμβουλος επιβάλλεται να έχει την ίδια δυναμική με τον πρόεδρο ή την πρόεδρο, που επιβαρύνεται έναντι των συμβούλων με τη μεγίστη των ευθυνών για την υλοποίηση των αποφάσεών του Δ.Σ., με πρώτιστο μέλημα την αξιοπρέπεια του δικηγορικού σώματος».
Πιο αναλυτικά ολόκληρη η δήλωσή της έχει ως εξής: «Ενόψει των δυσμενέστατων συνθηκών στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, μένοντας σταθερή στις απόψεις μου της αδέσμευτης υποψηφιότητας και την διαφοροποίησή μου σε πρακτικές που απαξιώνουν το δικηγορικό σώμα έναντι της κοινωνίας και των δικαστικών και διοικητικών αρχών, δηλώνω την υποψηφιότητά μου για τη θέση της Προέδρου του Δ.Σ. Λάρισας.
Στις εκλογές του Δ.Σ. διατηρούν την ατομικότητά τους τόσο ο κατερχόμενος/η ως Πρόεδρος, όσο και οι κατερχόμενοι/ες ως σύμβουλοι του διοικητικού συμβουλίου με την καθιέρωση, κατά την παρ.1β΄του άρθρου 110 του Ν. 4194/2013, του ενιαίου ψηφοδελτίου, χωρίς ψηφοδέλτια συνδυασμών.
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβούλιου του Σώματος αποφασίσθηκε οι υποψηφιότητες για τη θέση του Προέδρου να είναι με ατομικό ψηφοδέλτιο.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η όποια υποψηφιότητα είναι ευδόκιμη.
Η ομαδοποίηση υποψηφίων συμβούλων, υπό τη στέγη ενός υποψηφίου Προέδρου, κατά την ιστορική μνήμη των τελευταίων ετών, μόνο «δεινά» προκάλεσε στο έργο του διοίκησης του Δ.Σ.
Σύμβουλοι που είχαν και τις δυνατότητες και την κοινή λογική, εγκλωβίσθηκαν στην παράλογη λογική της «γραμμής» και της πλήρους ταύτισής τους με τη βούληση του «ενός» και όταν αυτή ήταν από αμέλεια αλλά και από σκοπιμότητα μη ορθή.
Κατά τις δικές μου απόψεις η συνδικαλιστική δεοντολογία επιβάλλει ο/η πρόεδρος να μην αποβλέπει στην οσφυοκαμψία των συμβούλων για να υιοθετηθούν οι απόψεις του και ιδιαίτερα όταν είναι λαθεμένες και αντισυναδελφικές.
Ο κάθε και η κάθε σύμβουλος επιβάλλεται να έχει την ίδια δυναμική με τον Πρόεδρο ή την πρόεδρο, που επιβαρύνεται έναντι των συμβούλων με τη μεγίστη των ευθυνών για την υλοποίηση των αποφάσεών του Δ.Σ., με πρώτιστο μέλημα την αξιοπρέπεια του δικηγορικού σώματος.
Η επίκληση συνδυασμών, που δεν προβλέπονται από τον κώδικα περί δικηγόρων, για τον σύλλογό μας, μόνο σκοπιμότητες μπορεί να εξυπηρετήσει για τις οποίες έχω επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεσή μου. Τα προβλήματα του κλάδου μας είναι πλέον κραυγαλέα. Ο θεσμικός μας ρόλος στην καθημερινότητά μας στον δικαστικό χώρο, αλλά, και στις δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς πρέπει να είναι και είναι αδιαπραγμάτευτος.
Η συμμετοχή μας στη διοίκηση του Δ.Σ. δε μπορεί να αποκλείσει την ενασχόλησή μας με το λειτούργημά μας, ούτε πρέπει να το περιορίσει. Ένα συμβούλιο που δεν έχει επαφή με τη δικηγορία δεν μπορεί να ενεργεί σωστά, ούτε να λαμβάνει ορθές αποφάσεις.
Η ενασχόληση του Δ.Σ. πρέπει να είναι επικεντρωμένη στα μέγιστα και επώδυνα προβλήματα του κλάδου μας, σε όλους τους τομείς (υγείας, ασφάλισης, αλληλοβοήθειας, εφάπαξ και περιοδικών παροχών, συνταξιοδότησης, φορολογικής αντιμετώπισης και δικαστηριακής και εξωδικαστηριακής εν γένει καθημερινότητάς μας) και κατά δεύτερο λόγο σε εκδηλώσεις (κοινωνικού και επιστημονικού ενδιαφέροντος), που τα τελευταία χρόνια, η συχνότητά τους δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του Δ.Σ. Οφείλουμε φυσικά γι΄ αυτές να συγχαρούμε τους συναδέλφους, επιστήμονες από άλλους χώρους κ.λπ. που τις εκπόνησαν.
Δεν μας επιτρέπεται αγαπητοί/ές συνάδελφοι γνωρίζοντας να αιθεροβατούμε σε μία πλασματική πραγματικότητα, όταν έχουν χαθεί τα κεκτημένα ετών και η αξιοπρέπειά μας, σε μία κοινωνία που περιμένει από εμάς την υπεράσπισή της. Με επίπονη αγάπη για τον κλάδο και εκτίμηση στα πρόσωπα όλων».