Μια νέα βρετανική απεικονιστική - διαγνωστική μέθοδος, που επιτρέπει την εκ των προτέρων επιλογή του καλύτερου εμβρύου για εμφύτευση στη μήτρα, θεωρείται η σημαντικότερη εξέλιξη στο πεδίο της εξωσωματικής γονιμοποίησης εδώ και 30 χρόνια. Η τεχνική υπόσχεται μια πραγματική επανάσταση, η οποία θα ωφελήσει τα υπογόνιμα ζευγάρια, καθώς μπορεί να διπλασιάσει ή και να τριπλασιάσει τον αριθμό των γεννήσεων υγιών παιδιών μέσω της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ανεβάζοντας το ποσοστό επιτυχίας στο 78%.
Σήμερα, στον ανεπτυγμένο κόσμο περίπου το 1% έως 2% των μωρών συλλαμβάνονται με εξωσωματικές μεθόδους. Όμως, κατά προσέγγιση μόνο ένα στα τέσσερα ωάρια που έχουν γονιμοποιηθεί εξωσωματικά και στη συνέχεια εμφυτεύονται στη μήτρα της γυναίκας, καταλήγουν σε υγιή γέννηση. Η επιλογή από τους εμβρυολόγους των γονιμοποιημένων ωαρίων που θα εμφυτευθούν, συνήθως γίνεται μετά από έλεγχο με το μικροσκόπιο, μέθοδος που δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Η νέα τεχνική επιτρέπει την συνεχή ψηφιακή φωτογράφηση των εμβρύων και έτσι την επιλογή -με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή- των υγιέστερων από αυτά πριν την εμφύτευση. Με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τους ειδικούς, θα ήταν πλέον δυνατό τρία στα τέσσερα γονιμοποιημένα ωάρια μέσω εξωσωματικής τεχνικής να καταλήγουν σε επιτυχή τοκετό.
Οι ερευνητές της κλινικής γονιμότητας του Νότιγχαμ (Care Fertility), με επικεφαλής τον διευθυντή Σάιμον Φίσελ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα αναπαραγωγής "Reproductive BioMedicine Online", σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, τις βρετανικές «Γκάρντιαν» και «Ιντιπέντεντ» και το "New Scientist", πιστεύουν ότι τελικά η μέθοδος τους θα υιοθετηθεί ευρύτερα από τις κλινικές που ασχολούνται με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Πάντως άλλοι επιστήμονες εμφανίζονται επιφυλακτικοί για την αποτελεσματικότητά της, εωσότου υπάρξει μια πλήρης τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή που θα συγκρίνει τη νέα μέθοδο με τις ήδη υπάρχουσες.
Η πρωτοποριακή τεχνική παρακολουθεί την υγεία των εμβρύων λαμβάνοντας χιλιάδες διαδοχικές ψηφιακές φωτογραφίες από την πρώτη κιόλας στιγμή της γονιμοποίησης στο «σωλήνα» του εργαστηρίου, έως την μέρα της εμφύτευσης του γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα, όταν πια έχει αυτό φθάσει στο στάδιο της βλαστοκύστης. Οι γιατροί μπορούν έτσι να κρίνουν ποιό έμβρυο έχει αναπτυχθεί καλύτερα έως εκείνη τη στιγμή και αυτό να εμφυτεύσουν, πράγμα που αυξάνει δραστικά την πιθανότητα μιας επιτυχούς γέννας.
Συνήθως περνάνε πέντε ημέρες ανάμεσα στην εξωσωματική γονιμοποίηση και στην εμφύτευση στη μήτρα και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα λαμβάνονται πάνω από 5.000 φωτογραφίες. Ένα υγιές έμβρυο πρέπει να έχει 23 χρωμοσώματα, όμως στην εξωσωματική γονιμοποίηση πάνω από τα μισά έχουν περισσότερα ή λιγότερα χρωμοσώματα, με συνέπεια τα έμβρυα είτε να αποτυγχάνουν να εμφυτευτούν σωστά στη μήτρα, είτε να αποβληθούν αργότερα, ενώ αν τελικά τα παιδιά γεννηθούν, μπορεί να πάσχουν από σύνδρομο Ντάουν ή άλλη γενετική πάθηση.
Οι βρετανοί ερευνητές ανέπυξαν ένα πρόγραμμα λογισμικού με τους λεγόμενους «μορφοκινητικούς αλγόριθμους», το οποίο αναλύει τις ψηφιακές φωτογραφίες του αναπτυσσόμενου εμβρύου και το αξιολογεί ως χαμηλού, μεσαίου ή υψηλού κινδύνου για την πιθανότητα εμφάνισης γενετικών ανωμαλιών. Η νέα μη επεμβατική μέθοδος (που κοστίζει γύρω στα 1.000 ευρώ μέχρι στιγμής) μπορεί μελλοντικά να συνδυαστεί με τον επεμβατικό προεμφυτευτικό γενετικό έλεγχο των εμβρύων, που παρέχουν ορισμένες κλινικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, αφαιρώντας ένα έως δύο κύτταρα από τον αναπτυσσόμενο έμβρυο, με κίνδυνο να γίνει ζημιά στα υπόλοιπα.
Οι νεαρότερες γυναίκες έχουν πιο υγιή ωάρια και συνεπώς αυξημένες πιθανότητες υγιούς τοκετού. Περίπου μία στις τρεις γυναίκες κάτω των 35 ετών που καταφεύγουν στην εξωσωματική γονιμοποίηση, αποκτούν παιδί, έναντι ποσοστού μόλις 2% περίπου μεταξύ των γυναικών άνω των 44 ετών.
Link: Για την πρωτότυπη επιστημονική εργασία (με συνδρομή) στη διεύθυνση: http://www.rbmojournal.com/article/S1472-6483(13)00238-1/abstract