Της Σοφίας Ορφανιώτη
Ένα από τα σπουδαιότερα διατροφικά προβλήματα που απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες τα τελευταία χρόνια είναι η παχυσαρκία. Γιατροί και διατροφολόγοι κάνουν λόγο για τη νόσο του 21ου αιώνα, που λαμβάνει δυστυχώς διαστάσεις επιδημίας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας αντιμετωπίζουν πια το πρόβλημα της παχυσαρκίας ολοένα και εντονότερα, με τις διατροφικές συνήθειες που ακολουθούν εξαιτίας του σύγχρονου τρόπου ζωής τους.
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε ομάδα γιατρών του τμήματος Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού, Νεφρολογίας και Παθολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το 28% των ανδρών και το 25% των γυναικών στη Θεσσαλία είναι παχύσαρκα, ενώ το 50% των ανδρών και το 30% των γυναικών είναι υπέρβαρα.
Πιο συγκεκριμένα, στις ηλικίες 18-29 ετών, οι υπέρβαροι καταλαμβάνουν ποσοστό 19,5% και οι παχύσαρκοι 9,4%. Μάλιστα τα ποσοστά αυτά διπλασιάζονται στην επόμενη δεκαετία και φθάνουν στις υψηλότερες τιμές, στις ηλικιακές ομάδες από 50-59 ετών (48,2%) και από 60-70 ετών (38,9%).
Στο παρελθόν επικρατούσαν οι κοινωνικές αντιλήψεις ότι η παχυσαρκία ήταν αδυναμία ή αποτυχία ενός ατόμου μεμονωμένα, με μόνες επιλογές αντιμετώπισής της, τη δίαιτα και την άσκηση.
Στη σύγχρονη εποχή, η παχυσαρκία θεωρείται μία ιατρική κατάσταση που συναντά όλα τα κριτήρια μιας νόσου, συμπεριλαμβανομένων της γενετικής προδιάθεσης και πολλών περιβαλλοντικών παραγόντων (που οδηγούν στην έκφραση της νόσου).
Επιπρόσθετα, η παχυσαρκία εμπλέκεται αιτιολογικά με πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως υπέρταση, καρδιαγγειακή νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, υψηλή χοληστερόλη και τριγλυκερίδια (κακό λιπιδαιμικό προφίλ), άπνοιες ύπνου, υπογονιμότητα, οσφυαλγία, αρθραλγίες και γενικότερη κακή ποιότητα ζωής.
Αρκεί να αναφερθεί ότι η καρδιαγγειακή θνητότητα είναι κατά 50% μεγαλύτερη στους παχύσαρκους ασθενείς και κατά 90% μεγαλύτερη στους νοσογόνα παχύσαρκους.
Το ζήτημα που προκύπτει ευλόγως είναι αν οι δίαιτες μπορούν να εξασφαλίσουν τη διατήρηση του σωματικού βάρους. Σύμφωνα με τους διαιτολόγους η απώλεια βάρους με μια δίαιτα δεν διατηρείται στο πέρασμα του χρόνου με αποτέλεσμα το άτομο να επανακτά σωματικό βάρος, κυρίως λόγω αύξησης του λιπώδους ιστού.
Κατά συνέπεια το άτομο νιώθει και ίσως να πιστέψει ότι είναι ανίκανο και αδύναμο να διαχειριστεί αυτό το θέμα στη ζωή του.
Συνήθεις συντηρητικές θεραπείες περιλαμβάνουν τον σχεδιασμό μιας χαμηλοθερμιδικής δίαιτας, προγραμμάτων άσκησης και φαρμακοθεραπείας σε συνδυασμό ή μη.
Αν και οι μέθοδοι αυτοί επιτυγχάνουν αρχικά την αποδόμηση κατά 10% του αρχικού σωματικού βάρους, ωστόσο μόλις το 5% της αρχικής απώλειας βάρους διατηρείται μακροπρόθεσμα. Ιδιαίτερα τα φάρμακα παρέχουν μόνο μικρή διατήρηση απώλειας βάρους, αν και στα περισσότερα άτομα το σωματικό βάρος δεν διατηρείται στα επιθυμητά επίπεδα. Επιπρόσθετα, οι παρενέργειες των φαρμάκων περιορίζουν την επί μακρόν χρήση τους.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι, αν η δίαιτα δεν βοηθάει, τότε ποια είναι η σωστότερη προσέγγιση;
Σύμφωνα με την κ. Αλεξία Κατσαρού, διαιτολόγο – διατροφολόγο, υπεύθυνη Επιστημονικού Κέντρου Σύγχρονης Διαιτολογίας και Διατροφικής Υποστήριξης, και μέλους της Ελληνικής Χειρουργικής Εταιρείας Παχυσαρκίας, «η ουσιαστική αντιμετώπιση τοποθετείται στην ανάληψη ευθύνης από το ίδιο το άτομο και στην τροποποίηση της διατροφικής του συμπεριφοράς, αλλά και της σχέσης του με την τροφή γενικότερα. Δηλαδή το παχύσαρκο άτομο θα πρέπει να προγραμματίζει τα γεύματά του, ώστε να επαναρυθμίσει το «βιολογικό του ρολόι», να μάθει να ακούει το σώμα του και να συμπεριφέρεται αναλόγως των φυσιολογικών σημάτων πείνας και κορεσμού. Να συνειδητοποιήσει τις καταστάσεις εκείνες που το οδηγούν στο να τρώει περισσότερο (π.χ. στρες, στεναχώρια, θυμός, κούραση, φαγητό εκτός σπιτιού κλπ), αλλά και να αυξήσει τη σωματική του δραστηριότητα».
Στόχος είναι η αύξηση της εμπιστοσύνης του ατόμου στον εαυτό του ότι μπορεί να διατηρεί ένα υγιές σωματικό βάρος μακροχρόνια, καθώς και να επαναπροσδιορίσει την έννοια της «απόλαυσης» σχετικά με το φαγητό.
Για την επίτευξη όλων αυτών είναι πολύ σημαντική η εγκαθίδρυση θεραπευτικής σχέσης με τον ειδικό-εξειδικευμένο διατροφολόγο.
Μάλιστα σε περιπτώσεις όπου η διαχείριση αρνητικών συναισθημάτων εμπλέκεται έντονα με τη διαδικασία του φαγητού, που αποτελεί απλά μία βιολογική και όχι συναισθηματική ανάγκη, τότε είναι εξαιρετικά χρήσιμη η υποστηρικτική βοήθεια του εξειδικευμένου ψυχολόγου.
Επίσης στο ερώτημα αν το σώμα μας θέτει εμπόδια, η κ. Κατσαρού επισημαίνει ότι «Ένα ιδιαίτερα αυξημένο σωματικό βάρος κατανεμημένο ειδικά στην περιοχή της κοιλιάς (κεντρική παχυσαρκία) κρύβει από πίσω του οργανική παθογένεια.
Σε πολλές περιπτώσεις συνυπάρχουν μεταβολικές διαταραχές, όπως σακχαρώδης διαβήτης, καρδιαγγειακή νόσος, μυοσκελετικά προβλήματα. Σε αυτές τις παθολογικά εκδηλωμένες περιπτώσεις παχυσαρκίας, συχνά το σώμα συμπεριφέρεται θέτοντας εμπόδια στη μείωση του σωματικού βάρους.
Πρακτικά το άτομο βιώνει έντονη πείνα και χρειάζεται πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού για να λάβει το σήμα ότι έχει ολοκληρωθεί το γεύμα του, ενώ συχνά μπορεί να εμφανίζει μεγάλη επιρρέπεια σε γλυκές, αλμυρές και λιπαρές γεύσεις, χάνοντας συχνά τον έλεγχο της ποσότητας. Αυτές οι περιπτώσεις χρειάζονται ιατρική θεραπεία, δηλαδή χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Σύμφωνα με την κ. Ελένη Σιώκα, γιατρό-χειρουργό και μέλος της Ελληνικής Χειρουργικής Εταιρείας Παχυσαρκίας, η χειρουργική επέμβαση ενδείκνυται διότι στους νοσογόνα παχύσαρκους ασθενείς, καμία δίαιτα ή φαρμακοθεραπεία δεν είναι αποτελεσματική μακροπρόθεσμα. Τα συνοδά νοσήματα βελτιώνονται με τη χειρουργική επέμβαση, ενώ το ρίσκο μιας χειρουργικής επέμβασης είναι χαμηλό σε σύγκριση με το ρίσκο της παχυσαρκίας μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον σύμφωνα με την κ. Σιώκα με τη βαριατρική χειρουργική επιτυγχάνονται τα εξής:
*Σταθερή και μακροχρόνια απώλεια βάρους
*Βελτίωση (86%) ή και εξάλειψη (78%) σακχαρώδη διαβήτη
*Βελτίωση (79%) ή και εξάλειψη (61%) υπέρτασης
*Μείωση 10ετή σχετικού κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάντα κατά 40-50%
*Βελτίωση επιπέδων χοληστερόλης (70%)
*Οι ασθενείς απαλλάσσονται από ινσουλίνη, αντιδιαβητικά και αντιϋπερτασικά φάρμακα
*Βελτίωση απνοιών ύπνου
*Βελτίωση γονιμότητας, σεξουαλικής ποιότητας ζωής
*Βελτίωση πόνων στις αρθρώσεις, στα γόνατα
*Μείωση του αισθήματος της όρεξης, αύξηση του αισθήματος κορεσμού, τροποποίηση της γεύσης, μεταβολή των ορμονών του γαστρεντερικού
*Γενικότερα οι ασθενείς αντεπεξέρχονται καλύτερα στην καθημερινότητά τους, βελτιώνουν τον τρόπο ζωής τους και αυξάνεται η εμπιστοσύνη του ατόμου στον εαυτό του. Επιπλέον το κόστος για φάρμακα, ιατρική φροντίδα και εξετάσεις μειώνεται προοδευτικά μετά την επέμβαση.