Της Λένας Κισσάβου
Ουγκάντα. Μόντε 2013: Συνθήκες πρωτόγονες. Άνθρωποι περπατούν χιλιόμετρα σε χωματόδρομους, κουβαλώντας ολημερίς και ολονυχτίς μπιτόνια με νερό για τις ανάγκες τους. Γερασμένοι από την κακουχίες, ζουν στην απόλυτη φτώχεια, με την ελονοσία και το έιτζ να «θερίζουν» ζωές. Ο πόνος είναι βίωμα ζωής και εκείνοι οι ξένοι που θα τους βοηθήσουν να τον καταπραΰνουν ή να τον σταματήσουν, θεωρούνται «σωτήρες» και ως τέτοιους τους υποδέχονται: με τιμές, χορούς και χαρούμενους ήχους τυμπάνων.
Κάθε αποστολή βοήθειας είναι μια γιορτή...
Έτσι ακριβώς, με έκδηλο ενθουσιασμό, που έδειχνε τη μεγάλη προσμονή τους, υποδέχθηκαν πρόσφατα μια αποστολή Λαρισαίων οδοντιάτρων, που μετέβη στο Μόντε, ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα βοήθειας ενός ιερέα της ορθόδοξης εκκλησίας, του π. Αντώνη, που ζει εκεί και έχει ταχθεί να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους, χτίζοντας ένα κέντρο υγείας, ανοίγοντας πηγάδια για παροχή νερού, κτίζοντας ορφανοτροφεία (υπάρχουν πολλά ορφανά παιδιά που οι γονείς τους έχουν πεθάνει από έιτζ), αλλά και εκκλησία.
Στόχος τους ήταν το στήσιμο και η οργάνωση ενός οδοντιατρείου στο Κέντρο Υγείας της περιοχής, που δημιούργησε η εκκλησία και οι «Γιατροί του Κόσμου», το οποίο όπως διαπίστωσαν, είχε μόνο την έδρα και τίποτε άλλο, διότι η παροχή υγείας στο τομέα της οδοντιατρικής ήταν μία: Πονάει δόντι, βγάζει δόντι.
Ο Σύλλογος «Φιλότης» έχει αναλάβει εδώ και χρόνια την αποστολή βασικών ειδών, τροφής και φαρμάκων, σε αυτούς τους ανθρώπους, στηρίζοντας το έργο της εκκλησίας και των «Γιατρών του κόσμου», τόσο στην Ουγκάντα όσο και στην Τανζανία. Χάρη σε αυτόν σήμερα πεινούν και διψούν λιγότερα παιδιά στην Αφρική, ενώ τα φάρμακα βοηθούν στη θεραπεία περισσότερων ανθρώπων. Η ανθρωπιστική βοήθεια βρίσκει το απόλυτο νόημά της...
Η ανάγκη όμως να λειτουργήσει το οδοντιατρείο (μια άδεια στην ουσία αίθουσα) στο Κέντρο Υγείας του Μόντε, όπου προσφέρει τις υπηρεσίες του ένας οδοντίατρος απ΄ την Ουγκάντα, μια φορά την εβδομάδα, απαιτούσε την παρουσία γιατρών, κάτι που πρόθυμα δέχθηκαν να κάνουν οι οδοντίατροι Δημήτρης Κουραμάς και Ελπίδα Καστανίδου, ζευγάρι και στη ζωή. Μαζί ο γιος τους Δημήτρης, τελειόφοιτος της οδοντιατρικής, η ακτινολόγος Ελσα Σοϊλεμέζη και ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού ο κ. Κώστας Μεταξάς.
Όταν αποφάσισαν να βοηθήσουν, δουλεύοντας για δεκαπέντε μέρες, μέσα σε πρωτόγονες και αντίξοες συνθήκες, δεν φαντάζονταν ποτέ ότι αυτή θα ήταν τελικά μια απόφαση που θα τους πρόσφερε ίσως τη πιο πολύτιμη εμπειρία ζωής.
Αντίκρισαν ένα ιατρικό κέντρο, στη μέση του πουθενά. Καθημερινά λειτουργούσε με έναν γιατρό, έναν μικροβιολόγο και δύο νοσοκόμες.
Η είδηση ότι ήρθαν οι Έλληνες γιατροί, διαδόθηκε αστραπιαία και την πρώτη μέρα που πήγαν να ανοίξουν την πόρτα του υποτυπώδους οδοντιατρείου, τους περίμενε... ένα ανθρώπινο ποτάμι, μια τεράστια ουρά ανθρώπων, που ταξίδεψαν ακόμη και 20 χιλιόμετρα μακριά μέσα στη νύχτα (οι περισσότεροι πεζή) για να φτάσουν εκεί.
«Ξυπνήσαμε από τις φωνές των ανθρώπων. Αυτό που είδαμε δεν το πιστεύαμε. Εκατό άτομα τουλάχιστον, διαφόρων ηλικιών, μας περίμεναν... Για μας, τους γιατρούς, το ζήτημα ήταν τι δυνατότητες έχουμε στο ιατρείο και τι ανάγκες μπορούσαμε να καλύψουμε. Δυστυχώς υπήρχε όλο και όλο μια έδρα. Εξοπλισμός... μηδενικός.
Μεταβήκαμε σε μια πόλη χιλιόμετρα μακριά, για να εφοδιαστούμε εργαλεία και εξοπλισμό (σετ εξαγωγής δοντιών, σφραγίσματος, απονεύρωσης κ.α.), ενώ παράλληλα αγοράσαμε και τρόφιμα για τα οικοτροφεία (φασόλια, καλαμπόκι και ρύζι) τα οποία θα σίτιζαν περίπου 2.000 παιδιά...», μας είπε ο Δημήτρης Κουραμάς.
Η προμήθεια όλων αυτών έγινε με την οικονομική βοήθεια που πρόσφερε στην αποστολή ο Οδοντιατρικός Σύλλογος Λάρισας, η ΔΕΥΑΛ και πολλοί πολίτες της Λάρισας, μέσω του Συλλόγου «Φιλότης».
Οι Λαρισαίοι γιατροί, δούλεψαν σε επίπεδο πρωτοβάθμιας παροχής υγείας, ανακουφίζοντας τον πόνο των ανθρώπων, οι οποίοι ασταμάτητα συσσωρευόταν καθημερινά, έξω από το ιατρείο, ερχόμενοι από διάφορες κοντινές περιοχές.
Ασταμάτητα εργάζονταν κι αυτοί, ξεκινώντας από το πρώτο φως της ημέρας, μέχρι τη δύση του ήλιου και δίνοντας αγώνα με τον χρόνο, για να προσφέρουν τα ανθρωπίνως δυνατά.
«ΒΑΦΤΙΣΙΑ»
Νάμσυσι , Σεγκάουα, Μομπιρού , Σουμπούκα και Ναγκάουα, ήταν πλέον τα νέα τους ονόματα, όπως τους «βάπτισαν» οι ντόπιοι, τα παιδιά των οποίων με την αθώα τους περιέργεια δεν σταματούσαν να τους αγγίζουν και να τους χαϊδεύουν, με μια μεγάλη εντύπωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Όπως έμαθαν στη συνέχεια, τους άγγιζαν τόσο συχνά με απορία, για να διαπιστώσουν... πως ξέβαψαν!
Οι γιατροί έβλεπαν δεκάδες χαμόγελα την ημέρα, περιποιούνταν εκατοντάδες δόντια, γιάτρευαν, σταματούσαν τον πόνο, ενώ καμιά φορά πρόσφεραν τροφή στα εξαντλημένα και πεινασμένα παιδιά που είχαν έρθει από μακριά για να τους συναντήσουν.
Οι μέρες τελείωναν με μια γλυκιά ανακούφιση ότι και πάλι τα κατάφεραν να ανταποκριθούν και φυσικά να αποφύγουν τυχόν μόλυνσή τους από ασθενείς με έιτζ. Η δουλειά είχε μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας, καθότι οι φορείς στη χώρα αριθμούν μεγάλο πληθυσμό.
Στο πλαίσιο της οδοντιατρικής τους φροντίδας έκαναν και μαθήματα σε παιδιά, τόσο για την καλή στοματική υγεία, αλλά και για τις πρώτες βοήθειες.
«Αυτά που πήραμε, ήταν περισσότερα από αυτά που δώσαμε...», ήταν η κοινή διαπίστωση όλων των μελών της αποστολής, στον δρόμο της επιστροφής.
Μάτια παιδιών γεμάτα θαυμασμό, χαμόγελα ευτυχίας, υποκλίσεις τους ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τα όσα πρόσφεραν, το παράπονο του παπά που έλεγε ότι «θέλουμε να ξεφύγουμε από την κατάρα της ζητιανιάς», είναι εικόνες που έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα πλέον στη μνήμη τους και τις κουβαλούν στην καθημερινότητά τους, βλέποντας πλέον αλλιώς τον κόσμο.
Έφυγαν αφήνοντας πίσω τους έναν κόσμο που χτυπά δυνατά τα τύμπανα κάνοντας επικλήσεις σε καινούργιους θεούς, γιατί οι παλιοί αργούν να ανταποκριθούν(!), παρακαλώντας ίσως να έρθει γρήγορα η επόμενη βοήθεια των ανθρώπων που... ξέβαψαν!