ΑΘΗΝΑ
Την πόρτα των ιδιωτικών κλινικών για τα έκτακτα βαριά περιστατικά ασθενών χωρίς οικονομική επιβάρυνσή τους ανοίγει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια, μετά από εισήγηση του τέως εισαγγελέα Ιωάννη Τέντε, αποφάσισε ότι σε έκτακτες περιπτώσεις, στις οποίες κινδυνεύει η ζωή του ασθενούς και τα δημόσια νοσοκομεία δεν μπορούν να καλύψουν το περιστατικό, οι ιδιωτικές κλινικές υποχρεούνται να τους δέχονται με το τιμολόγιο νοσηλίων του δημοσίου.
Το θέμα ανακινήθηκε από μια ασθενή αγρότισσα, η οποία πριν λίγα χρόνια λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή της. Η γυναίκα υπέστη ανακοπή καρδιάς και παράλληλα προσεβλήθη από βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού.
Στο δημόσιο νοσοκομείο όπου την διακόμισαν, όμως, δεν υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι, με τους συγγενείς της να την μεταφέρουν αναγκαστικά σε ιδιωτικό ιατρικό κέντρο. Τα νοσήλια ανήλθαν στο ποσό των 22.500 ευρώ ενώ το αντίστοιχο αντίτιμο σε δημόσιο νοσοκομείο θα έφτανε τα 2.200 ευρώ.
Το Α1 τμήμα του Αρείου Πάγου είχε κρίνει ως αντισυνταγματική η ρύθμιση του Προεδρικού Διατάγματος κατά το σκέλος που επιβάλλει σε ιδιωτικές κλινικές τιμολόγιο νοσηλίων υπολειπόμενο του κόστους λειτουργίας τους, με την αιτιολογία ότι είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας.
Το επίμαχο Προεδρικό Διάταγμα αναφέρει: "Τα τιμολόγια νοσηλίων για ασφαλισμένους, καθώς και για ασθενείς των οποίων η δαπάνη νοσηλείας βαρύνει το Δημόσιο, σε περιπτώσεις έκτακτου εισαγωγής, εφαρμόζονται υποχρεωτικά από τις ιδιωτικές κλινικές και τα νοσηλευτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι σύμβαση μεταξύ τούτων και των ασφαλιστικών φορέων".
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου δικαστηρίου όμως, δέχτηκε τις θέσεις της αγρότισσας. Καταρχήν επισημαίνει ότι η καθιέρωση αναγκαστικού τιμολογίου για τα μη συμβεβλημένα θεραπευτήρια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το αυξημένο κόστος παραγωγής των υπηρεσιών τους, πάντα για τις έκτακτες και βαριές περιπτώσεις ασθενών, αποτελεί περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας για λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος.
Στη συνέχεια, τονίζεται ότι στο πλαίσιο της συνταγματικής αναλογικότητας, πρέπει να γίνει σύγκριση της δυνατότητας του κράτους να ανταποκριθεί στο καθήκον του για την προστασία της υγείας των πολιτών, που είναι συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό, και της προστατευόμενης από το Σύνταγμα οικονομικής δραστηριότητας.
Ο περιορισμός που συνεπάγεται το μέτρο αυτό για την οικονομική ελευθερία δεν είναι άξιος λόγους. "Δεν επάγεται σημαντική επιβάρυνση, έτσι ώστε να αξιώνεται, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, η προσφυγή του κρατικού μηχανισμού σε περίπλοκες διαδικασίες για την αντιστοίχηση του τιμολογίου προς τις πραγματικές δαπάνες λειτουργίας της επιχείρησης του κάθε μη συμβεβλημένου θεραπευτηρίου και συνακολούθως να γεννάται ασάφεια και αβεβαιότητα στις σχέσεις των εμπλεκομένων μερών" τονίζεται χαρακτηριστικά.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει περίπτωση προσβολής της αρχής της αναλογικότητας, ώστε σχετική ρύθμιση του Προεδρικού Διατάγματος να είναι αντισυνταγματική.