που θυμίζουν άλλες εποχές, εμφανίζονται οι ιδιοκτήτες μικροβιολογικών διαγνωστικών εργαστηρίων και στη Λάρισα και τάσσονται υπέρ της πρότασης του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου για αναστολή της σχετικής απόφασης για τα τεστ που αφορούν τον κορονοϊό.
Την ίδια ώρα κατατέθηκε χθες στη Βουλή η τροπολογία του Υπουργείου Ανάπτυξης για το πλαφόν στις τιμές των τεστ κορονοϊού, με την οποία συμπληρώνεται η νομοθεσία για τη διατίμηση αγαθών και υπηρεσιών απαραίτητων για την ασφάλεια του καταναλωτή εν μέσω πανδημίας.
Υπενθυμίζεται ότι ήδη έχει ανακοινωθεί η επιβολή ανώτατης τιμής χρέωσης για τη διενέργεια μοριακού ελέγχου RT-PCR για την ανίχνευση του κορονοϊού SARS-CoV-2, στα 40 ευρώ και η επιβολή ανώτατης τιμής χρέωσης για τη διενέργεια ταχείας δοκιμασίας για την ανίχνευση αντιγόνου του κορονοϊού SARS-CoV-2 (Rapid test), στα 10 ευρώ.
Το στίγμα των αντιδράσεων έδωσε την προηγούμενη Δευτέρα ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου, Ντίνος Γιαννακόπουλος, χαρακτηρίζοντας την απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης για ορισμό ανώτατης τιμής των τεστ ανίχνευσης κορονοϊού, χωρίς ανάλογη διατίμηση στις τιμές των υλικών, άδικη και ότι δε συμβαδίζει με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
«Η παροχή υπηρεσιών υγείας δεν μπορεί να βασίζεται σε clawback και διατιμήσεις και να οδηγεί τους εργαστηριακούς συναδέλφους σε μαρασμό προς όφελος εκείνων που μπορούν να επιβιώσουν» είχε δηλώσει ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου για να προσθέσει: «Αυτές οι πρακτικές είναι που οδήγησαν σήμερα ένα μεγάλο μέρος νέων γιατρών στο εξωτερικό και φυσικά δεν κινούνται -σε καμία περίπτωση- προς την κατεύθυνση επιστροφής τους».
Οι μικροβιολόγοι και βιοχημικοί της Λάρισας που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά της πανδημίας εξετάζοντας καθημερινά εκατοντάδες δείγματα συμφωνούν ότι η διατίμηση των ιατρικών πράξεων θα έχει σοβαρές υγειονομικές παρενέργειες απολύτως ανεπιθύμητες για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ δε λείπουν και οι προβληματισμοί για τη δυνατότητα κάποιων εργαστηρίων να συνεχίσουν την εξέταση δειγμάτων για κορονοϊό αν η δραστηριότητα είναι ζημιογόνα.
Η μικροβιολόγος ιδιοκτήτρια Μικροβιολογικού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας - Κυτταρογενετικής, κα Ράνια Σουλτούκη, δεν κρύβει τον προβληματισμό, αλλά και την απογοήτευσή της για την επιλογή της Κυβέρνησης που δείχνει, όπως υποστηρίζει, φιλολαϊκή, χωρίς να λαμβάνει το κόστος αυτής της επιλογής, αναιρώντας μάλιστα τη δική της απόφαση του προηγούμενου Μαρτίου που κοστολογούσε την εξέταση με τη μοριακή ανάλυση στα 85 ευρώ.
«Είμαστε προβληματισμένοι για τον τρόπο με τον οποίο θα συνεχίσουμε να βγάζουμε αξιόπιστα αποτελέσματα γιατί το κόστος της κάθε εξέτασης δεν είναι απλώς μια διαίρεση του κόστους των αντιδραστηρίων διά του αριθμού των εξετάσεων...» τονίζει χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι το κόστος διαμορφώνεται από σειρά παραγόντων, όπως ο τεχνολογικός εξοπλισμός, το πρόσθετο εξειδικευμένο προσωπικό, οι μονάδες λήψης δειγμάτων σε σπίτια, γραφεία, εργοστάσια με τη μισθοδοσία και την ασφάλειά τους, αλλά και τα πρωτόγνωρα μέτρα προστασίας -στολές, προσωπίδες, γάντια, απολυμαντικά κ.λπ.- προκειμένου να μη μολυνθούν οι επαγγελματίες. Η διατίμηση θέλει οι εξετάσεις να διενεργούνται κάτω από το κόστος, καταλήγει η κα Σουλτούκη και τάσσεται υπέρ της συνταγογράφησης των εξετάσεων, τόσο με τη μέθοδο του μοριακού ελέγχου, όσο και των rapid tests με τιμές όμως όχι κάτω των 70 και 20 ευρώ αντίστοιχα.
Από την πλευρά του ο μικροβιολόγος Γιώργος Ράπτης, ιδιοκτήτης έτερου Μικροβιολογικού εργαστηρίου, δέχεται ότι η διατίμηση αποφασίστηκε για να αντιμετωπιστούν φαινόμενα υπερβολικών χρεώσεων και εκμετάλλευσης και υποστηρίζει ότι η Πολιτεία θα μπορούσε να πριμοδοτήσει κάθε εξέταση με τη μέθοδο του μοριακού ελέγχου με 40 ευρώ και να αφήσει ελεύθερο τον ανταγωνισμό να λειτουργήσει.
Ο κ. Ράπτης συμφωνεί με την συνάδελφό της ότι η διατίμηση συμπιέζει σημαντικά το κέρδος επισημαίνοντας ότι η διατίμηση μπορεί να είναι ανεκτή από τα Εργαστήρια που εκτελούν την εξέταση, δηλαδή τα πολύ μεγάλα Εργαστήρια, και εκφράζει τους φόβους του ότι η κυβερνητική απόφαση θα οδηγήσει σε έκπτωση της ποιότητας υπηρεσιών υγείας, σε αύξηση των αστοχιών διάγνωσης κρουσμάτων SARS-CoV-2 και κατ’ επέκταση της ποιότητας των αποτελεσμάτων. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τον κανόνα της αγοράς που λέει ό,τι δίνεις παίρνεις!» καταλήγει χαρακτηριστικά.
Άλλος παράγοντας της αγοράς, που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, επέκρινε την Κυβέρνηση για την αυθαίρετη λήψη της απόφασης για διατίμηση, χωρίς προηγουμένως να εκπονήσει μελέτη για την ανάλυση του κόστους, προσθέτοντας ότι πολλοί συνάδελφοί του υπό αυτές τις συνθήκες θα υποχρεωθούν να διακόψουν την εξέταση δειγμάτων για τον εντοπισμό κορονοϊού, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις, με προφανή δυσμενή αποτελέσματα στα μικρά και μεσαία εργαστήρια, τα οποία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης από κοινού με τους κλινικούς γιατρούς και το Πρωτοβάθμιο Σύστημα Υγείας, για τον έλεγχο της διασποράς του νέου κορονοϊού.
Ένα ακόμα πρόβλημα στην αγορά, σύμφωνα με τα στελέχη των εργαστηρίων, αποτελεί η επιλογή κάποιων ιδιωτικών κλινικών και θεραπευτηρίων να οργανώσουν δικές τους ομάδες λήψης και εξέτασης δειγμάτων για rapid tests, προκειμένου να μειώσουν τις δαπάνες που κατέβαλαν στα ειδικά εργαστήρια.
Πρόκειται για τεράστιο λάθος που μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα αποτελέσματα, είτε θετικά, είτε αρνητικά, επηρεάζοντας τους μετρήσιμους δείκτες της πανδημίας, τονίζουν παράγοντες της αγοράς, εξηγώντας ότι η ανάλυση των δειγμάτων με τον μοριακό έλεγχο είναι η μόνη ενδεδειγμένη και έγκυρη μέθοδος για τους υγειονομικούς και τους ασθενείς και τροφίμους των κλινικών και των θεραπευτηρίων.