Η προοπτική επιστροφής των χρημάτων που ήδη κατέβαλε το Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας ως αποζημίωση στην οικογένεια ασθενούς, που κατέληξε στη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης, με τον καταλογισμό του συγκεκριμένου ποσού στον Λαρισαίο γιατρό –από τις πρώτες πανελλαδικά περιπτώσεις- προκαλεί έντονες ανησυχίες και αντιδράσεις στην ιατρική κοινότητα.
Ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Λάρισας Ντίνος Γιαννακόπουλος σε αποκλειστική δήλωσή του στην «Ε» κάνει λόγο για «εφιαλτικό σενάριο που άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά από την πόλη μας», αφού προηγουμένως ενημέρωσε τον πρόεδρο του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αθ. Εξαδάκτυλο, ο οποίος μεταβαίνει σήμερα στην Αθήνα για συναντήσεις με τους συναρμόδιους υπουργούς και με πρόθεση να φθάσει μέχρι και στο Μέγαρο Μαξίμου προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένα σοβαρό πρόβλημα των γιατρών του ΕΣΥ.
Την ίδια ώρα για την περίπτωση του Λαρισαίου γιατρού ενημερώθηκε και η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος, που προγραμματίζει τις δικές της κινήσεις στο Υπουργείο Υγείας, ενώ το θέμα αναμένεται να κυριαρχήσει και στη σημερινή γενική συνέλευση των γιατρών της ΕΙΝΚΥΛ, στις 2 το μεσημέρι στο αμφιθέατρο του Γενικού Νοσοκομείου.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ…
Η υπόθεση ξεκινά στις αρχές του 2003, όταν ασθενής εισάγεται σε κλινική του Γενικού Νοσοκομείου προκειμένου να αντιμετωπίσει χειρουργικά πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε. Λίγη ώρα μετά την έναρξη της χειρουργικής επέμβασης, την επομένη ημέρα της εισαγωγής της, παρουσιάστηκε επιπλοκή με αποτέλεσμα η ασθενής να καταλήξει παρά τις έντονες προσπάθειες των αναισθησιολόγων αλλά και γιατρών άλλων ειδικοτήτων να την κρατήσουν στη ζωή. Από τη δικαστική διερεύνηση των ευθυνών τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό αποδόθηκαν ευθύνες αποκλειστικά στο γιατρό, που κρίθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας από αμέλεια και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με αναστολή.
Παράλληλα, ο σύζυγος και τα δύο παιδιά της ασθενούς που κατέληξε στο χειρουργείο με αγωγή τους ζήτησαν από το Γενικό Νοσοκομείο αποζημίωση ύψους 1,2 εκατ. ευρώ και το 2013 το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο επιδίκασε στην οικογένεια χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 320 χιλιάδων ευρώ, ποσό που αυξήθηκε σε 550 χιλιάδες ευρώ με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, μετά την έφεση την οποία άσκησαν τόσο η πλευρά του Γενικού Νοσοκομείου όσο και η πλευρά της οικογένειας. Τελικώς το Γενικό Νοσοκομείο στα τέλη 2017 κατέβαλε στους δικαιούχους το επιδικασθέν ποσό της αποζημίωσης προσαυξανόμενο με τους αναλογούντες τόκους, συνολικά 850,6 χιλιάδες ευρώ.
Με την αίτησή του στο IV Τμήμα Ελεγκτικού Συνεδρίου ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας ζητά τον καταλογισμό του καταβληθέντος ποσού στον γιατρό που ανέλαβε τη χειρουργική επέμβαση και ακολούθως ο γιατρός στο ακροατήριο και στο πλαίσιο δημοσιονομικής δίκης να αποδείξει, προκειμένου να απαλλαγεί, ότι επρόκειτο για απλή και όχι βαριά αμέλεια -σε περιπτώσεις βαριάς ιατρικής αμέλειας στα νοσοκομεία, οι αποζημιώσεις σύμφωνα με τη νομοθεσία θα καταλογίζονται στους γιατρούς του ΕΣΥ από το Ελεγκτικό Συνέδριο και τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες και όχι στο δημόσιο νοσοκομείο.
ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑΤΡΩΝ
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Υπαλληλικού Κώδικα του 2007 ο υπάλληλος συνεπώς και ο γιατρός του ΕΣΥ ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε ζημιά την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαριά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Ο υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση, την οποία κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε δόλο ή βαριά αμέλεια. Ο υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις του.
Σε περίπτωση δόλου του υπαλλήλου, αυτός παραπέμπεται υποχρεωτικώς στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε περίπτωση βαριάς αμέλειας, αν ο υπάλληλος παραπεμφθεί, το Ελεγκτικό Συνέδριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, μπορεί να καταλογίσει σε αυτόν μέρος μόνο της ζημιάς που επήλθε στο Δημόσιο ή της αποζημίωσης που το τελευταίο υποχρεώθηκε να καταβάλει.
Στο νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ν. 4129/2013 άρθρο 68) προβλέπεται επίσης ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο μόνο σε περίπτωση ευθύνης από αμέλεια και ανάλογα με τις περιστάσεις δύναται να καταλογίσει στον υπάλληλο και για μέρος μόνο της θετικής ζημίας που επήλθε στο Δημόσιο.
Με αφορμή σχετική εγκύκλιο του τότε υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη, που ζητούσε πλήρη εφαρμογή του νομικού πλαισίου για τις επιδικασμένες αποζημιώσεις στις αρχές 2018, ο πρώην βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής Κώστας Μπαργιώτας είχε θέσει το θέμα της αστικής ευθύνης των γιατρών του ΕΣΥ δίνοντας μια αναλυτική περιγραφή όσων ισχύουν στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με όσα υποστήριζε ο Λαρισαίος γιατρός του ΕΣΥ, ιατρικά σφάλματα (medical mal practice) γίνονται στα νοσοκομεία όλου του κόσμου. Στην Ελλάδα υποχρεωτική είναι, πρακτικά, η ασφάλιση στον ιδιωτικό τομέα. Αντίθετα, στις περισσότερες χώρες (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία) η ασφάλιση είναι υποχρεωτική, ενώ υπάρχουν χώρες, όπως η Ολλανδία, που δεν επιβάλλεται από τον νόμο, αλλά από τα ίδια τα νοσοκομεία. Στην πράξη, γιατρός δεν αγγίζει ασθενή, εάν δεν έχει σύμβαση αστικής ευθύνης.
Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι στις χώρες αυτές τείνει να επικρατήσει ως κριτήριο επιμελούς ή μη ιατρικής συμπεριφοράς η αναγωγή στα standards του ιατρικού επαγγέλματος, δηλαδή στο σύνολο των προδιαγραφών ποιότητας, στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνεται σε ορισμένη περίπτωση η παροχή των ιατρικών υπηρεσιών. Η καθιέρωση του επαγγελματικού προτύπου ως κριτήριο, για να κριθεί η ύπαρξη ιατρικού σφάλματος και ν’ αξιολογηθεί η συμπεριφορά του γιατρού ως αμελής, συνδέεται με τη θεώρηση της ευθύνης του γιατρού ως επαγγελματικής ευθύνης.
Επίσης, στις χώρες αυτές έχει θεσμοθετηθεί και λειτουργεί αναγκαστική προδικαστική διαδικασία σε περίπτωση ιατρικού λάθους, της οποίας επιλαμβάνεται συμβούλιο εμπειρογνωμόνων που απαρτίζεται από γιατρούς εγνωσμένου κύρους. Εάν το Συμβούλιο αποφανθεί ότι υπήρξε δόλος ή βαριά αμέλεια, τότε η υπόθεση άγεται ενώπιον της τακτικής δικαιοσύνης. Αντίθετα, εάν το Συμβούλιο αποφανθεί αρνητικά, η υπόθεση οδηγείται στο αρχείο. Όπως γίνεται αντιληπτό, με τους τρόπους αυτούς προστατεύεται και ο ασθενής από αμελή ιατρική συμπεριφορά, αλλά και ο γιατρός από «βιομηχανία αγωγών και μηνύσεων».
Επιπλέον, στις χώρες αυτές οι γιατροί αμείβονται με υψηλούς μισθούς, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στην πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση της ασφάλισης, και στις περισσότερες περιπτώσεις τα Δημόσια Ευρωπαϊκά Συστήματα Υγείας αναλαμβάνουν τη μέριμνα και τη δαπάνη της ασφάλισης. Αντίθετα, στο ΕΣΥ δεν υπάρχουν standards (οι γιατροί παλεύουν μόνοι με αυταπάρνηση να κρατήσουν όρθια τα νοσοκομεία) ούτε θεσμικό πλαίσιο που να διασφαλίζει τόσο τα δικαιώματα και την ασφάλεια των ασθενών όσο και των γιατρών. Η εγκύκλιος του Υπουργείου Οικονομικών αφήνει τους γιατρούς έκθετους σε μια βιομηχανία αγωγών και μηνύσεων χωρίς νομική και ασφαλιστική κάλυψη.
Ο ΙΑΤΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
Με αφορμή την αίτηση του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τον καταλογισμό του ποσού των 850 χιλιάδων ευρώ στον νοσοκομειακό γιατρό για επιπλοκή σε ιατρική πράξη μετά από 17 χρόνια, ο Ιατρικός Σύλλογος Λάρισας εκφράζει την έντονη ανησυχία του για «ένα εφιαλτικό σενάριο που άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά από την πόλη μας» και με αποκλειστική δήλωσή του στην «Ε» ο πρόεδρός του τονίζει ότι θα συμπαρασταθεί με κάθε τρόπο στον δοκιμαζόμενο γιατρό.
Όπως αναφέρει στη δήλωσή του ο κ. Ντίνος Γιαννακόπουλος: «Η ενεργοποίηση των νομικών διατάξεων με την εγκύκλιο Χουλιαράκη, η οποία προβλέπει ότι οι νοσοκομειακοί γιατροί θα καλούνται να καταβάλλουν από την τσέπη τους και όχι το νοσοκομείο τις αστικές αποζημιώσεις σε περιπτώσεις επιπλοκών αποτελεί τη χαριστική βολή στην ομαλή λειτουργία των υποχρηματοδοτούμενων και υποστελεχωμένων νοσοκομείων.
Οι ανεξέλεγκτες παραπομπές γιατρών χωρίς κανέναν φραγμό για περιπτώσεις ιατρικής αμέλειας ήδη άρχισε να παίρνει «βιομηχανικούς» ρυθμούς. Η δικαιολογημένη ανασφάλεια δε των συναδέλφων μας που καλούνται να εργάζονται κάτω από πίεση και με τον πέλεκυ να κρεμιέται πάνω από το κεφάλι τους θα επιφέρει οδυνηρές επιπτώσεις στην περίθαλψη τόσο στον ίδιο τον ασθενή που θα «φορτώνεται» με πολλαπλάσιες διαγνωστικές εξετάσεις και άρα καθυστερήσεις στη διάγνωση και θεραπεία όσο και στο σύστημα υγείας, που θα χρεώνεται γι΄ αυτή την περιττή γραφειοκρατία.
Θα πρέπει οι αρμόδιοι υπουργοί να μεριμνήσουν ώστε να «απελευθερώσουν» τον συνάδελφο από έναν πιθανό καταλογισμό της δυσβάσταχτης αποζημίωσης και παράλληλα να δρομολογήσουν τις διαδικασίες για τη θωράκιση των γιατρών του ΕΣΥ αναφορικά με την αστική τους ευθύνη».
Του Δημ. Κατσανάκη