Όπως σημειώνει σε ανακοίνωσή του «Από τον περασμένο Ιούλιο που έληξε η «πρώτη φάση» των εργασιακών σχέσεων με σταθερή μηνιαία αμοιβή, πέρασαν ήδη αυτόματα στη «δεύτερη φάση» με αμοιβή ανάλογη με τον αριθμό των συμπολιτών μας που θα τους προτιμούσε (0,75€ κατά μέσο όρο και κατά κεφαλήν περίπου και ανάλογα με τα ηλικιακά όρια). Δυστυχώς, κανένας γιατρός απ’ όσους απέμειναν και συνεχίζουν δεν έχει πληρωθεί ακόμη, καθόσον η καταγραφή των δεδομένων προτίμησης στο σύστημα δεν έχει οριστικοποιηθεί (!). Χώρια δε που με την αλλαγή της ηγεσίας στο Υπ. Υγείας, καλλιεργήθηκαν οι προσδοκίες για αλλαγή και στη λειτουργία του θεσμού του οικογενειακού γιατρού, με αποτέλεσμα οι πολίτες να σταματήσουν να εγγράφονται στους καταλόγους προτίμησης γιατρών.
Καλούμε την ηγεσία του Υπ. Υγείας να δει το θέμα με τη δέουσα σοβαρότητα, να αποφασίσει για την τύχη του οικογενειακού γιατρού στην ΠΦΥ και να δώσει άμεσες λύσεις, προς όφελος των ασθενών και των λειτουργών υγείας. Επίσης, καλούμε τον ΠΙΣ να επικαιροποιήσει την πρότασή του για την ΠΦΥ και να διεκδικήσει την αποδοχή της από τους κυβερνητικούς αρμόδιους.
Στο ίδιο καθεστώς ομηρίας, όμως, βρίσκονται και οι 600 περίπου επικουρικοί γιατροί που υπηρετούν στα δημόσια νοσοκομεία και των οποίων οι συμβάσεις λήγουν μέχρι τέλους του 2019 (των 285 λήγουν τέλος Νοεμβρίου). Οι επικουρικοί γιατροί εξυπηρετούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες στα ήδη υποστελεχωμένα νοσοκομεία, η δε μισθοδοσία τους καλύπτεται από τα προγράμματα ΕΣΠΑ.
Ζητάμε να μην χαθούν οι θέσεις αυτές των επικουρικών γιατρών, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου πολλά νοσοκομεία λειτουργούν οριακά. Επ’ ουδενί όμως ο θεσμός των επικουρικών γιατρών δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις μόνιμες προσλήψεις, οι οποίες πρέπει να επιταχυνθούν» καταλήγει η ανακοίνωση του Ιατρικού Συλλόγου.