Η «Ε» επιχειρεί να δώσει την εικόνα της λειτουργίας των δύο Μονάδων με αφορμή την παρουσίαση ειδικής μελέτης επιπολασμού «ΕΠΙΓΝΩΣΗ» στο πρόσφατο 17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εντατικής Θεραπείας.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2017 και αφορούσε στην καταγραφή μιας ημέρας με στόχο την πολυδιάστατη περιγραφή του βαρέως πάσχοντος ασθενή που νοσηλεύεται στις Κλινικές Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Συμμετείχαν συνολικά εξήντα δύο Κλινικές Εντατικής Θεραπείας από εξήντα ένα νοσοκομεία της χώρας, στις οποίες περιλαμβάνονται επτά Κλινικές Εντατικής Θεραπείας Παίδων σε επτά νοσοκομεία αντίστοιχα. Από τη Λάρισα συμμετείχε η ΜΕΘ του Γενικού Νοσοκομείου. Η καταγραφή αφορούσε στοιχεία για τη διαθεσιμότητα των κλινών, τη νοσηλευτική στελέχωση ανά βάρδια, τη βαρύτητα της νόσου, την υποστήριξη με μηχανικό αερισμό, την ύπαρξη λοιμώξεων, την έκβαση της θεραπείας του ασθενή. Τη διεξαγωγή της μελέτης χρηματοδοτεί η Ελληνική Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας και θα πραγματοποιείται στο μέλλον μία φορά τον χρόνο.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας οι κενές κλίνες κυμάνθηκαν από 31% στις Κλινικές Εντατικής με λιγότερα από επτά κρεβάτια, μέχρι 12% σε Κλινικές με περισσότερα από εννέα κρεβάτια ενώ ο μέσος όρος κλειστών κλινών κυμάνθηκε στο 35%. Ανά νοσηλευτή αναλογούν δύο ασθενείς στην πρωινή βάρδια και τρεις ασθενείς στη νυχτερινή βάρδια. Καλύτερη εικόνα παρουσιάζουν οι Κλινικές Εντατικής στα στρατιωτικά νοσοκομεία και γεωγραφικά οι Κλινικές στη Θεσσαλονίκη και στις υπόλοιπες επαρχιακές πόλεις, σε σχέση με την Αθήνα. Το 80% των ασθενών που εισήχθησαν στις Κλινικές Εντατικής Θεραπείας έχρηζαν διασωλήνωσης, ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από τις μελέτες που αναφέρονται στον πληθυσμό της Β. Ευρώπης και της Αμερικής.
Ο χρόνος αναμονής για την εισαγωγή του ασθενή σε Κλινική Εντατικής Θεραπείας στην Αθήνα ήταν 24 ώρες ενώ σε αντίστοιχη Μονάδα στη Θεσσαλονίκη από 2 έως 4 ώρες. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 63,7 έτη και το 64% αυτών ήταν άνδρες. Το 78% των ασθενών είχαν λοίμωξη και σχεδόν το σύνολο λάμβανε αντιβιοτικά. Η μέση θνητότητα των ασθενών ήταν περίπου 20%, αν ο ασθενής έβγαινε από την Κλινική, σε διάστημα τριών εβδομάδων με σταδιακή αύξηση στο 37%, εάν ο ασθενής παρέμενε στη ΜΕΘ πέρα από τριάντα ημέρες.
Η έλλειψη νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού, όπως συμπεραίνεται από τη μελέτη των αποτελεσμάτων της έρευνας, είναι η σημαντικότερη αιτία που ένα ποσοστό των κρεβατιών στις Κλινικές Εντατικής Θεραπείας παραμένουν κλειστά ενώ σημαντικά προβλήματα επίσης αποτελούν οι αποσπάσεις των ιατρών της Εντατικής καθώς και η έλλειψη εξειδικευομένων ιατρών Εντατικής.
ΣΤΗ ΜΕΘ ΤΟΥ ΓΝΛ
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Αθήνα, όπου ο χρόνος αναμονής ενός ασθενούς που χρήζει άμεσα νοσηλείας σε Μονάδα φθάνει ακόμα και τις 24 ώρες, στη Λάρισα η αναμονή είναι μηδενική καθώς αν παραστεί ανάγκη ο ασθενής μεταφέρεται άμεσα από την κλινική στη Μονάδα και σε περίπτωση που δεν υπάρχει κρεβάτι διακομίζεται όπου υπάρχει, τονίζει ο διευθυντής της ΜΕΘ του ΓΝΛ κ. Απ. Κομνός, η Μονάδα του οποίου συμμετείχε στην έρευνα.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας ο κ. Κομνός επισημαίνει ότι τα προβλήματα στη στελέχωση των ΜΕΘ συνδέονται άμεσα με το γεγονός ότι δεν υπάρχει πλέον ιατρικό προσωπικό που να επιθυμεί να εξειδικευθεί στην Εντατική Ιατρική – εξειδίκευση σ΄ αυτή μπορούν να πάρουν οι παθολόγοι, οι χειρούργοι, οι καρδιολόγοι, οι πνευμονολόγοι, οι νεφρολόγοι και οι αναισθησιολόγοι μετά από δύο χρόνια σε ΜΕΘ.
Στη ΜΕΘ του ΓΝΛ υπηρετούν 7 γιατροί για να καλύψουν τις ανάγκες 16 κρεβατιών -8 της ΜΕΘ και 8 της ΜΑΦ που λειτουργεί ως ΜΕΘ- με αποτέλεσμα η Μονάδα να αντιμετωπίζει κάθε μήνα τον κίνδυνο να μην μπορεί να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των εφημεριών. Αντίθετα, οι 42 νοσηλεύτριες (2,6 νοσηλεύτριες ανά κρεβάτι) είναι κάτω από το αναγκαίο ποσοστό διεθνώς αλλά καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες της Μονάδας.
Με τους δείκτες της Μονάδας να είναι καλύτεροι από τον μέσο όρο της χώρας ο κ. Κομνός αναδεικνύει την απουσία ενός συστήματος υποδοχής των ασθενών μετά τη νοσηλεία τους στην Κλινική Εντατικής Θεραπείας, όπως είναι οι Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας και τα Δημόσια Κέντρα Αποκατάστασης, όπου μπορούν να νοσηλευθούν με μικρότερο κόστος ασθενείς που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ δεσμεύοντας κρεβάτια ενώ τάσσεται υπέρ της διαμόρφωσης μικρών Μονάδων Αυξημένης Φροντίδας στις κλινικές.
ΣΤΗ ΜΕΘ ΤΟΥ ΠΓΝΛ
Από την πλευρά του ο καθηγητής Εντατικής Θεραπείας και διευθυντής της ΜΕΘ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου κ. Επ. Ζακυνθινός επισημαίνει ότι η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού ευθύνεται για τα 8 κλειστά κρεβάτια από τα 20 συνολικά που διαθέτει η Μονάδα.
Στη ΜΕΘ υπηρετούν 34 νοσηλεύτριες (2,7 νοσηλεύτριες ανά κρεβάτι) με τον κ. Ζακυνθινό να επισημαίνει ότι τα 12 σε λειτουργία κρεβάτια να μην μπορούν να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες ενώ θεωρεί ότι ακόμα και αν λειτουργήσει το σύνολο των κρεβατιών, ο αριθμός αυτός υπολείπεται από τον αναγκαίο αριθμό με βάση τον αριθμό των συνολικών κρεβατιών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου –ο καθηγητής Εντατικής Θεραπείας εκτιμά ότι η ΜΕΘ έπρεπε να διαθέσει 30 κρεβάτια που αντιστοιχούν λίγο κάτω από το 5% των συνολικών κρεβατιών του νοσηλευτικού ιδρύματος.
Παράλληλα ο κ. Ζακυνθινός δεν κρύβει τον προβληματισμό του για τις ελλείψεις σε μηχανήματα και κάνει λόγο για παλιό εξοπλισμό, που χρήζει ανανέωσης καθώς έχει παρέλθει ο χρόνος επισκευής τους από τις κατασκευάστριες εταιρείες σε περιπτώσεις προβλημάτων ενώ έχει δρομολογηθεί η προμήθεια εξοπλισμού και νέων μόνιτορ μέσω του ΕΣΠΑ.
Όσον αφορά στη δυνατότητα ενός συστήματος υποδοχής των ασθενών μετά τη νοσηλεία τους στην Κλινική Εντατικής Θεραπείας, όπως είναι οι Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας και τα Δημόσια Κέντρα Αποκατάστασης, να λύσουν προβλήματα των ΜΕΘ ο κ. Ζακυνθινός υποστηρίζει ότι δεν θα έλυνε τα υπάρχοντα προβλήματα καθώς πολλοί ασθενείς από τα Κέντρα Αποκατάστασης επανέρχονται για νοσηλεία στις ΜΕΘ ενώ διαφωνεί πλήρως στην προοπτική λειτουργίας μικρών Μονάδων Αυξημένης Φροντίδας στις κλινικές.
«Η άποψη που υποστηρίζει τη λειτουργία μικρών ειδικών μονάδων ΜΑΦ χαμηλού επιπέδου στις κλινικές εξυπηρετεί άλλα συμφέροντα…» δηλώνει κατηγορηματικά.
Του Δημ. Κατσανάκη