Προφανώς, με τέτοιου είδους διαχείριση, οι αντίστοιχοι αρμόδιοι υπουργοί εκείνης της περιόδου θα ήταν μάλλον απίθανο να κάνουνεπιτυχημένη καριέρα στον υγιή και ιδιαίτερα ανταγωνιστικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Αντιθέτως, στην πολιτική, όχι μόνο έκαναν και ακόμη συνεχίζουν να κάνουν καριέρα αλλά, κάποιοι εξ αυτών, προήχθησανείτε στο κόμμα και στη Βουλή είτε σε πολύ καλά αμειβόμενες ευρωπαϊκές θέσεις.
Δεν έχουμε καμία απολύτως πρόθεση να αναφερθούμε στην ουσία του αμφιλεγόμενου -ως προς τον τρόπο και ως προς το χρόνο εμφάνισης- σκανδάλου της πολυεθνικής φαρμακευτικής εταιρίας Novartis ούτε στην ενδεχόμενη εμπλοκή πολιτικών ή άλλων προσώπων σε αυτό. Εν τούτοις δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ότι το ελληνικό στοίχημα επιβίωσης, στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και στο ανταγωνιστικό γήπεδο της παγκοσμιοποίησης, είναι ένα πολύ δύσκολο στοίχημα το οποίο έχει μακρύ δρόμο ακόμη μπροστά του για να πούμε ότι έχει κερδηθεί.
Αυτό το στοίχημα, ασφαλώς, δεν μπορεί να κερδηθεί με όρους διαφθοράς και διαπλοκής, με όρους φαβοριτισμού, κομματισμού και υπονόμευσης της αυτονομίας των θεσμών και με όρους πελατειακού κράτους και εν γένει κακής διακυβέρνησης. Γι’ αυτό θεωρούμε πως δεν είναι αρκετό το να βγούμε ακόμη και με «καθαρό» τρόποαπό τα μνημόνια τον ερχόμενο Αύγουστο. Πολύ δε περισσότερο που τα πράγματα θα γίνονται ακόμη δυσκολότερα όσο θα συνεχίζεται η υποτιμητική για τους πολίτες πρακτική των κομμάτων να εξαντλούν τη δυναμική τους σε επικοινωνιακά τεχνάσματα, σε τηλεοπτικές «κοκορομαχίες» και σε τεχνητές πολώσεις αντί να προσπαθούν συνεχώς για το «χτίσιμο» ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.
Διότι, αν συνεχίσουμε να πορευόμαστε κατ’ αυτό τον τρόπο, η χώρα θα βρίσκεται διαρκώς σε ιστορική αμηχανία,ταλαντευόμενη μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, στην προσπάθειά της να σταθεροποιηθεί στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο σύμπαν.Δίχως, όμως, πυξίδα και χωρίς σχέδιο πλοήγησης είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθεί κάποια στιγμή και πάλι σε μια νέα -την όγδοη κατά σειρά- χρεοκοπία. Ίσως την τελευταία και μοιραία.
Επιπροσθέτως, σε μια περίοδο εξαιρετικά κρίσιμη για τα εθνικά θέματα, η -χωρίς μέτρο- χρήση των μεθόδων της τεχνητής «πόλωσης» συντηρεί αφενός «ενεργό» το ρήγμα του εμφυλίου, εγκλωβίζει την κοινωνία μας στο διχασμό και στην ακινησία και οδηγεί αφετέρου σε περαιτέρω θρυμματισμό το πολιτικό μας σύστημα. Επίσης, ηπροσπάθεια επίτευξης κομματικών στόχων-μέσω των κινητοποιήσεων για τα εθνικά θέματα από την πλευρά -κυρίως- της αντιπολίτευσης και η υπερβολική «αξιοποίηση» των υπαρκτών σκανδάλωνεκ μέρους της κυβέρνησης-νοθεύει το πολιτικό παίγνιο και οδηγεί στην απώλεια της κοινής λογικής ως εργαλείου ανάλυσης και αντιμετώπισης των προβλημάτων.
Όταν, όμως, χάνεται το μέτρο και η κοινή λογική, τότε, στο εσωτερικό μέτωπο, οι «δυνάμεις της παρακμής» βρίσκουν κατάλληλο έδαφος να επιτύχουν τους στόχους τους σε βάρος του υγιούς ανταγωνισμού αλλά και σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος όπως π.χ. συνέβη με το σκάνδαλο Novartis. Παρομοίως, όταν οι εντός Ελλάδας -κατά το παρελθόν αλλά και τώρα- κομματικοί ανταγωνισμοί ξεπερνούν τα λελογισμένα όρια, οι κακόβουλοι γείτονες, στο εξωτερικό μέτωπο, βρίσκουν την ευκαιρία να επεκτείνονται σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Άλλωστε, αυτά τα δύο θέματα είναι αλληλένδετα. Δηλαδή, η εσωτερική αποδυνάμωση (οικονομική, κοινωνική, πολιτική), εξαιτίας της εφαρμογής λανθασμένων πολιτικών στους αντίστοιχους τομείς, είναι βέβαιο πως έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην αποτρεπτική ισχύ της χώρας.
Ως εκ τούτων, δεν πρέπει να θεωρούμε παράξενο που κατά τα τελευταία100 χρόνιαγινόμαστε μάρτυρες της διαρκούς συρρίκνωσης του εθνικού μας status παρά τις αναμφισβήτητες επιτυχίες-σταθμούς όπως ήταν πχ. η ένταξη της Ελλάδας και της Κύπρου στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Τη συρρίκνωσή μας αυτή πιστοποιούν:η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και η δραματική μείωση του ελληνισμού της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922), των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945), της Πόλης (1955), της Κύπρου (1974) και ημαζική φυγήτων Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου στις μέρες μας. Το μαρτυρά και ο «εξοστρακισμός» του πλέον δυναμικού τμήματος της κοινωνίας μας τόσο κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 όσο και κατά τη διάρκεια της τωρινής κρίσης.
Για την κατάσταση αυτή, με μια δόση κυνικού ρεαλισμού, ο ιδιοφυής στοχαστής Παναγιώτης Κονδύλης το 1997 στο έργο του «Θεωρία Πολέμου» έγραψε: «Οι εθνικές αυτές ζημιές είναι στο σύνολό τους σχεδόν μη αναστρέψιμες και το ελληνικό κράτος ούτε στο παρελθόν ήταν ικανό αλλά ούτε και τώρα δείχνει ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή και τον αφανισμό του». Και συνεχίζει: «το ελληνικό δίλημμα στο επόμενο διάστημα θα είναι: δορυφόροι της Τουρκίας με ειρήνη ή συντριβή με πόλεμο. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού απαιτεί την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια».
Η πατρίδα μας, δυστυχώς, φαίνεται ότι μετατρέπεται,σταδιακώς, σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα-όχι μόνο διότι κάποια από αυτά εκχωρούνται στις Βρυξέλλες -και η στάση της γίνεται ολοένα και πιο παθητική.Η έλλειψη δυνατότητας για ουσιαστική αντίδρασή μας απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της γείτονος χώρας του απρόβλεπτου Ταγίπ Ερντογάν γίνεται ολοένα και πιο φανερή. Τείνουμε, όντως, να μετατραπούμε σε γεωπολιτικό δορυφόρο της Τουρκίας εξ αιτίας του ότι στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, στην περίοδο των «παχιών αγελάδων», αντί να σχεδιάζουμε και να οργανώνουμε το μέλλον, βυθισθήκαμε,όλοι μας, στον άκρατο ευδαιμονισμό του παρασιτικού καταναλωτισμού ο οποίος μας οδήγησε στη χρεοκοπία.
Οι D. Acemoglou και J. Robinson στο έργο τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» συνδέουν τα επιτυχημένα έθνη με τη λειτουργία των λεγόμενων ανοιχτών συμμετοχικών, πλουραλιστικών θεσμών. Εκείνων δηλαδή των θεσμών που ανοίγουν το παιχνίδι σε κατά το δυνατόν ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας και εξασφαλίζουν ίσους όρους ανταγωνισμού σε αντίθεση με εκείνους τους θεσμούς («κλειστούς») που διέπονται από τη λογική του προνομιακού προστατευτισμού (π.χ. για ορισμένα κλειστά επαγγέλματα) και της απόσπασης πόρων από ένα τμήμα της κοινωνίας σε όφελος κάποιου άλλου. Η δική μας περίπτωση, υπό το πρίσμα των δύο ερευνητών, από την οργάνωση του Δημοσίου και το ρόλο του συνδικαλισμού έως τη διαπλοκή επιχειρηματικότητας και πολιτικής και έως την παραχώρηση προνομίων σε ομάδες μικρών ή μεγάλων συμφερόντων αποτελεί χαρακτηριστικόπαράδειγμα ενός αποτυγχάνοντος έθνους.
Εξάλλου, όπως θα έλεγε και πάλι ο ΠαναγιώτηςΚονδύλης: «οι μετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να αντιμετωπίσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης όπως είναι αυτά της σημερινής Ελλάδας. Ουσιαστικά βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής μας ευθανασίας υπό τον όρο να μην έχει κανείς την άμεση ευθύνη». Ή όπως, από μια άλλη σκοπιά μας λέει-δια στόματος Θανάση Βέγγου-ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στο «Βλέμμα του Οδυσσέα»: «Η Ελλάδα πεθαίνει, πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας…».
Από τον Δημήτρη Νούλα
Ο Δημήτρης Νούλας είναι Χημικός