Όπως συμβαίνει με τα σημαντικότερα ηθικά προβλήματα, ως κοινωνία προτιμάμε να μην το συζητάμε ανοιχτά, αφήνοντας το όμως, έτσι, να κακοφορμίζει μέσα σε μια ριζική σύγκρουση αντίθετων επίσημων απόψεων. Από τη μια, ο Νόμος αποδέχεται σε μεγάλη έκταση ότι μια έγκυος μπορεί να μεταχειρίζεται το σώμα της σύμφωνα με τις επιθυμίες της, έχει δηλαδή αυτονομία επιλογών και για την εξέλιξη της κυοφορίας. Από την άλλη, η Εκκλησία, επισημαίνοντας την ανθρώπινη ιδιότητα του εμβρύου «εξ άκρας συλλήψεως» -δηλαδή από τη στιγμή που γονιμοποιείται το ωάριο-, αρνείται αυτή την αυτονομία, καθώς μπορεί να καταλήξει στην καταστροφή μιας ανθρώπινης ζωής.
Η διατυπωμένη ηθική της Πολιτείας βρίσκεται, λοιπόν, σε διάσταση με εκείνην της Εκκλησίας. Τέτοια διάσταση υπάρχει σε πολλά θέματα που αφορούν «βαθιές» πεποιθήσεις, δεν είναι μάλιστα φαινόμενο της εποχής μας ούτε, βέβαια, ελληνική πρωτοτυπία: από την εμφάνιση του νεωτερικού κράτους, οι ηθικές αντιλήψεις που αυτό υιοθέτησε, ήταν διακριτές (και συχνά ήλθαν σε σύγκρουση) με τις κρατούσες θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Οι ελευθερίες της συνείδησης και της έκφρασης αποτελούν θεμελιώδη συστατικά των δημοκρατικών κοινωνιών. Έστω και αν όλοι δεσμευόμαστε από τους νόμους, καθένας μπορεί να πιστεύει ότι ένας νόμος κάνει λάθος και μάλιστα έχει δικαίωμα να εκφράζει αυτή την άποψη δημόσια. Το ίδιο δικαίωμα έχουν και όσοι βρίσκουν σωστό τον ίδιο νόμο, διεκδικώντας την εφαρμογή των επιλογών που τους παρέχει. Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι τόσο η άποψη των αναισθησιολόγων της Σάμου όσο και αυτή μιας γυναίκας που ζει στο νησί και νόμιμα θέλει να διακόψει την εγκυμοσύνη της, είναι απόψεις σεβαστές, αν και αντίθετες. Όμως, εκείνος που κινδυνεύει να βγει χαμένος από την αντίθεση αυτή είναι η γυναίκα. Γιατί, για εκείνην, δεν έχει κανένα νόημα να σεβαστούμε απλώς την άποψή της, όσο το να βρεθεί τρόπος να διακόψει μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, ευχέρεια που της παρέχει ο νόμος. Αυτό ακριβώς είναι που επείγει τώρα να εξασφαλισθεί από μια Πολιτεία που σέβεται τους νόμους της, ανεξάρτητα από την ουσία των αντιτιθέμενων απόψεων.
Αλλά, μήπως πρέπει να δούμε κάποτε και αυτή την ουσία; Μήπως να συζητήσουμε ανοιχτά για το αν μια γυναίκα πρέπει ή όχι να ελέγχει απόλυτα το σώμα της υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και όταν μέσα της αναπτύσσεται μια νέα ζωή;
Ίσως είναι χρήσιμο να εξετάσουμε εδώ δύο ζητήματα που δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει η άποψη των αντίπαλων των αμβλώσεων.
-Πρώτον, ακόμη και αν δεχθεί κανείς ότι το έμβρυο είναι «πλήρης» άνθρωπος με τα δικαιώματα που απολαμβάνουν όλοι, αυτό δεν σημαίνει ότι η αξία του αποκτά προτεραιότητα απέναντι στην αξία της γυναίκας που το κυοφορεί. Η ανάπτυξή του ακόμη και παρά τη θέληση της τελευταίας, ουσιαστικά τη μετατρέπει σε «μέσον», σε απλή «μηχανή αναπαραγωγής», παραβιάζοντας τη δική της πια ανθρώπινη ιδιότητα.
-Δεύτερον, μια συνεπής αντίθεση στην άμβλωση δεν θα δεχόταν εξαιρέσεις, ούτε και στις περιπτώσεις που κινδυνεύει η ζωή ή η υγεία της γυναίκας. Πράγματι, αν το έμβρυο είναι «ίσο» με εκείνην, γιατί να μην προτιμηθεί η δική του επιβίωση από μια βλάβη της υγείας ή και από την ίδια τη ζωή της μελλοντικής του μητέρας; Όταν πρόκειται για τη διακινδύνευση της ανθρώπινης ζωής, δικαιούμαστε να έχουμε «προτιμήσεις»; Πολύ περισσότερο, όταν δεν κινδυνεύει η ζωή, αλλά η υγεία της γυναίκας, μπορούμε να της δίνουμε προτεραιότητα σε σχέση με το σημαντικότερο αγαθό της ζωής του «ίσου» εμβρύου; Ας σημειώσουμε ότι ειδικά η εξαίρεση αυτή -της αποδεκτής άμβλωσης, όταν υπάρχει κίνδυνος για την υγεία της γυναίκας- μπορεί να υπονομεύσει στην πράξη την αντίρρηση των αναισθησιολόγων. Γιατί, ποιος θα κρίνει τη «σοβαρότητα» του κινδύνου για την υγεία ή ποιος θα ισχυριστεί ότι μια πιθανή βλάβη στην ψυχική υγεία (π.χ. μια κατάθλιψη από τη συνέχιση της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης) δεν δικαιολογεί την άμβλωση;
Τα λογικά αυτά αδιέξοδα δείχνουν, αντίστοιχα, ότι η αντίθετη άποψη που υποστηρίζει την αυτονομία της γυναίκας είναι συνεκτική, ακριβώς επειδή βασίζεται σε μια ισχυρή έννοια της ανθρώπινης αξίας. Η τελευταία δεν είναι δεδομένη «εξ άκρας συλλήψεως», αποκτάται σταδιακά και ολοκληρώνεται με τη βιολογική απεξάρτηση του νεογνού από τον οργανισμό της μητέρας. Από τη στιγμή όμως που θα ολοκληρωθεί, δεν επιδέχεται σχετικοποιήσεις και εξαιρέσεις: είναι η ασπίδα μας απέναντι σε κάθε μορφής κακομεταχείριση, βασανισμό, εργαλειοποίηση ή άλλη εκμετάλλευση. Και πέρα από αυτό: είναι η βάση της αυτονομίας, των επιλογών να σχεδιάζουμε ελεύθερα τη ζωή που εμείς -κι όχι άλλοι- θέλουμε να ζήσουμε.
Εδώ έγκειται, τελικά, το δικαίωμα της επιλογής: ποιος αποφασίζει πώς θα ζούμε!...
Του Τάκη Βιδάλη
*Ο Τάκης Βιδάλης είναι Συνταγματολόγος, επιστημονικός συνεργάτης της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής.