Επιστημονική ομάδα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου «Johns Hopkins» στη Βαλτιμόρη, με επικεφαλής την Δρ Ρεμπέκα Γκότεσμαν, μελέτησε στοιχεία για σχεδόν 350 άτομα που είχαν αναλυτικά στοιχεία για την καρδιακή τους υγεία από το 1987. Κατά μέσο όροι οι συμμετέχοντες ήταν 52 ετών στην αρχή της μελέτης, το 60% ήταν γυναίκες και το 43% αφρο-αμερικανοί. Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης του δείγματος ήταν σχεδόν 24 χρόνια.
Όταν τα άτομα εντάχθηκαν στο δείγμα, κανείς δεν έπασχε από άνοια. Δύο δεκαετίες μετά, ελέγχθηκαν για ενδείξεις αμυλοειδούς πρωτεΐνης στον εγκέφαλό τους. Οι μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου αποκάλυψαν εναποθέσεις αμυλοειδούς στους εγκεφάλους των ηλικιωμένων που κάπνιζαν, είχαν υπέρταση, ήταν παχύσαρκοι, διαβητικοί ή είχαν υψηλή χοληστερόλη στη μέση ηλικία.
Πρόκειται δηλαδή για παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν την αγγειακή υγεία του ατόμου, οδηγώντας σε αθηροσκλήρωση και άλλες χρόνιες παθήσεις.
Η ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων παραγόντων κινδύνου στο ίδιο άτομο σχεδόν τριπλασίαζε τον κίνδυνο αμυλοειδών εναποθέσεων στον εγκέφαλο, ενώ ένας παράγοντας μόνο αύξανε τον κίνδυνο κατά 88%.
Έτσι οι ερευνητές οδηγήθηκαν το συμπέρασμα ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των καρδιακών παραγόντων κινδύνου και του αμυλοειδούς και μάλιστα αυτή δεν διαφοροποιούνταν ανάλογα τη φυλή ή σε σχέση με άλλους γνωστούς γενετικούς παράγοντες για τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Οι παράγοντες καρδιακού κινδύνου που είχαν μειωθεί μετέπειτα δεν σχετίζονταν με τις εναποθέσεις αμυλοειδούς στον εγκέφαλο. «Άρα αυτά που κάνει ένα άτομο κατά την μέση ηλικία συμβάλλουν στον μετέπειτα κίνδυνο αυξημένου αμυλοειδούς, και όχι στο τι θα του συμβαίνει αργότερα», λέει η Δρ Γκότεσμαν.
Σε κάθε περίπτωση η μελέτη ενισχύει τη θεωρία ότι η κακή αγγειακή υγεία επιτρέπει στο αμυλοειδές του αίματος και του εγκεφαλονωτιαίου υγρού να διαρρεύσει στην αιματική κυκλοφορία και τελικά να φτάσει στον εγκεφαλικό ιστό.
Έτσι, πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι η εγκεφαλική βλάβη είναι ουσιαστικά βλάβη των αιμοφόρων αγγείων του εγκεφάλου και ότι τις αμυλοειδείς πλάκες που δεν βλέπουν στα αγγεία καταφέρνουν τελικά να τις εντοπίζουν έξω απ’ αυτά, στον εγκέφαλο.