Η λέξη «ιογενείς» σημαίνει ότι τα αίτια της εν λόγω φλεγμονής δεν είναι κοινά μικρόβια, τοξίνες ή φάρμακα, αλλά ιοί.
Οι ιογενείς ηπατίτιδες αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα αίτια ηπατοπάθειας παγκοσμίως και θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά νοσήματα, επειδή: α) προσβάλλουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού παγκοσμίως, β) αποτελούν σε σημαντικό βαθμό τον «καθρέπτη» του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων μιας χώρας, γ) μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο, δ) συχνά απαιτούν μακροχρόνια και δαπανηρή αντιμετώπιση και ε) έχουν σοβαρές και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία.
Αίτια: Σημαντικότεροι, από κλινική άποψη, είναι οι ιοί της ηπατίτιδας Α, Β, C, D και Ε. Όποιος από τους παραπάνω ιούς εισέλθει στον ανθρώπινο οργανισμό, μεταφέρεται με την κυκλοφορία του αίματος σχεδόν αποκλειστικά στο ήπαρ (συκώτι), προκαλώντας αρχικά οξεία φλεγμονή του οργάνου αυτού (οξεία ηπατίτιδα) και στη συνέχεια χρόνια φλεγμονή σε ορισμένες περιπτώσεις (χρόνια ηπατίτιδα).
Επιδημιολογία: Οι ιογενείς ηπατίτιδες ενδημούν κυρίως σε υπανάπτυκτες χώρες (περιοχή της υποσαχάριας Αφρικής, νοτιοανατολική Ασία και Λατινική Αμερική). Στην Ελλάδα, παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει υψηλό επιπολασμό ηπατίτιδας Β. Σήμερα, ο μέσος όρος συχνότητας της ηπατίτιδας Β σε Εθνικό επίπεδο υπολογίζεται στο 2 - 3 %, ενώ η μέση συχνότητα της ηπατίτιδας C υπολογίζεται στο 1.5 - 2 % του πληθυσμού. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ιογενείς ηπατίτιδες ευθύνονται για 1.5 εκατομμύριο θανάτους ετησίως.
Μετάδοση των ιών της ηπατίτιδας: Η μετάδοση του ιού της ηπατίτιδας Α γίνεται μέσω της λεγόμενης στοματο - πρωκτικής οδού. Δηλαδή, η είσοδος του ιού γίνεται από το στόμα, με τις μολυσμένες τροφές, το μολυσμένο νερό. Η μετάδοση των ιών της ηπατίτιδας Β και C γίνεται παρεντερικά ή σεξουαλικά, δηλαδή, κατόπιν επαφής με μολυσμένα σωματικά υγρά (αίμα, σπέρμα). Έτσι, η μετάδοση των ιών Β και C γίνεται μέσω: ετεροφυλοφιλικών ή ομοφυλοφιλικών επαφών, ενδοοικογενειακής διασποράς, κάθετης μετάδοσης από τη μητέρα στο παιδί, χρήσης ενδοφλεβίως ναρκωτικών ουσιών με μολυσμένες σύριγγες ή βελόνες και σπανιότατα μέσω μεταγγίσεων αίματος ή παραγώγων αυτού.
Συμπτώματα ασθενών με ιογενή ηπατίτιδα: Οι ιογενείς ηπατίτιδες δυνατόν να διαδράμουν χωρίς κλινικά συμπτώματα, οπότε χαρακτηρίζονται υποκλινικές μορφές ή δυνατόν να εκδηλώσουν κλινικά συμπτώματα, τα οποία συνίστανται στην εμφάνιση γενικής κακουχίας, αδυναμίας, εύκολης κόπωσης, ανορεξίας, ναυτίας, εμετών, διάρροιας και πυρετού. Στη συνέχεια, μετά πάροδο 1-3 εβδομάδων, ακολουθούν οι κλασσικές εκδηλώσεις των εν λόγω νοσολογικών οντοτήτων (ίκτερος, σκοτεινόχρωμα ούρα κτλ). Οι φάσεις ή τα στάδια της ηπατίτιδας μπορούν να χωρισθούν στην φάση της οξείας ηπατίτιδας και στη φάση της χρόνιας ηπατίτιδας, τελική κατάληξη της οποίας μπορεί να είναι η κίρρωση του ήπατος.
Οξεία ηπατίτιδα: Η οξεία ηπατίτιδα έχει ποικίλο χρόνο επώασης, ανάλογα με τον τύπο του ιού (λίγες εβδομάδες ή μήνες). Οξεία ηπατίτιδα προκαλούν όλοι οι ιοί της ηπατίτιδας. Τα συμπτώματα της οξείας ηπατίτιδας συνήθως είναι ήπια (μοιάζουν με εκείνα της απλής ίωσης) έως ανύπαρκτα. Τα κύρια συμπτώματα, όταν υπάρχουν, είναι: έντονη αδυναμία, καταβολή, ανορεξία, ναυτία, εμετοί, διάρροια, μυαλγίες, αίσθημα βάρους στο δεξιό υποχόνδριο, αρθραλγίες, πυρετός, ενώ κάποιοι ασθενείς , 1- 3 εβδομάδες μετά τα πρώτα συμπτώματα, εμφανίζουν ίκτερο και σκοτεινόχρωμα ούρα (σαν κονιάκ). Σπανίως (< 2 % των περιπτώσεων), η οξεία ηπατίτιδα παρουσιάζει πολύ βαριά εικόνα, οπότε χαρακτηρίζεται ως κεραυνοβόλος οξεία ηπατίτιδα, η οποία συνήθως αποβαίνει θανατηφόρα, αν δεν μεσολαβήσει επείγουσα μεταμόσχευση ήπατος.
Χρόνια ηπατίτιδα: Παρατηρείται στους ασθενείς, οι οποίοι δεν κατορθώνουν να αποβάλλουν τον ιό, κατά τη φάση της οξείας ηπατίτιδας. Χρόνια ηπατίτιδα δυνατόν να προκαλέσουν οι κυρίως οι ιοί Β και C. Οι ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα συνήθως δεν έχουν κανένα απολύτως σύμπτωμα. Όμως, παρά την απουσία συμπτωμάτων, στη χρόνια ηπατίτιδα η φλεγμονή τω ηπατικών κυττάρων και η καταστροφή της δομής του ήπατος συνεχίζεται. Έτσι, σε ένα ποσοστό των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα αναπτύσσεται κίρρωση του ήπατος. Οι ασθενείς με κίρρωση, στο σύνολό τους παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του ήπατος.
Εργαστηριακά ευρήματα: Το πιο χαρακτηριστικό εργαστηριακό εύρημα στους ασθενείς με ιογενή ηπατίτιδα είναι η αύξηση των ηπατικών ενζύμων και κυρίως των τρανσαμινασών, που απελευθερώνονται στο αίμα κατά την καθημερινή καταστροφή και αναγέννηση των ηπατικών κυττάρων. Η αύξηση των τρανσαμινασών είναι ιδιαίτερη μεγάλη στους ασθενείς με οξεία ηπατίτιδα (> 400) ΙU/ L). Αντίθετα, στους ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα παρατηρείται μικρή ή μέτρια αύξηση των εν λόγω ενζύμων (< 200 IU/L). Βέβαια, απαραίτητος κρίνεται ο πλήρης εργαστηριακός έλεγχος της ηπατικής βιολογίας (χολερυθρίνη, τρανσαμινάσες, αλκαλική φωσφατάση, γ-GT, λευκώματα ορού, LDH και χρόνος προθρομβίνης).
Διάγνωση: Η διάγνωση της οξείας ή της χρόνιας ιογενούς ηπατίτιδας βασίζεται: α) επί ηπατίτιδας Α, στην ανίχνευση αντισωμάτων IgM anti-HAV στον ορό, β) επί ηπατίδας Β, στην ανίχνευση: του επιφανειακού αντιγόνου HBsAg (Αυστραλιανού αντιγόνου), του αντιγόνου e (HBeAg), των αντισωμάτων HBcAb, HBeAb, στο αίμα του ασθενούς, γ) επί ηπατίτιδας C, στην ανίχνευση αντισωμάτων anti- HCV στον ορό, δ) επί ηπατίτιδας D, στην ανίχνευση του αντιγόνου HDVAg, των ολικών αντισωμάτων HDVAb και των ΙgM αντισωμάτων. ε) επί ηπατίτιδας Ε, στην ανίχνευση αντισωμάτων HEVAb στο αίμα του ασθενούς.
Θεραπεία: Οι ασθενείς με οξεία ιογενή ηπατίτιδα δεν έχουν ανάγκη από ειδική θεραπεία, αφού η νόσος συνήθως αυτοϊάται. Εξαίρεση αποτελεί η οξεία ηπατίτιδα C, η οποία συχνά αντιμετωπίζεται με ειδική φαρμακευτική αγωγή, για να μην μεταπέσει σε χρόνια ηπατίτιδα.
Αντίθετα, σημαντικό ποσοστό ασθενών με χρόνια ιογενή ηπατίτιδα χρήζει ειδικής φαρμακευτικής θεραπείας (ενέσεις ιντερφερόνης άλφα ή χάπια λαμιβουντίνης ή ριμπαβιρίνης), - ανάλογα με τον ιό της ηπατίτιδας -, η οποία κυρίως στοχεύει στην εκρίζωση του ιού, καθώς και στην πρόληψη ανάπτυξης κίρρωσης ή καρκίνου του ήπατος.
Πρόληψη: Η πρόληψη της ηπατίτιδας Α συνίσταται στη χορήγηση ειδικού εμβολίου. Στις ομάδες ατόμων, που πρέπει να εμβολιάζονται για την ηπατίτιδα Α, περιλαμβάνονται: όλα τα ευαίσθητα άτομα, όσοι πρόκειται να ταξιδεύσουν σε χώρες με μεγάλη ενδημικότητα της νόσου, καθώς και οι εργαζόμενοι σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, μονάδες καθαριότητας και μονάδες κατασκευής και επεξεργασίας τροφίμων.
Η πρόληψη της ηπατίτιδας Β στηρίζεται επίσης στον εμβολιασμό, ο οποίος κρίνεται απαραίτητος για όλα τα άτομα, που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου (ομοφυλόφιλοι, ναρκομανείς, πολυμεταγγιζόμενοι, αιμοκαθαιρόμενοι κτλ), στους επαγγελματίες υγείας κ.α.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει εμβόλιο για την ηπατίτιδα C. Γι’ αυτό, επιβάλλεται η τήρηση των γενικών μέτρων πρόληψης, ώστε να αποτρέπεται η παρεντερική έκθεση των ατόμων στα δυνητικά μολυσμένα αντικείμενα.
* Ο δρ Αργύρης Β. Ντόβας είναι τ. διευθυντής Β’ Παθολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας & Παθολογικής Κλινικής ΕΣΥ Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας