Ειδικότερα, από τους περίπου 5.500 γιατρούς του ΕΟΠΥΥ, διαφόρων ειδικοτήτων, απολύθηκαν 3.000 με το νόμο 4238/2014 και εξ αυτών οι 1.500 προσέφυγαν στα δικαστήρια.
Στην συνέχεια, με δικηγόρο τον Δημήτρη Βασιλείου, 223 απολυμένοι γιατροί δικαιώθηκαν και το Πρωτοδικείο αποφάσισε ότι πρέπει να επιστρέφουν στην εργασία τους μέχρι την έκδοση απόφασης από το Εφετείο Αθηνών.
Υπενθυμίζεται, ότι οι γιατροί του ΕΟΠΥΥ (είναι εκτός ΕΣΥ) είχαν διαχρονικά χαμηλές αποδοχές και ως αντάλλαγμα τους είχε δοθεί η δυνατότητα να έχουν παράλληλα και ιδιωτικά ιατρεία.
Ο νόμος 4238/2014 έθεσε νέους κανόνες για τους εν λόγω γιατρούς, οι οποίοι (κανόνες) ανατράπηκαν από τα δικαστήρια.
Το Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την αγωγή των 187 γιατρών, κρίνοντας ότι ο νόμος 4238/2014 είναι αντισυνταγματικός και αντίθετος στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Επίσης έκρινε ότι ο νόμος 4238/2014 είναι αντισυνταγματικός, καθώς παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και αντίθετος στην ΕΣΔΑ, γιατί παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Και αυτό, επειδή επιβάλλει άμεσα καθεστώς αποκλειστικής απασχόλησης στους γιατρούς, χωρίς να προβλέπει μεταβατική περίοδο προσαρμογής.
Συγκεκριμένα, η απόφαση του Πρωτοδικείου, μεταξύ των άλλων, αναφέρει:
«Από τις διατάξεις του Ν. 4238/2014 προκύπτει ότι οι ιατροί του ΕΟΠΥΥ πρέπει πλέον να επιλέξουν είτε την απασχόληση στον δημόσιο τομέα υγείας, είτε την άσκηση της ιατρικής ως ελευθερίου επαγγέλματος, παρότι παγίως δεν υφίστατο για αυτούς (πριν από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου) ασυμβίβαστο μεταξύ άσκησης ελευθερίου επαγγέλματος και απασχόλησης στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ή προηγουμένως στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.).
Το ασυμβίβαστο αυτό, θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 17 Ν. 4238/2014 ως άμεσης εφαρμογής, χωρίς να προβλέπεται καμία μεταβατική προθεσμία, προκειμένου το υπηρετούν προσωπικό του ΕΟΠΥΥ να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα που προκαλούνται από το ασυμβίβαστο.
Επιπλέον, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ενόψει των διατάξεων του Συντάγματος και του ΕΣΔΑ, η νομοθετική επιβολή καθεστώτος αποκλειστικής απασχόλησης στους ενάγοντες.
Ήδη για τον λόγο αυτό, οι παραπάνω ρυθμίσεις αντίκεινται στις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, πολύ δε περισσότερο που οι ενάγοντες, σύμφωνα με τις παραπάνω νομοθετικές ρυθμίσεις, πρόκειται να αξιολογηθούν για την κατάταξή τους σε θέση κλάδου ειδικευμένων ιατρών του ΕΣΥ, εντός οκταμήνου από την παραπάνω μετάταξη / μεταφορά τους.
Η ενοποίηση των δομών και του προσωπικού Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και η αποφυγή διχοτόμησης του προσωπικού (σε αυτούς που προέρχονται από το ΕΣΥ και είναι αποκλειστικής απασχόλησης και σε εκείνους που προέρχονται από τον ΕΟΠΥΥ, με δυνατότητα άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος), θα δικαιολογούσε το ασυμβίβαστο μόνο μετά την κατάταξη του ιατρικού προσωπικού του ΕΟΠΥΥ, σε θέσεις κλάδου ιατρών του ΕΣΥ, όχι όμως και πριν από αυτήν, όπως συμβαίνει με τις διατάξεις του Ν. 4238/2014, πολύ δε περισσότερο όταν η κατάταξή τους σε θέσεις του ΕΣΥ είναι μελλοντική και αβέβαιη, εφόσον έχει προβλεφθεί διαδικασία αξιολόγησης, από την οποία θα εξαρτηθεί αν θα καταλάβουν ή όχι σχετική θέση στο ΕΣΥ, ακόμη δε και αν η αξιολόγηση είναι θετική, ενδεχομένως να απαιτηθεί πολύς χρόνος, προκειμένου να καταλάβουν θέσεις κλάδου ιατρών και οδοντιάτρων στο ΕΣΥ, εξακολουθώντας να αμείβονται ως απλοί υπάλληλοι ΠΕ».
Ακολούθως, προσθέτει το Πρωτοδικείο, «οι ενάγοντες ως ιατροί / οδοντίατροι του ΕΟΠΥΥ, είχαν παγίως τη δυνατότητα να ασκούν παράλληλα την ιατρική, ως ελεύθερο επάγγελμα και έτσι, είτε με ίδια κεφάλαια που άντλησαν από δάνεια, είτε με τη σύναψη συμβάσεων επαγγελματικής μίσθωσης, ξεκίνησαν τη λειτουργία ιδιωτικών ιατρείων, τα οποία εξόπλισαν με ιατρικό εξοπλισμό και τα στελέχωσαν με βοηθητικό ιατρικό και γραμματειακό προσωπικό.
Γενικότερα, και με βάση την πάγια δυνατότητα άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος, οργάνωσαν την επαγγελματική τους ζωή και τις βιοτικές τους σχέσεις σε μακροπρόθεσμο επίπεδο (αφού ο βραχυπρόθεσμος προγραμματισμός έχει περιστασιακό χαρακτήρα και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εύλογος).
Τα δεδομένα αυτά ανατράπηκαν άρδην και αιφνιδίως από το θεσπιζόμενο ασυμβίβαστο, με προφανείς και ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες, αφού οι ενάγοντες ιατροί του ΕΟΠΥΥ καλούνται άμεσα, είτε να εγκαταλείψουν τη θέση του ιατρού στο δημόσιο σύστημα υγείας, είτε να παύσουν την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος.
Εάν αποφασίσουν υπέρ της άσκησης του ελεύθερου επαγγέλματος, τότε θα απολέσουν άμεσα μια βασική πηγή εισοδήματος, σε συνθήκες οξύτατης οικονομικής κρίσης, χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους έστω και ένα βραχύ χρονικό διάστημα προκειμένου να προσαρμόσουν την επαγγελματική και την οικογενειακή τους ζωή στα νέα, σημαντικά διαφοροποιημένα, δεδομένα.
Από την άλλη πλευρά, εάν αποφασίσουν υπέρ της θέσης στο δημόσιο σύστημα υγείας και διακόψουν την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος, πέρα από την απώλεια των αμοιβών από την πηγή αυτή, θα βρεθούν αντιμέτωποι και με πρόσθετες σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες που προκύπτουν λ.χ. από την αχρήστευση ιατρικού εξοπλισμού που πιθανόν να μην έχει αποσβεσθεί ακόμη η αξία του, από την υποχρέωση αποζημίωσης βοηθητικού ιατρικού και γραμματειακού προσωπικού και την υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων μέχρι τη λήξη της συμβατικής μισθωτικής σχέσης.
Όλα τα παραπάνω προβλέφθηκαν χωρίς να είναι εμφανής κάποιος συγκεκριμένος και υπέρτατος λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά απαγορευτική την πρόβλεψη οποιασδήποτε μεταβατικής ρύθμισης για το ήδη υπηρετούν ιατρικό προσωπικό του ΕΟΠΥΥ».