Τα έργα ενός πρωτοπόρου Έλληνα χαράκτη – ζωγράφου, του Βασίλη Καζάκου, εγκαινιάστηκαν χθες στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα παρουσία πλήθους Λαρισαίων και επισκεπτών προβάλλοντας στους θεατές πρωτοποριακές τεχνικές ενός καλλιτέχνη που υπηρέτησε πιστά την έγχρωμη ξυλογραφία. Το βαθύ περιεχόμενο της δουλειάς του γνωστού χαράκτη επισήμανε στην ομιλία του ο δήμαρχος Λαρισαίων κ. Κώστας Τζανακούλης εστιάζοντας στο υψηλό επίπεδο της έκθεσης καθώς και στον θεμελιώδη ρόλο της Πινακοθήκης στα εικαστικά δρώμενα της πόλης της Λάρισας αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας.
Το λόγο στη συνέχεια πήρε ο πρόεδρος της Πινακοθήκης κ. Μάριος Ξηρομερίτης ο οποίος στάθηκε ιδιαίτερα στο καλλιτεχνικό προφίλ του δημιουργού καθώς και στο σημαντικό γεγονός της έκθεσης των έργων του στο Μουσείο Κατσίγρα που αποτελεί κοιτίδα πολιτισμού για όλους τους εκφραστές της υψηλής Τέχνης.
Η επιμελήτρια της έκθεσης ιστορικός Τέχνης κ. Λουίζα Καραπιδάκη, υπογράμμισε, με τη σειρά της, την αξία των έργων ενός σπουδαίου καθηγητή των Καλών Τεχνών που δίδαξε γενιές καλλιτεχνών και ενός ανθρώπου – ερευνητή, σε ό,τι αφορά στις μεθόδους που χρησιμοποιούσε, σημειώνοντας ότι ο λόγος της έκθεσης είναι να φανεί με σαφήνεια τι σημαίνει να είναι κανείς πρωτοπόρος χαράκτης και ερευνητής στη χαρακτική τέχνη.
Το χαρακτικό έργο
του Βασίλη Καζάκου
Το χαρακτικό έργο του Βασίλη Καζάκου είναι αποσπασματικά γνωστό στο ευρύ κοινό από τη μακρόχρονη εκθεσιακή πορεία του, ενώ ένα μεγάλο μέρος είναι γνωστό μόνο στο φιλότεχνο κοινό. Στην παρούσα έκθεση ο στόχος είναι να παρουσιαστούν αναδρομικά τα χαρακτικά του καλλιτέχνη, ώστε να αναδειχθούν τόσο οι πρωτοποριακές τεχνικές του, όσο και οι εικαστικές του προτάσεις. Ο Βασίλης Καζάκος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της έγχρωμης ξυλογραφίας στην Ελλάδα, δεν αρκέστηκε στις εκφραστικές δυνατότητες της ξύλινης επιπεδόγλυφης επιφάνειας, αλλά προχώρησε και σε χαράξεις άλλων υλικών και σε εφευρέσεις νέων τεχνικών. Χάραξε πρώτος σε plexiglas και τύπωσε με τη μέθοδο της βαθυτυπίας με ξηρή χάραξη δηλαδή με την τεχνική της eau-forte και όχι της pointe-seche και (τύπωσε) με δύο περάσματα από το πιεστήριο, στο πρώτο ανάγλυφα (σαν ξυλογραφία) και στο δεύτερο βαθυτυπικά (σαν χαλκογραφία)». Συνδύασε την κλασική μέθοδο της ξυλογραφίας με τη βαθυτυπία, χρησιμοποιώντας δύο μήτρες ξύλινες για τις έγχρωμες επιφάνειες και μια μήτρα plexiglas για τα μαύρα. Δημιούργησε χαλκογραφίες που δίνουν την αίσθηση του vernis mou και της aquatinta, αλλά έχουν γίνει με bitum και emulsion στο repromaster. Φιλοτέχνησε ξυλογραφίες μεγάλων διαστάσεων τυπώνοντας σε τέσσερις διαφορετικές μήτρες, ενώ παράλληλα, επινόησε και ανέπτυξε μια πρωτόγνωρη μικτή τεχνική, βαθυτυπία σε ξύλο με κόλα και σμυρίγδι, για να αποδώσει καλύτερα τις ανάγλυφες επιφάνειες, συγγενική προς τις τεχνικές της mezzotinta και του collagraph. Λάτρης της χαρακτικής τέχνης, αθεράπευτα μανιώδης δημιουργός τύπωνε ξανά και ξανά τις παλαιότερες μήτρες γιατί υποστήριζε ότι «το χρώμα και ο τρόπος του τυπώματος παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο». Ο στόχος του ήταν πάντα να αποδείξει ότι η χαρακτική είναι ζωγραφική.