Πάει πολύς καιρός από την εποχή που διάβαζα ταξιδιωτική λογοτεχνία, κείμενα που λαχταρά συνήθως η πρώτη νιότη μας και μας ταξιδεύουν με σημαία το όνειρο, όπως λ.χ. του Νικ. Καζαντζάκη (Ισπανία, Κίνα κ.ά.), του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου (Αφρική ) κ.λπ. Πάντα όμως μου άρεσε το ταξίδι. Πιστεύω μάλιστα ότι τα καλύτερα ταξίδια μου τα πρόσφερε η λογοτεχνία. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Γιώργου Ρωμανού «Καζαμπλάνκα Καφέ» (έκδ. Άγκυρα, Αθήνα 2008, σελ. 2007) είχα τη διαρκή αίσθηση του ταξιδιού. Ταξίδευα κι εγώ, μέσα στο κρουαζιερόπλοιο, μαζί με τον ήρωα της ιστορίας για τα μεγάλα λιμάνια της Αραβικής χερσονήσου κι από κει Καράτσι, Βομβάη, Μαντράς, Κολόμπο, Ινδονησία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία. Και ύστερα επιστροφή με το απρόβλεπτο τέλος του ταξιδιού.
Παρ’ όλα αυτά δεν θα ‘λεγα ότι είναι κείμενο αμιγώς ταξιδιωτικό, αλλά βαθύτατα ερωτικό. Το ταξίδι λειτουργεί ως πρόσχημα για να αναδειχθεί (και να αποκαλυφθεί) ο υποβόσκων ερωτισμός του ανθρώπου, εν προκειμένω του ήρωα, ενός Ειδικού Βιβλιοθηκονόμου, αλλά και των άλλων συνεπιβατών. «Ο έρωτας-διαβάζουμε στη σελ.162- δίνει στη ζωή το μοναδικό ταξίδι που μπορεί να μην έχει τέλος».
Ο ήρωας γνωρίζεται με μια γυναίκα από την Τεργιέστη, για την οποία θα ομολογήσει ότι υπήρξε «ο Παράδεισος των φαντασιώσεών» του. Μ’ αυτή, κυρίως, ανοίγεται ένας στοχαστικός διάλογος για τον έρωτα, την «ερωτική αγάπη», το θάνατο, την ποίηση, το σεξ, τη μοναξιά, τη μετεμψύχωση, την ψυχανάλυση, τη μνήμη κ.ά. Όλοι οι συνταξιδιώτες-από το Βέλγιο, τη Βρετανία, την Αμερική κ.α.-ζουν σε μια έντονη ατμόσφαιρα ερωτισμού και ανατολίτικου μυστηρίου. Το «Καζαμπλάνκα Καφέ» είναι ένας από τους πολλούς χώρους του υπερωκεανίου, όπου εκεί συχνάζουν οι επιβάτες για να πιουν και να σχολιάσουν. Εκεί γνώρισε και τον Συριανό σερβιτόρο-άτομο φιλικό και μυστικοπαθές, με εμπειρία από ταξίδια σε κείνα τα μέρη. Μια εξαφάνιση ενός νεαρού αγοριού-μιλούν κρυφά για φόνο-απλώνει στη διήγηση ένα άρωμα αστυνομικού θρίλερ. Οι πολλές αισθησιακές σκηνές στην αφήγηση κάνουν το ίδιο το πλοίο «μια θάλασσα ερωτισμού».
Η γραφή προσεγμένη, ποικιλότροπη , σε πρώτο πρόσωπο, περιγραφική, γνωμική και πλούσια σε ιδέες. Λίγα δείγματα: «Όταν λείψει ο έρωτας στο μυαλό του ανθρώπου, αλωνίζει ο θάνατος. Κατάθλιψη για τη ζωή που χάνεται. Περισσεύει η αφόρητη βεβαιότητα του τέλους» (109). «Θεωρούσα πως το πιο ωραίο ταξίδι είναι αυτό, στο οποίο δεν καταφέρνουμε να δημιουργούμε καινούργιες μνήμες, αλλά να ζούμε τη λήθη μας» (123). «Παλεύω με τις μνήμες μου. Παλιές και πρόσφατες. Υπάρχουν μνήμες που μας τρώνε. Το παρελθόν μπορεί να μας φάει ζωντανούς» (σ. 184).
Ο Γιώργος Ρωμανός και γράφει και διδάσκει λογοτεχνία, διήγημα, μυθιστόρημα, δοκίμιο στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης και Λογοτεχνίας. Εργα του: Ο Αλέξανδρος και άλλα διηγήματα, Το μαλλί της γριάς (διηγ.), Κατακόκκινο... σχεδόν θηλυκό (διηγ.), Δέκα ροκ κι ένα Μπλουζ (διηγ.) κ.ά. Από το 1997 εκδίδει το σπουδαίο περιοδικό για τη λογοτεχνία «Πανδώρα». Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά. Το «Καζαμπλάνκα Καφέ» είναι το μυθιστόρημα που τον κατατάσσει ανάμεσα στους σύγχρονους λογοτέχνες ως κατεξοχήν ερωτικό κι ευαίσθητο συγγραφέα.
Β. Δ. Αναγνωστόπουλος,
Καθηγητής Πανεπιστημίου