Με ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού και ένα από τα δημοφιλέστερα είδη μουσικής, την όπερα, θα υποδεχθούν οι Λαρισαίοι, τις ημέρες των Χριστουγέννων στην πόλη μας, στηρίζοντας με αγάπη μια σχέση που κάθε χρόνο γίνεται πιο δυνατή καθιερώνοντας στη θεσσαλική πρωτεύουσα την όπερα…τα Χριστούγεννα. Ο μαέστρος Δημήτρης Κτιστάκης, που συνδιευθύνει την ορχήστρα με τον αδελφό του μαέστρο Χρήστο Κτιστάκη, μιλά στην «Ε» για τον ερχομό μιας νέας εποχής στη Λάρισα σε ό,τι αφορά στο Λυρικό θέατρο και μοιράζεται μαζί μας τα συναισθήματα που «εξέπνευσε» η πρόσφατη παιδική όπερα, ο «Μαγικός Αυλός» του Μότσαρτ.
Με σημαντικές σπουδές στο Ανώτατο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Θεάτρου του Saarbruecken της Γερμανίας, μεταπτυχιακό Πιάνου (2004) με την καθηγήτρια prof. Kristin Merscher, μεταπτυχιακό στη Διεύθυνση Χορωδίας με καθηγητή τον prof. Andreas Goepfert (2004) και Μεταπτυχιακό Διεύθυνσης Ορχήστρας με καθηγητή τον prof. Toshiyuki Kamioka (2007) δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη συνθετών Όπερας όπως: Mozart, Verdi, Puccini, Wagner και R. Strauss, ο Λαρισαίος μαέστρος έλαβε μέρος σε σεμινάρια πιάνου των Prof. Gyorgi Sebok, prof. Vitaly Margulis, σεμινάρια χορωδιών με τους Prof.Georg Grun και Prof. Volker Hempfling ενώ παρακολούθησε για δύο έτη τα σεμινάρια Meisterklasse Liedduo του Irwin Gage. Υπήρξε ιδρυτής και διευθυντής επί δέκα συνεχή έτη των παρακάτω φωνητικών Συνόλων: Jugendchor Wemmetsweiler, Rodenhof Chorioses ενώ από το 2004 έως το 2007 υπήρξε Α Μαέστρος της πολυβραβευμένης Μadrigalchor Dillingen με την οποία απέσπασε θριαμβευτικές κριτικές για την εκτέλεση Ορατορίων των J. S.Bach, W. A. Mozart, G. Faure με τη συμμετοχή μελών της Κρατικής Ορχήστρας Ραδιοφωνίας του Saarland.
Ορισμένες από τις συχνές αναφορές του Γερμανικού Τύπου προς αυτόν αναφέρουν χαρακτηριστικά τα εξής: «Ο πολλά υποσχόμενος νέος και ταλαντούχος Έλληνας Μαέστρος Δημήτρης Κτιστάκης μάγεψε το κοινό με τη φρεσκάδα του στην εκτέλεση της 6ης Συμφωνίας του Tsaikowsky και σίγουρα το μέλλον του προδιαγράφεται λαμπρό…». Με φυσική ευγένεια πάνω από όλα ο Δημήτρης Κτιστάκης, μιλά με συντομία για τη μαγεία της όπερας.
Συνέντευξη στην Κανέλα Κοπάνου
* Η Λάρισα υποδέχεται τις ημέρες των Χριστουγέννων με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πολιτιστική πρόταση, με το έργο-σταθμό στην ιστορία της όπερας, την «Κάρμεν» του Ζορζ Μπιζέ. Κ. Κτιστάκη, μιλήστε μας για τον ερχομό της νέας εποχής του λυρικού θεάτρου που ανοίγει στην πόλη της Λάρισας.
- Mετά την πολύ σημαντική επιτυχία της «La Traviata», του «Βαφτιστικού» και προσφάτως του «Μαγικού Αυλού», δοκιμάζουμε μια grande όπερα όπως είναι η όπερα «Carmen» του George Bizet και πραγματικά πιστεύουμε ότι η είσοδος της νέας εποχής στο Λυρικό Θέατρο θα βοηθήσει στο να αγκαλιάσει πάρα πολύς κόσμος αυτό το ιδιαίτερο είδος μουσικής, την όπερα στη Λάρισα. Η «Carmen» του George Bizet είναι μια όπερα πολύ γνωστή σε όλους μας, και αν όχι ολόκληρη, αποσπασματικά τουλάχιστον, με πολλές γνωστές μελωδίες. Δεδομένου ότι η Λάρισα έχει δείξει την αγάπη της στην όπερα, αυτό το είδος μουσικής αποκτά μια μοναδικά οικεία σχέση με το φιλόμουσο κοινό της πόλης. Η εξέλιξη επομένως αυτής της σχέσης ανάμεσα στην όπερα και στο κοινό της αποτέλεσε και κινητήριο δύναμη για το ανέβασμα της υπερπαραγωγής της «Carmen».
* Η δράση σας συμβάλλει στην ουσιαστική πολιτιστική αναβάθμιση και ενδυνάμωση της ελληνικής περιφέρειας δεδομένου ότι στην Ελλάδα η μοναδική λυρική σκηνή είναι η Εθνική στην Αθήνα την οποία ακολουθεί σε μικρότερη δράση η όπερα της Θεσσαλονίκης. Πόσο δύσκολο είναι να στήσετε μια τόσο μεγάλη παραγωγή όσο αυτή μιας όπερας;
- Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα, σε σχέση με άλλες χώρες, έχουμε πολύ λίγα λυρικά θέατρα, στην ουσία ένα μόνο, τη Λυρική Σκηνή της Αθήνας ενώ παράλληλα γίνονται σημαντικές προσπάθειες στη Θεσσαλονίκη φυσικά. Στην περιφέρεια όμως, η αλήθεια είναι ότι είναι πρωτόγνωρο να ανεβαίνει όπερα. Οι δυσκολίες του να στήσει κανείς μια τέτοια μεγάλη παραγωγή, μεγέθους όσου αναλογεί στην «Carmen», επικεντρώνονται αρχικά στη βασική έλλειψη υποδομών καθώς, όπως είναι γνωστό, ούτε η αίθουσα του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας είναι κατάλληλη για την παράσταση μιας όπερας και για τη φιλοξενία του κοινού, ούτε όμως υπάρχει και κάποιος άλλος χώρος – γνώριμος σε εμάς – που να αποδεικνύεται εξαρχής κατάλληλος για το στήσιμο μιας τέτοιας παραγωγής.
Γι’ αυτό το λόγο, δοκιμάζουμε φέτος, ένα καινούριο χώρο, το «Palladium», ο οποίος, με τις απαραίτητες βέβαια τροποποιήσεις, φάνηκε από τις πρώτες πρόβες πολύ καλός, τόσο σε ό,τι αφορά στην ακουστική του δυνατότητα όσο και στη φιλοξενία των θεατών. Γνωρίζοντας λοιπόν ότι δεν υπάρχει ακόμη η κατάλληλη υποδομή για μια όπερα στην πόλη, ζήτημα το οποίο ευελπιστούμε να διευθετηθεί στο κοντινό μέλλον με το Θέατρο ΟΥΗΛ, πρέπει να υπολογίσουμε χιλιάδες λεπτομέρειες από την πρώτη πρόβα μέχρι την τελευταία καθώς επίσης να αναλογιστούμε με σοβαρότητα το τεράστιο οικονομικό κόστος που προκύπτει από το ανέβασμα μιας τέτοιας παραγωγής, για το οποίο πρέπει να σημειώσω ότι λάβαμε σημαντική ενίσχυση από το Υπουργείο Πολιτισμού, το Δήμο Λάρισας, τους χορηγούς, εκπροσώπους και φορείς της πόλης. Παρόλες τις δυσκολίες, αξίζει να επισημανθεί όμως, ότι προχωρούμε στο ανέβασμα μιας όπερας στη Λάρισα γιατί αγαπούμε πάνω από όλα την πόλη μας και κυρίως γιατί η πόλη έχει δείξει ότι αγαπά εξίσου την όπερα. Αυτή η αμφίδρομη σχέση δίνει και δύναμη και ενέργεια για να συνεχίζουμε την προσπάθεια.
* Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχει σημαντικός αριθμός περιφερειακών λυρικών θεάτρων, τα οποία ανεβάζουν παραστάσεις όλο το χρόνο. Η γενική πραγματικότητα στην Ελλάδα απέχει πολύ. Σε τι πιστεύετε ότι οφείλετε αυτό παρόλο που η ανταπόκριση του κόσμου είναι ενθουσιώδης σε τέτοιες διοργανώσεις και έχει αποδείξει ότι αγαπά αυτό το είδος ψυχαγωγίας;
- Η Γερμανία, για παράδειγμα, στην οποία σπουδάσαμε και εγώ και τα αδέλφια μου, Χρήστος Κτιστάκης και Φρόσω Κτιστάκη, έχει εβδομήντα πέντε οίκους όπερας, οι οποίοι ανεβάζουν όπερες όλη τη σεζόν. Η πραγματικότητα στην Ελλάδα, όντως απέχει πολύ από κάτι τέτοιο. Εκείνα τα θέατρα όμως, μπορούν να ανεβάσουν τόσες παραγωγές όπερας γιατί κάθε χρόνο χορηγείται σε αυτά τα πολιτιστικά κέντρα ένας συγκεκριμένος αριθμός χρημάτων. Σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, από την άλλη πλευρά, στη συγκεκριμένη περίπτωση στη Λάρισα, η αναζήτηση της ποιοτικής – εκπαιδευτικής ψυχαγωγίας από τους πολίτες της, αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι αξίζει ο κόπος για την υλοποίηση μιας τόσο μεγάλης παραγωγής στη θεσσαλική πρωτεύουσα οπωσδήποτε μια φορά το χρόνο, αν όχι σίγουρα περισσότερες.
* Κύριε Κτιστάκη, λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα του μεγάλου πολιτιστικού γεγονότος στην πόλη, θα μας δώσετε μια εικόνα για το μέγεθος της παραγωγής;
- Περίπου εβδομήντα άτομα απαρτίζουν τη Χορωδία όπερας, εξήντα μουσικοί βρίσκονται στην ορχήστρα, είκοσι παιδιά στην Παιδική Χορωδία και πλήθος κομπάρσων έχουν αναλάβει ποικίλους ρόλους με αγάπη και μεράκι για την επιτυχή ολοκλήρωση της προσπάθειας που όλοι οι συντελεστές έχουν κοπιάσει να φέρουν εις πέρας. Συνολικά, περίπου διακόσια άτομα έχουν φροντίσει για ένα εξαιρετικό θέαμα. Τα συναισθήματα όλων μας, σε ο,τι έχει να κάνει με τις μοναδικές εμπειρίες που βιώνουμε μέσα από τις υψηλές συνθέσεις αριστουργηματικών κλασικών έργων σε συνδυασμό με το θέατρο είναι ξεχωριστά. Συγκινητικό είναι το ότι μετά το «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ που ανέβηκε στο Δημοτικό Ωδείο πρόσφατα για τους μικρούς φιλόμουσους, ακόμη μας σταματάνε γονείς με τα παιδάκια τους και δάσκαλοι δίνοντάς μας συγχαρητήρια για μια όπερα που κατανόησαν και αγάπησαν πραγματικά. Αισθανόμαστε υπερήφανοι κυρίως γιατί μικρά παιδιά, ηλικίας έξι και οχτώ χρόνων, μας μιλούν για αυτό που εισέπραξαν σαν μεγάλοι άνθρωποι. Αυτός είναι και ο καλύτερος λόγος για να συνεχίσουμε με δύναμη το μουσικό μας έργο.