Με έμφυτη ευγένεια και αναμφισβήτητα «Ψυχή Βαθιά» ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης εξηγεί στην «Ε» την ανθρωποκεντρική διάσταση των ταινιών του που στόχος τους είναι να συγκινούν τους θεατές και να αποτελούν αφορμή συζητήσεων. «Ο,τι πολυτιμότερο προκύπτει από μια ταινία είναι λίγη κουβέντα – αυτό είναι το ζητούμενο» λέει ο γνωστός σκηνοθέτης αποδίδοντας, με την ευκαιρία της συνέντευξης, θερμές ευχαριστίες στον κόσμο, τον τελικό αποδέκτη της δικής του σύλληψης που έγινε συμμέτοχος της συγκλονιστικής ιστορίας δύο αδελφών, του Ανέστη και του Βλάσση, τους οποίους μετά από σκληρές μάχες τη διετία 1947 – 1949 στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, ο Εμφύλιος του 1946 χώρισε με το θάνατο.
Συνέντευξη στην Κανέλα Κοπανου
* Κύριε Βούλγαρη, για ποιο λόγο αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον Εμφύλιο του 1946 και γιατί τώρα;
-Λέω συχνά ότι οι έντεκα ταινίες που έχω γυρίσει έχουν έρθει και με έχουν συναντήσει αυτές. Όταν δηλαδή ξεκίνησα εδώ και δέκα χρόνια την έρευνα του Εμφυλίου, με αφορμή ένα ταξίδι που είχα κάνει στην Καστοριά για τις ανάγκες της προηγούμενης ταινίας, τις «Νύφες», επέστρεψα με την αίσθηση των δύο ορεινών όγκων, του Γράμμου και του Βίτσι στο μυαλό μου και μπήκα στην έρευνα χωρίς να γνωρίζω ότι θα ασχοληθώ οπωσδήποτε με ένα τόσο σοβαρό θέμα. Στη διαδρομή συνειδητοποίησα σιγά – σιγά ότι πρόκειται για ένα θέμα που έχει παραμείνει και ταμπού για πάρα πολλά χρόνια και από τα σχολεία και από τα εκπαιδευτικά βιβλία αλλά και από τις οικογένειες γενικώς και το θεώρησα κατά κάποιο τρόπο χρέος αυτή τη συγκίνηση που είχε προκύψει από όλη αυτή τη διαδρομή να την εκφράσω σε μια ταινία. Θεωρώ ότι οι μνήμες, τα γεγονότα αυτού του τόπου δεν μπορούν να μένουν κλειστά σε μπαούλα και ντουλάπια. Πρέπει να τα ανοίγουμε εμείς οι καλλιτέχνες. Δεν είμαστε ιστορικοί και καταθέτουμε τη δική μας εκδοχή και από εκεί και πέρα το κοινό είναι ανοιχτό να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει.
* Πόσο δύσκολο ήταν να κρατήσετε τις ισορροπίες; Μέσα από το χρονοδιάγραμμα των ερευνών σας πόσο τραυματισμένοι είναι σήμερα οι Έλληνες από τον αδελφοκτόνο πόλεμο;
-Η αλήθεια είναι ότι δεν ερεύνησα την περιοχή και ταυτόχρονα έβαζα στην κάθε πλευρά της ζυγαριάς τις ευθύνες και τις ενοχές της τραγικής απώλειας. Απλώς όταν αντιμετωπίζω το ενδεχόμενο να ασχοληθώ με γεγονότα του τόπου προσπαθώ να είμαι όσο μπορώ πιο δίκαιος και αυτό έκανα σε αυτή την ταινία όπως και στο «Happy Day» και στα «Πέτρινα Χρόνια».
* Προβάλλετε περισσότερο το ανθρώπινο πρόσωπο μιας χώρας σε καταστάσεις ποικίλων πολιτικών καταστάσεων. Πώς χαρακτηρίζετε ο ίδιος τις ταινίες σας, θεωρείτε ότι ανήκουν στο είδος του πολιτικού κινηματογράφου;
-Το πρώτο πράγμα που με ενδιαφέρει στις ταινίες μου είναι να προσπαθώ να καταλάβω τα κίνητρα των ανθρώπων, εστιάζω στον άνθρωπο. Πιστεύω ότι εμείς οι Έλληνες σκηνοθέτες είμαστε ευτυχείς που έχουμε δίπλα μας ένα σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό το οποίο πρέπει πραγματικά να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πώς λειτουργεί είτε πρόκειται για μια ιστορία που συνέβη εξήντα χρόνια πριν είτε για κάτι που συμβαίνει σήμερα. Δεν μπορώ βέβαια από την άλλη να βάλω ταμπέλες στις δουλειές μου. Πολιτική ταινία είναι μια ταινία με ήθος, μια ταινία εντιμότητας, μια ταινία βαθιάς έρευνας στους ανθρώπους σε σχέση με τη life style εικόνα που έχουμε από τα έντυπα ή από την τηλεόραση. Επομένως, θεωρώ ότι όποιος κάνει κάτι δίκαιο και ανθρώπινο ταυτόχρονα επιτελεί και μια πολιτική πράξη.
* Τιμητική συμμετοχή στην ταινία σας έχει ο Θανάσης Βέγγος. Έχετε συνεργαστεί μαζί του και στο παρελθόν; Ποια η ιδιαίτερη σχέση που σας συνδέει;
-Ο Θανάσης Βέγγος έχει προσφέρει πολλά όχι μόνο στον ελληνικό κινηματογράφο αλλά και στην ελληνική κοινωνία. Αν ψάχνουμε πρότυπα ανθρωπιάς, πρότυπα επιμονής σε κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί από έναν άνθρωπο, αν ψάχνουμε για πρότυπα ήθους, ο Θανάσης Βέγγος είναι από τα ελάχιστα πρόσωπα στον οποίο μπορούν να αποδοθούν οι παραπάνω χαρακτηρισμοί. Επίσης η φιλία του με τιμά εδώ και χρόνια και ειδικά τώρα στην «Ψυχή Βαθιά» με συγκίνησε ιδιαίτερα. Οι συνθήκες των γυρισμάτων ήταν πολύ δύσκολες και την ημέρα που είχαμε προγραμματίσει να δουλέψουμε μαζί παρέβλεψε το κρύο της Καστοριάς και ήταν δύο ημέρες σε μόνιμη δράση προκειμένου να γυριστεί η σκηνή.
* Ποιες οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στα γυρίσματα των σκηνών μάχης;
-Ένα από τα στοιχήματα που είχα στο συγκεκριμένο σενάριο ήταν να βρω τα δύο παιδιά που θα έπαιζαν τα δύο αδέλφια, να είναι σε νεαρή ηλικία και να είναι καλοί επαγγελματίες. Δύσκολα βρίσκει κανείς τόσο νέους και τόσο καλούς ηθοποιούς στην Ελλάδα. Ήμουν τυχερός που βρήκα στην Καστοριά τον Γιώργο Αγγέλκο ο οποίος έπαιξε τον μικρό δεκατετράχρονο Βλάσση και τον Χρήστο Καρτέρη ο οποίος ήταν πρωτοετής σε μια δραματική σχολή. Δεύτερο στοίχημα ήταν οι μάχες καθώς στην Ελλάδα δεν έχουμε την κατάλληλη εμπειρία για το γύρισμα τέτοιων σκηνών και αναζήτησα τη βοήθεια στη Βουλγαρία σε φίλους κινηματογραφιστές που γνωρίζουν πολύ καλά πώς να αποδώσουν αυτές τις σκηνές και το τελευταίο στοίχημα ήταν να «διηγηθώ» αυτήν την ιστορία στα πανέμορφα χωριά του Γράμμου και του Βίτσι και να περιγράψω ένα δράμα αίματος και φόνων μέσα σε μια απέραντη ομορφιά. Νομίζω ότι με τους συνεργάτες μου τα καταφέραμε.
* Ανήκοντας στη γενιά των Ελλήνων σκηνοθετών που αποδεσμεύτηκαν από τον εμπορικό κινηματογράφο και ίδρυσαν το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο πώς πιστεύετε ότι έχει εξελιχθεί ο ΝΕΚ μέχρι σήμερα;
-Στη διαδρομή αυτή, μετά τη δική μου γενιά εμφανίστηκαν άλλες δύο γενιές από νεότερους σκηνοθέτες. Η κατεύθυνση που θέλαμε όλοι να ακολουθήσουμε ήταν να ακουμπήσουμε την ευαισθησία μας στα πιο καθημερινά προβλήματα, σε μια άλλου είδους αισθητική από την παλαιότερη της κωμωδίας και του μελοδράματος, με λίγα λόγια να έρθουμε πιο κοντά στα προβλήματα. Ο κινηματογράφος και η τέχνη όμως δεν είναι μια σκυταλοδρομία που κάθε φορά πρέπει να κερδίζει. Ακόμα και όταν χάνει κανείς κάτι πολύτιμο μπορεί να αφήσει πίσω του που να είναι παραγωγικό στη συνέχεια. Η γενιά μου προσπάθησε να κινηματογραφήσει μια διαφορετική εικόνα της Ελλάδας και των ανθρώπων της. Υπάρχουν πλέον και νέοι σκηνοθέτες οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά το σύγχρονο σινεμά και είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι. Από την καινούρια γενιά ελπίζουμε ότι θα προκύψει η συνέχεια και πιο παραγωγική, με τη συνεργασία και τη βοήθεια του κράτους και πιο ουσιαστική στην επαφή με το ελληνικό κοινό.