«Ψυχή Βαθιά» ήταν χαιρετισμός των ανταρτών στον Εμφύλιο Πόλεμο και ο μεγάλος ποιητής του κινηματογράφου Παντελής Βούλγαρης τιτλοφορεί τη συνταρακτική ταινία του πάνω στην εποχή και τα γεγονότα της. «Σε ποιον θάνατο πήγες. Περνούσε αεράκι από εκεί;», ξεκινά η ταινία με τον μεγάλο ποιητή του ελληνικού λόγου Μάρκο Μέσκο. Δύο ορφανά, από πατέρα αδέρφια, στον Εμφύλιο, ο 17άχρονος Ανέστης (ο στέρεος Χρήστος Καρτέρης) και ο 14άχρονος Βλάσης (ο εκφραστικότατος Γιώργος Αγγέλκος) επιστρατεύονται αντίστοιχα στον Εθνικό και τον Δημοκρατικό Στρατό. Συναντιούνται κρυφά, μέσα σε ρημάγματα και ανάμεσα σε αδελφοκτόνες απώλειες υπό τις εκτελέσεις διαταγών του ταξίαρχου Τσαγκλή (ο έξοχος Κώστας Κλεφτόγιαννης) και του ανθυπολοχαγού Τριαντάφυλλου (ο εξαιρετικός Γιώργος Συμεωνίδης) και τις αντιμέτωπες του καπετάν-Ντούλα (καθηλωτικός ο Βαγγέλης Μουρίκης) και της πολυβολήτριας Γιαννούλας (η συγκλονιστική Βικτώρια Χαραλαμπίδου). Η μάνα τους περιμένει να τους ξαναδεί.
Η σημασία της ταινίας σηματοδοτείται από την αφετηρία της: είναι η πρώτη και μοναδική από κάθε άποψη, που με αντικειμενική τεκμηρίωση δεδομένων, εστιάζει ισόβαρα στα δύο στρατόπεδα και στο ρόλο των ξένων δυνάμεων ως προς την έκβαση του Εμφυλίου. Η σημαντικότητα της πολυσημίας της έγκειται στην ποιητική της, όπου ο Παντελής Βούλγαρης μεγαλουργεί. Η δραματική αλήθεια –μέσα από την ιστορική- του λαού που αλληλοσπαράσσεται σε βωμούς κάτω από έναν ουρανό που τους γεμίζει με περισσότερο αίμα χωρίς αντίκρισμα εκκλήσεων, φωτίζεται στο έρεβος που διχάζει τις καρδιές σε μία απόσταση όχι μεγαλύτερη από αντικριστές πλευρές ενός ποταμού που διασχίζεται χωρίς γέφυρα. Ο Ανέστης βλέπει στην αντίπερα όχθη τη Φούλα (ερμηνευτική αποκάλυψη η Άννα Παρτσάνη).
Ο μεγάλος θεωρητικός θεάτρου Γιαν Κοτ επισήμανε εύστοχα ότι αντίθετα με την Τραγωδία, το γκροτέσκο στο θέατρο του παραλόγου, δεν προσφέρει καμία μεταφυσική παρηγοριά. Ως Χορός Τραγωδίας του παραλογισμού του Εμφύλιου σπαραγμού, ένας παππούς (ο μέγιστος Θανάσης Βέγγος) ζητά να θάψει τον εγγονό του. Με εξαίρετη σύμπνοια συντελεστών στα εκφραστικά μέσα της φιλμικής δόμησης (Γιάννης Ιακωβίδης –παραγωγή, Απόστολος Βέττας –σκηνογραφία, Λουκία Χατζέλου –κοστούμια, κ.ο.κ.), ο Βούλγαρης γράφει (με την πολύτιμη συνεργασία της Ιωάννας Καρυστιάνη) και κινηματογραφεί τις ανάσες πριν το δάχτυλο πατήσει τη σκανδάλη και τους χτύπους της καρδιάς ανάμεσα στις ριπές. Στη συνύφανσή τους με τη σκηνοθεσία, η εκπληκτική διεύθυνση φωτογραφίας του Σίμου Σαρκετζή, το παλμογραφικό μοντάζ του Πάνου Βουτσαρά και η ελεγειακή μπαλάντα του Γιάννη Αγγελάκα, αποτελούν ένα πλήρες μάθημα κινηματογράφου. Η γη καίγεται στα σώματα και οι ψυχές σωπαίνουν εκκωφαντικά. Και καθώς ένα χέρι αγγίζει ένα άλλο, ο Μάρκος Μέσκος ρωτά «Πόσο κράτησε η κακιά στιγμή. Πόσο κράτησε το θαύμα;». Αριστούργημα.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας
Ηθοποιός