Με λεπτές ευαισθησίες σε θέματα που αφορούν στον πολιτισμό, ο γνωστός συνθέτης Ηλίας Ανδριόπουλος, τα έργα του οποίου έχουν αφήσει εποχή, συνεχίζει να δημιουργεί και να εμπνέει μέσα από τη μουσική τέχνη δίνοντας το μαχητικό «παρών», κλείνοντας παράλληλα τριάντα χρόνια μιας μυθικής πορείας που στάθηκε από μόνη της ένα ρεύμα, μια μουσική κίνηση που υπεράσπισε σε κάθε της βήμα το γνήσιο και το αυθεντικό. Η γνησιότητα της δημιουργίας του Ηλία Ανδριόπουλου ξεχώρισε το έργο του και το έκανε αναλλοίωτο στο χρόνο. Με διαχρονικές επιτυχίες στο ενεργητικό του, όπως «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες», «Πλατεία Βάθης», «Μην κλαις», «Αυτές οι ξένες αγκαλιές» ο Ηλίας Ανδριόπουλος θα κάνει μια μουσική διαδρομή, αύριο το βράδυ στις 9.30 μ.μ. στον Βυζαντινό Ναό της Παναγίας Κονταριώτισσας του Δίου, της τριαντάχρονης μουσικής του πορείας «ξανασυναντώντας» παλιούς φίλους και γνωρίζοντας καλύτερα τους νεότερους ακροατές του σε μια μουσική βραδιά που πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ολύμπου. Μαζί του θα είναι ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος και η Θεοδώρα Μπάκα. Για τα τριάντα χρόνια γεμάτα ενθουσιασμό, πείσμα, τόλμη και παρορμητικότητα μιλά στην «Ε» ο γνωστός συνθέτης.
* Κύριε Ανδριόπουλε, στις φετινές σας συναυλίες σας συνοδεύουν δύο ερμηνευτές και δύο μουσικοί. Αυτή η συνοδεία αφαιρετικού σχήματος θα παραπέμψει τους ακροατές σε μια αφαιρετική αισθητική. Θα θέλατε να περιγράψετε αυτή τη διαφορετική αισθητική;
- «Το αφαιρετικό κομμάτι έχει να κάνει με την καινούρια μου αντίληψη σχετικά με το πώς πρέπει να παίζεται και να ακούγεται η μουσική μου σήμερα, παλαιότερη και νεότερη μέσα από δύο όργανα που παίζονται από πολύ σπουδαίους μουσικούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιολοντσέλο είναι το πρώτο βιολοντσέλο της «Ορχήστρας των Χρωμάτων» και στο πιάνο θα βρίσκεται ένας ταλαντούχος Ελληνοελβετός πιανίστας με εκπληκτικές σπουδές στο αντικείμενό του, οπότε το κάθε όργανο είναι πρωταγωνιστής στο ρόλο του και το αποτέλεσμα είναι ανάλογο μιας ορχήστρας. Το αποτέλεσμα έχει να κάνει με μια αισθητική αντίληψη αναφορικά με το τι πρέπει να εισπράττει ο ακροατής μέσα από τη μουσική μου σήμερα και μέσα από αυτά τα δυο όργανα σε συνδυασμό βέβαια με τις δύο εξαιρετικές φωνές του κλασικού λυρικού χώρου, τον Τάση Χριστογιαννόπουλο και τη Θεοδώρα Μπάκα επιδιώκω μια ανανέωση στην αισθητική πλευρά της μουσικής μου. Στις μέχρι τώρα συναυλίες, παρατήρησα ότι υπήρξε μια εκπληκτική προσήλωση και αποδοχή, η οποία πραγματικά, ξεπέρασε, μπορώ να πω τις προσδοκίες μου».
* Μέσα από την αισθητική ανανέωση της μουσικής σας επιδιώκετε και μια βαθύτερη γνωριμία με το νεότερο κοινό σας;
- «Οι συνθέτες της δικής μου γενιάς, όπως εγώ που έχω μια θητεία τριαντάχρονη στο χώρο, πρέπει να βρίσκουμε τρόπους τα τραγούδια και οι μουσικές να απευθύνονται και στους νεότερους ακροατές και στους παλαιότερους βέβαια με στοιχεία ανανέωσης που δεν είναι όμως τεχνάσματα ή κόλπα για να προκαλέσουμε την προσοχή. Βάσει αυτού του προβληματισμού ξεκίνησα να κάνω αυτές τις συναυλίες υπό μορφή ρεσιτάλ, με δύο όργανα και δύο τραγουδιστές του λυρικού χώρου».
* Προβληματίζετε και εμπνέετε τους ακροατές μέσα από το μουσικό σας έργο. Ως ένας από τους λίγους πλέον «ηγεμόνες» του χώρου, πιστεύετε ότι στις μέρες μας, συνεχίζεται η παράδοση της νεότερης ελληνικής μουσικής;
- «Οι διαφορές σε σχέση με την εποχή μου είναι πολλές και μεγάλες. Είχαμε βαθιά ριζώσει μέσα μας ό,τι είχε προηγηθεί πριν από εμάς στο ελληνικό τραγούδι, κάτι που δεν γίνεται σήμερα από τους νεότερους καλλιτέχνες. Οι νεότεροι σήμερα επηρεάζονται περισσότερο από τα ξένα, κυρίως αγγλοσαξονικά συγκροτήματα, παρά από τα ελληνικά πράγματα. Στο σημείο αυτό λοιπόν υπάρχει ένα κενό, μια διακοπή. Οι μουσικοί της δικής μου γενιάς συνεχίσαμε και δημιουργήσαμε στο ρεύμα της νεότερης ελληνικής μουσικής που αναπτύχθηκε μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο και ο καθένας από εμάς ανέπτυξε μέσα σε αυτό το ρεύμα τη δική του μουσική γλώσσα και την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία. Οι νεότεροι δυστυχώς δεν επηρεάζονται από αυτό. Ίσως κάποια άλλη γενιά μετά από χρόνια ξαναγυρίσει σε εμάς και ξαναπιάσει το νήμα».
* Το μουσικό ρεύμα της δικής σας εποχής είναι ένα ελληνικό φαινόμενο καθώς στο δυτικό πολιτισμό δεν έχει σημειωθεί κάτι αντίστοιχο. Ποιοι ήταν οι λόγοι που συνέβαλαν στη δημιουργία του; Πιστεύετε πως σήμερα η μουσική έχει καλλιτεχνική αξία και εκφράζει ακόμη συναισθήματα;
«Σίγουρα δεν δημιουργήθηκε κάτι αντίστοιχο στο εξωτερικό. Δύο ήταν οι λόγοι που συνέβαλαν στη μεγάλη αποδοχή από «παχιά» στρώματα κόσμου. Ένα λόγος ήταν ότι φτιάξαμε το μουσικό μας υλικό μέσα από την παράδοση, υλικό που περάσαμε όμως από τα δικά μας φίλτρα κατορθώνοντας να δώσουμε το δικό μας στίγμα στη μουσική και από την άλλη προσφύγαμε σε στίχους ποιητικότατους. Αυτός ο συνδυασμός είναι πράγματι κάτι μοναδικό που έχει συμβεί στη μουσική των νεότερων χρόνων στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο νομίζω. Επίσης, η ποιητικότητα των ελληνικών στίχων δεν συναντάται εύκολα πιστεύω σε ξένους στίχους. Η μουσική μας στηρίχτηκε επομένως στον καλό στίχο, στη μουσική μας παιδεία που είχε επιρροές από την κλασική μας παιδεία στα ωδεία, ενώ έντονη ήταν η ανάγκη για δημιουργία με νόηση και στοχασμό, κάτι που φαίνεται ότι δεν αισθάνονται πολλοί νέοι καλλιτέχνες στην εποχή μας και έτσι στα περισσότερα νεότερα τραγούδια δυστυχώς αποφεύγεται και ο συναισθηματισμός. Πρέπει όμως οι νεότεροι καλλιτέχνες να γράψουν εξίσου καλή μουσική ή ακόμη και καλύτερη από όλους εμάς τους προηγούμενους. Δυστυχώς όμως έχει χαθεί το νήμα και ίσως και το όραμα για να συνεχιστεί με το δικό τους τρόπο αυτό που παρέλαβαν από εμάς».
* Στον ελεύθερο χρόνο σας, η μουσική αποτελούσε βασικό θέμα των συζητήσεών σας με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι;
«Συζητούσαμε ατέλειωτες ώρες τα μεσημέρια με τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Γκάτσο γύρω από το τραγούδι, την ποίηση, το στίχο. Έχω την εντύπωση ότι δεν γίνονται αυτά στην εποχή μας. Μπορεί να έχουν χαθεί κάποιες από τις σπουδαίες προσωπικότητες που ανέφερα παραπάνω αλλά η κάθε γενιά πρέπει να ανακαλύπτει τους δικούς της φάρους για να μπορέσει να προσανατολιστεί».
* Πόσο δύσκολο είναι να φτιάξει ένας μουσικός ένα τραγούδι που θα αγγίξει όλες τις ψυχές και θα τους κάνει να αγαπήσουν την ποίηση χωρίς να τη θεωρούν ένα δυσπρόσιτο έργο;
- «Η μουσική έχει μια μεγάλη δύναμη. Όταν δημιουργεί κάποιος, εγώ τουλάχιστον προσωπικά αισθάνομαι συγκίνηση και ρίγος όταν αντιλαμβάνομαι ότι η ποίηση έδεσε με τη μουσική. Η μουσική μπορεί να κάνει το δημιουργό και τον ακροατή να ριγήσει, να αισθανθεί σκίρτημα συναισθηματικό. Από την αρχαιότητα ακόμη οι μεγάλοι λυρικοί ποιητές τραγουδούσαν τους στίχους δεν τους απήγγειλαν απλά. Ο Όμηρος τραγουδούσε τις ραψωδίες τους. Ο ποιητικός λόγος συνδυασμένος με καλή μουσική δημιουργεί το ανεπανάληπτο στην ακρόαση. Ο άνθρωπος το διαφυλάττει αυτό».
* Πώς συναντηθήκατε με τη Σωτηρία Μπέλλου και πως «γεννήθηκαν» τα «Λαϊκά Προάστια», οι πωλήσεις των οποίων ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο δίσκους;
- «Όταν συνεργάστηκα με τη Σωτηρία Μπέλλου ήμουν πολύ νέος. Τότε η Μπέλλου βρισκόταν σε μια ώριμη ηλικία, έχοντας τις δάφνες της στο ρεμπέτικο τραγούδι και εγώ της ζήτησα να τραγουδήσει τραγούδια με κοινωνικό στίχο. Η συνάντηση έγινε σε μια τιμητική συναυλία μου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Εκεί ήρθε η Μπέλλου και έγινε και η πρώτη μας γνωριμία τον Ιουλίου του ’79 μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού, την Πρωτοψάλτη, τον Αντώνη Κοντογιάννη και τον Ζαμπέτα –που έπαιξε ένα ορχηστρικό μου κομμάτι. Της ζήτησα λοιπόν, της Σωτηρίας Μπέλλου, αν θα είχε τη διάθεση να τραγουδήσει κάποια δικά μου κομμάτια που είχα αρχίσει να γράφω. Το ήθελε πάρα πολύ και μάλιστα διέκρινα και ένα παράπονό της - θα ήθελε δηλαδή και από προηγούμενης γενιάς συνθέτες από εμένα να την είχαν συμπεριλάβει περισσότερο σε συναυλίες της. Ομολογώ ότι τραγούδησε τα Λαϊκά Προάστια με συγκλονιστικό τρόπο με το δραματικό και συνάμα τραγικό τρόπο της φωνής της και η ερμηνεία της συνέβαλε να γίνει το έργο, ας μου επιτραπεί, κλασικό».
* Σε ό,τι αφορά στη συμφωνική μουσική στην Ελλάδα, πώς σχολιάζετε τη δράση της;
- «Η συμφωνική μουσική στην Ελλάδα πάντα είχε λίγο κοινό όμως αυτή η μουσική θα έλεγα είναι η ανώτατη μουσική. Χρειάζεται όμως το κοινό να προετοιμαστεί για να ακούσει μια τέτοια μουσική καθώς υπάρχει μια συγκεκριμένη ανάπτυξη μουσικών θεμάτων. Ευθύνη έχουν όμως και οι ορχήστρες για αυτό και η αλήθεια είναι ότι σπάνια παίζουν ελληνικά έργα. Αυτό συμβαίνει γιατί ίσως θεωρούν ότι οι Έλληνες συνθέτες δεν είναι τόσο άξιοι όσο οι Ευρωπαίοι. Αυτή είναι η κακή προσέγγιση των μουσικών πραγμάτων πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει. Η καλή μουσική διαπερνά όλα τα είδη της μουσικής, το ίδιο και η κακή μουσική. Δεν υπάρχει είδος καλό και είδος κακό, αρκεί να επιλέγει κανείς την ποιότητα του είδους. Υπάρχει θα έλεγα ένας καλλιτεχνικός ρατσισμός. Για παράδειγμα, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, θετικότατο κατά τα άλλα στην προσφορά του στα μουσικά δρώμενα, δεν έχει κύκλο ελληνικής μουσικής και ό,τι κάνει το κάνει αποσπασματικά. Έχει θεματικό κύκλο για τις μεγάλες ξένες ορχήστρες και τους ξένους μαέστρους άλλα όχι για τους Έλληνες. Οι Έλληνες συνθέτες θέλουν ένα κίνητρο να παρουσιάσουν το έργο τους και οι μεγάλες ορχήστρες της Ελλάδας να ζητήσουν συνεργασίες με Έλληνες συνθέτες».
* Τι σας προκαλεί ανησυχία σε πολλά από τα προβαλλόμενα σημερινά πολιτιστικά – μουσικά δρώμενα κ. Ανδριόπουλε;
- «Με απασχολεί η ανατροπή στον νεοελληνικό αισθητικό κώδικα από μάζες ανθρώπων που ακολουθούν κάκιστες μουσικές ενώ από την άλλη πλευρά η δική μας μουσική σπάνια προβάλλεται και ελάχιστα μας δίνεται το βήμα για να μιλήσουμε και να ασκήσουμε τη δική μας κριτική στα μουσικά δρώμενα. Αντίθετα, βλέπουμε άτομα από χώρους της ελαφρότητας να σχολιάζουν, να πολυλογούν. Έχουμε μια ανατροπή κώδικα αξιών και η εικόνα της ελληνικής κοινωνίας γίνεται άσχημη. Ο τόπος έχει πάρει ένα πολιτιστικό κατήφορο και το κάλπικο το θεωρούμε σπουδαίο ενώ το σπουδαίο το παραβλέπουμε. Υπάρχουν κάποιες μειοψηφίες που μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι τόσο οικονομικό αλλά βαθιά πολιτιστικό».