Βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, δημοσιογράφος, ιστορικός ερευνητής και... συγγραφέας ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος διαθέτει μια πολύπλευρη προσωπικότητα, η οποία συγκεντρώνει έμφυτα χαρίσματα της «συγγραφικής τέχνης», όπως το ταλέντο, την όρεξη, το πάθος για να αποτελεί η συγγραφή το «χόμπι» που καλύπτει δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο του. Η απόφασή του να μοιραστεί με τον κόσμο τις εμπειρίες τους από την παιδική του ηλικία, τα βιώματά του, τις αναμνήσεις του παρελθόντος οδήγησε στην έκδοση των βιβλίου με τίτλους: «Ρωμιοί της Καππαδοκίας», «Ενθύμιον Πανηγύρεως», «Δείγματα Γραφής» και μιας σειράς διηγημάτων: «Για φύκια στα Μεσάγγαλα», «Για μια ζωή στο Κόκκινο Νερό», «Στο Πανηγύρι της Δεμερλιώτισσας», «Η Αναστασία, που... ανασταίνει και νεκρούς» τα οποία τηρούν πιστά τα ραντεβού τους με τους αναγνώστες της εφημερίδας «Ελευθερίας» αποκαλύπτοντας στους Έλληνες πολίτες τη πολυδιάστατη συγγραφική πλευρά του βουλευτή. «Η συγγραφή ήταν αρχικά μια μορφή άμυνας στην πλήρη απορρόφησή μου από την πολιτική» μας πληροφορεί ο κ. Χαρακόπουλος, σημειώνοντας ότι πρωταγωνιστές των διηγημάτων του είναι πρόσωπα της καθημερινότητας από τη ζωή του θεσσαλικού κάμπου και τα κείμενα του είναι «λόγια του κάμπου». Για την καθημερινή τριβή του με το γράψιμο - την «τοιχογραφία ζωής» - όπως την αποκαλεί ο ίδιος, τα ερεθίσματα γραφής του, τη διαχείριση χρόνου του για τη δημιουργία ενός διηγήματος και πολλά άλλα μιλά στην «Ε» ο βουλευτής Λαρίσης της Ν.Δ. κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος.
* Κύριε Χαρακόπουλε, από πότε ξεκινήσατε να γράφετε;
«Όσο και αν σας φανεί περίεργο, τη συγγραφική μου πλευρά την οφείλω στην πολιτική. Η συγγραφή χρονογραφημάτων αρχικά και διηγημάτων στη συνέχεια ήταν μια μορφή άμυνας στην πλήρη απορρόφησή μου από την πολιτική. Η ενασχόλησή μου με την πολιτική, αρχικά στον Πολιτικό Σχεδιασμό της Νέας Δημοκρατίας, αργότερα ως διευθυντή του Γραφείου Τύπου του κόμματος και φυσικά ως βουλευτή Λαρίσης με οδήγησε από νωρίς στη συγγραφή άρθρων, πολιτικών κειμένων και αναλύσεων. Η καθημερινή τριβή με το γράψιμο με έριξε στα άγνωστα έως τότε μονοπάτια της λογοτεχνικής γραφής. Δεν τη διδάχθηκα. Προέκυψε μόνη της, η τέχνη της γραφής, αν υπάρχει τέτοια σε εμένα».
* Από πού εμπνέεστε τις ιστορίες των διηγημάτων σας;
«Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων μου είναι πρόσωπα της καθημερινότητας από τη ζωή στο θεσσαλικό κάμπο. Κάλλιστα θα έλεγα ότι τα διηγήματα αυτά είναι «λόγια του κάμπου». Από μικρός συνήθιζα να πηγαίνω στα καφενεία του χωριού, αυτή την ιδιότυπη «αγορά» του Δήμου με την αρχαιοελληνική της έννοια και να παρατηρώ τους μεγαλύτερους, χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες ανθρώπων που όλο και εκλείπουν, να παίζουν τάβλι ή χαρτιά, να λογομαχούν για τα πολιτικά. Μου άρεσε να ακούω ιστορίες ή να διαβάζω την εφημερίδα σε ηλικιωμένους που είτε δεν ήξεραν γράμματα είτε δεν τους βοηθούσαν πια τα μάτια τους να διαβάσουν. Από αυτούς τους ανθρώπους της βιοπάλης αντλώ συνήθως τη θεματογραφία μου, που έχει μάλλον ηθογραφικό χαρακτήρα».
* Ποια τα μηνύματα που θέλετε να περάσετε μέσα από τα μυθιστορήματά σας και ποια τα θέματα που σας απασχολούν περισσότερο;
«Η γραφή μου δεν είναι στρατευμένη στην υπηρεσία ενός... καλύτερου κόσμου. Γράφω αυτά που έχω μέσα μου για να τα μοιραστώ με όσους τα βρίσκουν ενδιαφέροντα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουν μια νοσταλγική διάσταση για έναν κόσμο που χάνεται με γρήγορους ρυθμούς το τελευταίο διάστημα. Τα παιδιά της πόλης δεν γνώρισαν το γελαδάρη, τον υδρονομέα, τη ζωοπανήγυρη, τον μπακάλη που πληρώναμε με αυγά, το γανωματή που θα επικασσιτερώσει τα μπακίρια, τον καλαθά, τον ψαθά που πλέκει ψάθα στις καρέκλες, τον μπεκρή, το μισόχαζο, τον τρελό του χωριού. Γιατί κάθε χωριό ένιωθε την ανάγκη να βαφτίσει κάποιον μισόχαζο, καυτηριάζοντας κάποιες ιδιοτροπίες του, προκειμένου να επιβεβαιώσει το συλλογικώς ορθό. Όλες αυτές οι ξεχωριστές φυσιογνωμίες συνθέτουν έναν κόσμο που εκλείπει. Τα μικρά αυτά διηγήματα -που ελπίζω το επόμενο διάστημα να εκδοθούν σε ένα βιβλίο- συνθέτουν μια τοιχογραφία της ζωής στον κάμπο τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70. Όταν τα πράγματα ήταν πιο απλά, όταν πιο εύκολα ξεχώριζες το καλό από το κακό, το άσπρο από το μαύρο. Ουσιαστικά είναι η παρατηρητική παιδική ματιά σε μια κοινωνία που αλλάζει».
* Σκεφτήκατε ποτέ να γράψετε κάτι που να είναι εμπνευσμένο από την πολιτική ζωή του τόπου; Αν ναι, που θα στηρίζετε η θεματολογία του και αν όχι γιατί πάλι;
«Η πολιτική είναι ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Δεν θέλω, όμως, ακόμη να μπω σε αυτό τον πειρασμό. Ωστόσο, και στο τελευταίο διήγημα υπάρχουν ψήγματα αυτοσαρκασμού για τη δράση των πολιτικών με το βουλευτή Δεληστάθη που στέλνει στις χήρες ψηφοφόρους του στην ορεινή Ευρυτανία κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα κάλτσες και καλτσοδέτες ως πεσκέσια. Το πελατειακό σύστημα που χαρακτήριζε την πολιτική ζωή της χώρας για πολλές δεκαετίες μπορεί να είναι αντικείμενο όχι ενός αλλά περισσότερων διηγημάτων».
* Απευθύνεστε σε ένα συγκεκριμένο ηλικιακό αναγνωστικό κοινό;
«Όχι, δεν γράφω με τη σκέψη πως θα εισπράξει τα γραφόμενα μου ένα συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό. Ούτε έχω πλάσει στο μυαλό μου τον ιδανικό αναγνώστη. Σε αντίθεση με τα εξειδικευμένα ιστορικο-κοινωνιολογικά άρθρα μου, που δημοσιεύονται σε επιστημονικά περιοδικά, για τα οποία μπορεί να πει κανείς ότι απευθύνονται στο περιορισμένο αναγνωστικό κοινό της ακαδημαϊκής κοινότητας, τα διηγήματά μου απευθύνονται σε όλους όσοι γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Με την έως τώρα θεματολογία τους να αντλείται από την καθημερινή ζωή στο θεσσαλικό κάμπο, τα διηγήματα αυτά είναι μια ευκαιρία αναδρομής στο παρελθόν για μεγαλύτερους στην ηλικία που έχουν ανάλογες εμπειρίες ή βιώματα με τα περιγραφόμενα. Αλλά και για τους νεότερους πιστεύω πως είναι ευχάριστο ανάγνωσμα γιατί θα συναντήσουν γνώριμα σε αυτούς ακούσματα».
* Πόσο δύσκολο είναι ένας πολυάσχολος πολιτικός να βρει χρόνο για τη συγγραφή διηγημάτων;
«Η ενασχόληση με την πολιτική, όπως αυτή ασκείται στην Ελλάδα είναι αλήθεια ότι δεν αφήνει πολλά περιθώρια ελεύθερου χρόνου, ιδιαίτερα για τους βουλευτές της περιφέρειας, που σε αντίθεση με τους συναδέλφους της Αττικής δεν έχουν ελεύθερο Σαββατοκύριακο. Αντίθετα, θα έλεγα είναι πλήρους απασχόλησης, εφτά ημέρες την εβδομάδα. Η πολιτική λοιπόν είναι χρονοβόρα αλλά και ψυχοφθόρα διαδικασία, καθώς πολλές φορές είσαι αναγκασμένος να δικαιολογείς τα αδικαιολόγητα ή να απολογείσαι για αμαρτίες άλλων. Δεν είναι ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος ο κόσμος της πολιτικής. Δυστυχώς, δεν λείπουν τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη ή τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Εύλογα θα μου πείτε «τότε γιατί ασχολείστε με την πολιτική». Είναι όμορφο το συναίσθημα της συμβολής στην επίλυση προβλημάτων του τόπου σου. Η ικανοποίηση που νιώθεις ότι είσαι χρήσιμος στους συνανθρώπους σου.
Για να επανέλθω όμως στην ερώτησή σας -γιατί νομίζω ότι παρασύρθηκα στα πολιτικά και δεν είναι αυτό το θέμα της συζήτησής μας- θα σας έλεγα ότι ξεκλέβω χρόνο το βράδυ. Τις ημέρες που είμαι στην Αθήνα λόγω των εργασιών της βουλής, δεν θα με δείτε φιλοξενούμενο στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων και περιοδικών, καθώς δεν συχνάζω σε κοσμικά γεγονότα. Σπανίως ανταποκρίνομαι σε σχετικές προσκλήσεις. Αξιοποιώ το χρόνο τα βράδια διαβάζοντας και γράφοντας. Συνήθως άρθρα στον αθηναϊκό και τοπικό Τύπο και χρονογραφήματα ή διηγήματα. Για να ολοκληρώσω ένα διήγημα όπως αυτά που είχε την καλοσύνη η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» να προσφέρει στους αναγνώστες της, συνήθως ξενυχτώ. Όταν το αρχίσω θα πρέπει και να το τελειώσω. Το γράψιμο είναι μια απόδραση από τον κόσμο της πολιτικής».
* Ετοιμάζετε κάποιο άλλο διήγημα σύντομα;
«Συνήθως χρειάζομαι χρόνο για να πλάσω στο νου μου την πλοκή της υπόθεσης. Μετά είναι θέμα χρόνου να πάρει μορφή στο χαρτί. Υπό αυτή την έννοια έχω σχεδόν ολοκληρώσει στο μυαλό μου το νέο διήγημα. Ελπίζω να προλάβουμε τα χρονικά περιθώρια για να το προσφέρει η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» στους πιστούς αναγνώστες της ως θερινό ανάγνωσμα».