Ποια είναι άραγε τα «συστατικά» που δίνουν σε ένα πίνακα ζωγραφικής την ιδιότητα του έργου τέχνης; Σίγουρα το ερώτημα δεν αναφέρεται στην ύλη αλλά επικεντρώνεται περισσότερο στο καλλιτεχνικό πνεύμα που «τροφοδοτεί» τα έργα του δημιουργού και στην απεριόριστη καλλιτεχνική φαντασία του ζωγράφου που «καθρεφτίζεται» στους πίνακές του. Έργα τέχνης που εντυπωσιάζουν τον παρατηρητή με τα έντονα χρώματα και τα μεγάλα συνήθως μεγέθη είναι τα έργα του διεθνούς φήμης εικαστικού Κώστα Πανιάρα, χάρη στα οποία, οι φιλότεχνοι, για πολλές δεκαετίες τώρα, κάνουν μια εικαστική «βυθοσκόπηση» στην άγρυπνη δημιουργική σκέψη του. Έχοντας φοιτήσει στο ξεκίνημά του στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη, ζώντας στο Παρίσι και έχοντας παρακολουθήσει μαθήματα με τον Andre Lhote, ο Κώστας Πανιάρας παρουσιάζει το 1961 την πρώτη ατομική του έκθεση στη Νέα Υόρκη ενώ συμμετέχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στο εξωτερικό παρουσιάζοντας παράλληλα έργα του σε ατομικές εκθέσεις σε σπουδαία μουσεία στην Ελλάδα. Τη δεκαετία του ’80, ο Κώστας Πανιάρας επιστρέφει στη γενέτειρα χώρα του και εφαρμόζει ένα ξεχωριστό τρόπο στη ζωγραφική του.
Πριν ένα χρόνο περίπου η Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα είχε την τιμή να παρουσιάσει την έκθεσή του «Τοπία και Ουτοπία» και εδώ και δύο μήνες περίπου ο κ. Πανιάρας είναι μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της Πινακοθήκης. Για το συμβουλευτικό του ρόλο στη θεματολογία των εκθέσεων, τις εντυπώσεις του από την Πινακοθήκη Λάρισας αλλά και τη θεώρησή του για την τέχνη μιλά στην «Ε» ο διακεκριμένος εικαστικός, αποκαλύπτοντας τα επόμενα ζωγραφικά του σχέδια.
* Κύριε Πανιάρα, πώς προέκυψε η «ένταξή» σας στην Καλλιτεχνική Επιτροπή της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα;
«Δεν ξέρω πώς αποφασίστηκε αυτή η ‘ένταξη’, όπως την αποκαλείτε, εγώ, πάντως, τη θεωρώ εξαιρετικά τιμητική. Παλαιότερα, μου είχε μιλήσει σχετικά ο φίλος, πλέον, Μάριος Ξηρομερίτης. Με φιλικά, λοιπόν, κίνητρα προς την ίδια την Πινακοθήκη και προς τον πρόεδρό της, δέχτηκα αυτή την πρόταση και θα προσφέρω τη συμβουλευτική γνώμη μου, όταν μου ζητηθεί».
* Στο πλαίσιο του συμβουλευτικού σας ρόλου, ως μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής, ποια νομίζετε ότι πρέπει να είναι τα κριτήρια για την παρουσίαση μιας έκθεσης στο ευρύ κοινό;
«Προσωπικά, θεωρώ τα αντικειμενικά κριτήρια πιο σίγουρα. Άλλωστε η αξία ενός καλλιτέχνη επιβεβαιώνεται μόνο αντικειμενικά. Υπάρχουν ασφαλώς μεγάλα Μουσεία και Πινακοθήκες, των οποίων το πρόγραμμα ακολουθεί μια γραμμή, που καθορίζεται από την προσωπική άποψη συγκεκριμένων επιμελητών ή διευθυντών. Είναι πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο στην Πινακοθήκη σας. Πιστεύω ότι αρχικά πρέπει να εξασφαλιστούν εκθέσεις των καταξιωμένων Ελλήνων καλλιτεχνών, αλλά χωρίς απαγορευτικό ‘άβατο’ για νεότερους, που ανοίγουν καινούριες πόρτες στην τέχνη. Ο σχεδιασμός ενός τέτοιου προγράμματος θα αρχίσει από την καλλιτεχνική επιτροπή. Η διεκπεραίωσή του μπορεί να γίνει μόνο από ειδικευμένο διοικητικό προσωπικό. Η Πινακοθήκη σας έχει ανάγκη και από ένα οργανωμένο και δραστήριο σύλλογο φίλων, που θα έχει στόχο την εξασφάλιση των απαραίτητων οικονομικών πόρων, για την υλοποίηση των διαφόρων προγραμμάτων και ελκυστικών εκδηλώσεων».
* Μιλήσετε μας για τις εντυπώσεις σας από τις επισκέψεις σας στους χώρους της Πινακοθήκης Λάρισας πριν και μετά από την περσινή παρουσίαση της έκθεσής σας «Τοπία και Ουτοπία»;
«Από την πρώτη κιόλας επίσκεψή μου οι μοναδικοί, πραγματικά, στην Ελλάδα, εκθεσιακοί χώροι της Δημοτικής Πινακοθήκης σας με αιχμαλώτισαν κυριολεκτικά και δούλεψα για την έκθεσή μου με ακατάπαυστη έμπνευση. Η οργάνωση και η υλοποίηση της έκθεσης έγιναν σε κλίμα απολύτως αρμονικής συνεργασίας, με επιστέγασμα τη θερμή υποδοχή της από το κοινό. Αξέχαστη θα μου μείνει και η συγκινητική χειρονομία του δημάρχου Λαρισαίων να με τιμήσει με το χρυσό έμβλημα της πόλης σας».
* Σπουδαίο ρόλο στα έργα σας φαίνεται να παίζουν ορισμένα έντονα χρώματα και τα μεγάλα μεγέθη. Πού βρίσκεται η πηγή έμπνευσης στις εντυπωσιακές, αυτές, χρωματικές διαδρομές σας και ποια είναι τα «αγαπημένα» σας χρώματα;
«Δεν έχω ‘αγαπημένα’ χρώματα. Δοκιμάζω διαρκώς τον εαυτό μου με όλα τα πιο δυνατά, τα πιο καθαρά, έως εκτυφλωτικά, χρώματα, τα οποία, παίζοντας άμεσο ρόλο σε μένα, περνούν κυριαρχικά και στα έργα μου. Όσο για τα μεγάλα μεγέθη είναι περιστασιακό φαινόμενο. Πότε - πότε, μου αρέσει να αναμετρηθώ και σωματικά με το ίδιο μου το έργο. Παράλληλα όμως βγαίνουν από τα χέρια μου και έργα πολύ μικρών διαστάσεων, που ανταποκρίνονται απόλυτα στην αρχική μου ιδέα. Δεν αναζητώ ποτέ την πηγή της διάθεσής μου στο φυσικό μου περιβάλλον. Μπορώ να ζωγραφίσω οπουδήποτε αλλά όχι οποτεδήποτε. Δεν έχω ανάγκη από εξωτερικά ερεθίσματα για να εμπλακώ με το κάθε έργο μου. Ό,τι μου χρειάζεται γι’ αυτό, το ψάχνω και το βρίσκω μόνο μέσα μου. Η τέχνη μου, αν παριστάνει κάτι, είναι μόνο εμένα τον ίδιο».
* Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, τη δεκαετία του ’80, υπάρχουν και «ξενόφερτα» χρώματα της ζωγραφικής σας παλέτας, που αποτυπώσατε στον «ελληνικό» σας, πλέον, καμβά;
«Στο τόπο μας δεν υπάρχουν ‘ξενόφερτα’ χρώματα, δεν υπάρχει ξενόφερτο ‘φως’. Έχουμε το φυσικό απόθεμά τους και μπορούμε να κάνουμε και ‘εξαγωγή’».
* Μπορείτε παρακαλώ, να περιγράψετε για τους αναγνώστες μας, αυτή την ιδιαίτερη χρωματική κινητικότητα στην τεχνική σας και να μας μιλήσετε για τη «χειρονομιακή γραφή» που χαρακτηρίζει τα έργα σας;
«Δεν περιγράφεται ούτε αναλύεται η διαδικασία της τέχνης και ακόμη λιγότερο η κινητικότητά της. Ασφαλώς ξέρω να κάνω τη δουλειά μου, αλλά το ‘πώς’ συμβαίνει να φαίνεται σαν αχειροποίητη είναι η μόνη μου ανταμοιβή».
* Ποια ήταν τα συναισθήματα που σας προκάλεσε η πρώτη ατομική σας έκθεση;
«Πού να θυμάμαι μετά από τόσον καιρό! Ήμουν μόνο είκοσι δύο χρόνων! Σίγουρα μένει το τρακ, που με ακολουθεί συστηματικά, από τότε έως σήμερα, σε κάθε μου έκθεση».
* Στη μεγάλη πορεία της καλλιτεχνικής σας διαδρομής, ποιες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη σας;
«Αν εννοείτε πρότυπα, είχα και συνεχίζω να έχω πάντα. Τα μουσεία είναι ευτυχώς γεμάτα με καλύτερα έργα από τα δικά μας. Δεν μπορεί κανείς να πάει μπροστά αν δεν υπάρχουν διαρκώς άλλοι καλύτεροι. Το παρήγορο είναι ότι, την ώρα της δουλειάς, ο καθένας μας έχει ίσα δικαιώματα στην τέχνη, που μας χωράει όλους. Αν εννοείτε πρόσωπα, στο Παρίσι αλλά και εδώ, έτυχε να γνωρίσω αρκετούς από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής. Μερικοί με τίμησαν με τη φιλία τους. Ποια ονόματα να πω και ποια ν’ αφήσω».
* Ποια η θεώρησή σας για την τέχνη; Είναι προνόμιο των λίγων ή αναγκαιότητα όλων; Και σε ποιο επίπεδο πιστεύετε ότι βρίσκεται, σήμερα, στην καθημερινότητα των Ελλήνων, σε κλειστούς αλλά και ανοιχτούς χώρους;
«Η τέχνη πρωτοεμφανίζεται, απροειδοποίητα, σε μερικούς ανθρώπους, από ανάγκη αποκλειστικά δική τους. Δεν ξέρω αν το αποτέλεσμά της μπορεί να γίνει αναγκαιότητα των πολλών. Οι λίγοι, όμως, όταν θέλουν, την κάνουν προνόμιό τους. Στην εποχή μας μάλιστα, την κλειδώνουν και σε τραπεζικές θυρίδες. Η καθημερινότητα στην Ελλάδα δείχνει να έχει άλλες προτεραιότητες. Το συχνά, φαιδρό μάθημα των εικαστικών δεν αρκεί για να εξοικειώσει τα Ελληνόπουλα με την Τέχνη. Οι μεγαλύτεροι, συνήθως αδιάφορα, τη συναντούν, εφαρμοσμένη, στον περίγυρό τους. Στους ανοιχτούς χώρους ευκολότερα δέχονται τα γνωστά ηρώα στους διάφορους πεσόντες, παρά τα μεγάλα μνημεία που χαρακτηρίζουν και οριοθετούν τις σύγχρονες πόλεις του εξωτερικού».
* Υπάρχουν όρια στην τέχνη; Και ποιος τα καθορίζει;
«Σε περασμένες πλέον και ιστορικά καταδικασμένες, σκοτεινές εποχές απολυταρχικών καθεστώτων, η τέχνη στρατεύτηκε με όρια και υποχρεωτικές κατευθύνσεις. Εύγλωττο παράδειγμα η συγκλονιστική καλλιτεχνική ρωσική πρωτοπορία και οι περιπέτειές της. Αυτό, τελικά, δεν κράτησε παρά μόλις μερικές δεκαετίες. Ελάχιστος χρόνος στην ιστορία της Τέχνης, που είναι από την αρχή παράλληλη με την ιστορία του ανθρώπου. Αν υπήρχαν όρια στην τέχνη δεν θα υπήρχαν ελεύθεροι καλλιτέχνες και χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε καν η Τέχνη».
* Ποια είναι τα μελλοντικά σχέδιά σας; Ετοιμάζετε κάποια έκθεση αυτό το διάστημα;
«Τα σχέδια δεν σταματάνε ποτέ. Είναι κινητήρια δύναμη. Υπάρχουν όμως περίοδοι περισυλλογής και μικρότερης δραστηριότητας. Μετά την πρόσφατη έκθεσή μου «Επανεισάγοντας το Χρώμα», στην Αθήνα, σε λίγες μέρες, στις 22 Αύγουστου, θα παρουσιάσω εικοσιένα νέα έργα μου, σε μια έκθεση απολύτως «ιδιωτική», στο σπίτι ενός εκλεκτού φίλου, στην Κεφαλονιά. Είναι ένα διαφορετικό καλοκαιρινό μου ‘Παιχνίδι μετά μουσικής’. Την έκθεση θα πλαισιώσει συναυλία της ορχήστρας των Χρωμάτων και άλλες μουσικές εκδηλώσεις. Θα μαζευτούν καμιά πεντακοσαριά φίλοι. Θα είναι κάτι αλλιώτικο...».
* Με ιδιαίτερα τιμητικά λόγια αναφέρθηκε στο γνωστό καλλιτέχνη ο πρόεδρος της Πινακοθήκης Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα κ. Μάριος Ξηρομερίτης, ο οποίος επισήμανε τα εξής: «Είναι μεγάλη τιμή το γεγονός ότι η Πινακοθήκη αποκτά μια ξεχωριστή προβολή μέσα από την προσωπικότητα του Κώστα Πανιάρα, ύστερα από την εισαγωγή του στην Καλλιτεχνική Επιτροπή. Η παρουσία του θα ανοίξει νέους δρόμους επικοινωνίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό διευρύνοντας τους καλλιτεχνικούς ορίζοντες του Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα.