«Ένας βόλος από ασήμι» το διήγημα του Λαρισαίου ιατρού- υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρίστου Χρυσοστόμου Λιάπη και με αυτό κατάφερε να βραβευτεί σε Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό στην Αργεντινή. Πηγή έμπνευσης και αναφοράς ο μεγάλος στρατηλάτης Αλέξανδρος που έδωσε στον τριαντάχρονο ιατρό τη σπίθα για να γράψει με ιστορική ακρίβεια, αφηγηματική ενέργεια και σπάνιες λογοτεχνικές αρετές τις τελευταίες ώρες του Μακεδόνα Βασιλιά, την ανασκόπηση της ζωής και της εκστρατείας του και τα οράματά του για το μέλλον και το πνευματικό μεγαλείο του Ελληνισμού. Ο κ. Λιάπης μιλά στην «Ε» για το διήγημά του και την αγάπη του στη λογοτεχνία.
* Μιλήστε μου για το διήγημά σας «Ένας βόλος από ασήμι» που διακρίθηκε στον διαγωνισμό.
Θα προτιμούσα να ξεκινήσω με μία αναφορά στον ίδιο τον Μεγάλο Αλέξανδρο, ο οποίος πέρα από ικανότατος στρατιωτικός ηγέτης υπήρξε ένας πρωτοπόρος οραματιστής, εισάγοντας στην παγκόσμια ιστορία αλλά και υλοποιώντας, στον βαθμό που του επέτρεψε η σύντομη ζωή του, την έννοια του οικουμενισμού και της σύνθεσης των πολιτισμών. Το διήγημά μου κινείται πάνω σε αυτούς τους νοηματικούς άξονες. Είναι σφαιρωμένο γύρω από τη συναρμογή, ανάμεσα στο μεγάλο του όραμα, τις κατακτήσεις και τις πολεμικές συγκρούσεις από τη μια και τις ανθρώπινες πλευρές, τις εσωτερικές του συγκρούσεις και ανησυχίες από την άλλη. Ο Μακεδόνας Βασιλιάς παρουσιάζεται μέσα από την αντίστιξη ανάμεσα στο θεϊκό μύθο που περιέβαλε τη ζωή του και τη θνητότητα που αναπόδραστα χαρακτηρίζει τη μοίρα όλων των ανθρώπων. Αυτός που έφτασε να κρατά την υδρόγειο στην παλάμη του (...παρότι τότε οι πρόγονοί μας πίστευαν ότι η γη ήταν επίπεδη και όχι σφαίρα) παρουσιάζεται, στις τελευταίες ώρες της ζωής του, να κρατά τον παιδικό του βόλο και να επαναφέρεται στη βασική αφετηρία της ζωής του, στα παιδικά του όνειρα. Όνειρα για όλον τον ελληνισμό αλλά και για όλον τον κόσμο. Η επιθανάτια αγωνία του επεκτείνεται σε μια αγωνία για το μέλλον του ελληνισμού. Σε μια ανασκόπηση των χαρισμάτων αλλά και των ελαττωμάτων της φυλής μας. Στο διήγημά μου προσπάθησα να γράψω για τον Αλέξανδρο όπως εκείνος έζησε. Ξεπερνώντας τους ορίζοντες του καθημερινού χρόνου, στραμμένος στην πλατιά προοπτική του ιστορικού χρόνου. Με την τόλμη του ανθρώπου που εξωτερικεύει και μοιράζεται με τους άλλους το διορατικό όραμά του και την ίδια στιγμή δεν φοβάται να κοιτάξει διεισδυτικά μέσα του, αντιμετωπίζοντας μόνος του τους εσωτερικούς του δαίμονες, στις σκοτεινές γωνιές των μαντείων της Σίβα αλλά και του μυαλού του.
* Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για αυτό το διήγημα;
Η μεγαλοφυής προσωπικότητα, η θρυλική ζωή και η ανυπέρβλητη ιστορική κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποτελούν διαχρονική πηγή έμπνευσης για κάθε Έλληνα αλλά και για κάθε πολίτη του κόσμου. Με το λαμπερό ίχνος που άφησε στον ιστορικό ορίζοντα, αγγίζοντας τα όρια του μύθου, κατέκτησε όχι μόνον «τες εκτεταμένες επικράτειες» της Ασίας -για να χρησιμοποιήσω τους στίχους του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή- αλλά και τη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων, που στους ύστερους χρόνους, ανεξαρτήτως εθνικότητας και φυλής, γοητεύτηκαν και γοητεύονται από τα κατορθώματα, τη διορατικότητα και την πορεία του, η οποία ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια. Είναι λοιπόν φυσικό να πυροδοτεί και τη δική μου φαντασία, την ιστοριογραφική αναζήτηση και τη λογοτεχνική έκφραση. Γιατί, όπως έγραψε ο Ελύτης, «όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύρας».
Τώρα, σε ό,τι αφορά στην πρωταρχική πηγή έμπνευσης του συγκεκριμένου διηγήματος, οι ρίζες της θα πρέπει να αναζητηθούν στα παιδικά μου χρόνια και σε ένα παλιό βιβλίο που είχα ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Προκειται για το έργο του Γάλλου Ακαδημαϊκού και πρώην Υπουργού Πολιτισμού Maurice Druon “Le Roman d’ un dieu” ή επί το ελληνικότερον «Η μυθιστορία ενός Θεού», το οποίο αναφέρεται στη ζωή του Μακεδόνα Στρατηλάτη. Ίσως, λόγω αυτού του συναισθηματικού πυρήνα και της χρονικής αφετηρίας της έμπνευσής μου, να διάλεξα και τον συγκεκριμένο τίτλο. Γιατί, όσα χρόνια και αν περάσουν, κατά βάθος είμαστε όλοι παιδιά, μεγαλωμένα ανάμεσα σε παλιά βιβλιά και μεταλλικούς βόλους. Παιδιά που ονειρεύονται να ξεπεράσουν τα όρια της καθημερινότητας. Να ξεπεράσουμε το μικρό, το εφήμερο και το ευτελές και να ατενίσουμε με αισιοδοξία, ενήλικο πείσμα αλλά και άδολη παιδική ματιά, προς το μεγάλο, το διαχρονικό και το σημαντικό.
* Πώς παρουσιάζεται ο Μεγαλέξανδρος μέσα από το έργο σας;
Θα ήταν σίγουρα τουλάχιστον αφελές να πιστεύω πως μπορεί να παρουσιαστεί επαρκώς μία προσωπικότητα αυτού του βεληνεκούς, για την οποία έχει χυθεί άφθονο ιστοριογραφικό μελάνι, στα στενά όρια ενός διηγήματος. Αυτό που επιχείρησα, μέσα από τη γλώσσα της λογοτεχνικής αφήγησης, είναι να εμφανίσω τον Αλέξανδρο ως έναν φωτεινό κομήτη που διέλαμψε στο ιστορικό στερέωμα, φλογισμένος από τη λάβα της μεγαλοφυίας του και στο τέλος κάηκε από την ίδια τη φωτιά που μαινόταν μέσα του και γύρευε να κυριεύσει τον κόσμο. Πυρακτωμένος από τη διαρκή εσωτερική σύγρουση της απαράμιλλης χαρισματικότητας με τα ανθρώπινα ελαττώματα της προσωπικότητάς του, έσβησε μέσα στις φλόγες του πυρετού. Με τη φωτεινή του όμως τροχιά μάς δείχνει ακόμη τον αιώνιο δρόμο της νίκης, της μάχης και της σύνθεσης. Μιας νίκης της υπεροχής που κρύβουμε μέσα μας, απέναντι στη μετριότητα με την οποία μας φέρνει συχνά αντιμέτωπους ο έξω κόσμος αλλά και ο «άλλος» μας εαυτός.
Γιατί ο καθένας μας κρύβει μέσα του μάχες στον Γρανικό με καμένα τα καράβια του για να μην υπάρχει επιστροφή. Κρύβει τις σκληρές συγκρούσεις με τα δρεπανηφόρα των αρνήσεων και των ματαιώσεων που μας επιφυλάσσει καθημερινά η ζωή. Κρύβει τη γέννηση της Αλεξάνδρειας αλλά και την πυρπόλυση της Θήβας. Κρύβουμε κάτι από τις νικηφόρες επελάσεις της Ισσού και των Γαυγαμήλων. Κρύβουμε το μεγαλείο της διαρκούς μάχης απέναντι στη φθορά αλλά και τη μικρότητα της αχαριστίας απέναντι στον Κλείτο που μπορεί να μας προστάτεψε από το ζηλόφθονο χέρι κάθε Σπιθριδάτη, αδυνατεί όμως να μας προστατεύσει από τον άλλον, τον μεγαλύτερο εχθρό μας, τον «ενάντιο εαυτό», που με το αγριεμένα κοροϊδευτικό πρόσωπο του Διονύσου εμφανίζεται στον πάτο κάθε ποτηριού που αδειάζουμε. Ξεκίνησα θέλοντας να γράψω την ιστορία του ανθρώπου Αλέξανδρου. Τελικά είδα πως έγραφα την ιστορία του ανθρώπου.
* Τι πιστεύετε ότι ήταν αυτό που οδήγησε στη διάκριση του έργου σας μεταξύ των 200 συμμετοχών;
Το ότι το έγραψα με την καρδιά μου. Ισορροπώντας ανάμεσα στην ιστορική ακρίβεια και τη λογοτεχνική αδεία, μετέφερα το κέντρο βάρους της αφήγησης από τις μάχες στην Ισσό και τον Υφάση στον Γόρδιο Δεσμό που έκρυβε μέσα στην καρδιά του ο Αλέξανδρος. Στα υπαρξιακά του ερωτηματικά, στον ψυχικό του κόσμο που πυρπολούνταν από τις φωτιές της μεγαλοφυίας, της διάκρισης, της διαρκούς επίτευξης νέων στόχων αλλά και της αλαζονείας, της οργής και της φιλοδοξίας. Γιατί κάθε άνθρωπος είναι και ένας ολόκληρος κόσμος και αυτό αποκτά ξεχωριστή σημασία όταν γράφεις για τον άνθρωπο που ήθελε να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο.
Το δίπολο μάχης και σύνθεσης που χαρακτήρισε, σε επίπεδο εθνών και πολιτισμών, τη ζωή του Μεγάλου Μακεδόνα, επιχείρησα να το μεταφέρω στο εσωτερικό, ψυχαναλυτικό επίπεδο, τόσο του ίδιου του Αλέξανδρου, όσο και κάθε ανθρώπου – αναγνώστη, ο οποίος βιώνει τις εσωτερικές του συγκρούσεις και μάχεται για τη σύνθεση των εναντιομερών της ανθρώπινης φύσης. Φαίνεται πως αυτό εκτιμήθηκε από τους κριτές, τους οποίους και ευχαριστώ για την τιμή που μου επιφύλαξαν.
* Πώς προέκυψε η ενασχόληση με τη λογοτεχνία;
Η Κική Δημουλά, στο «Λίγο του κόσμου» γράφει πως η «ασφυξία των διαστάσεων γεννά την έμπνευση». Σε αγχώδεις καιρούς πανελληνίων ξεκίνησα να γράφω για ένα... μυρμήγκι που σκαρφάλωνε και κέρδισα το πρώτο βραβείο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό των Λυκείων. Η πληθώρα και η ένταση των ακαδημαϊκών και κλινικών υποχρεώσεων που συνοδεύουν την ιατρική εκπαίδευση δεν μου έδωσε τον συγγραφικό χρόνο και τις ευκαιρίες που θα ήθελα. Κράτησα όμως την επαφή μου με τη γραφίδα, μέσα από τις σελίδες της «Ε» και την αρθρογραφία μου εκεί. Τώρα ήρθε αυτό το διήγημα για τον Αλέξανδρο, αντλώντας έμπνευση από το «πολύ του κόσμου» που αυτός δημιούργησε με το πέρασμα τα όνειρα και τις συγκρούσεις του με τους εξωτερικούς και τους εσωτερικούς εχθρούς. Γράφουμε για να αποκοιμίσουμε τους εσωτερικούς μας δαίμονες. Για να αντιπαλέψουμε τη φθορά και την απώλεια με την (εξ)ιστόρηση. Γράφουμε για αλλοτινούς καιρούς και κόσμους, γιατί εμείς είμαστε οι αλλοτινοί καιροί, οι άγνωστες χώρες και τα μακρινά ταξίδια. Είμαστε οι ιστορίες που ακούσαμε και αυτές που είπαμε.
* Υπάρχουν κοινά σημεία με την Ιατρική;
Η Ιατρική, αν και αποτελεί εφαρμογή των θετικών επιστημών και κυρίως της Βιολογίας και της Χημείας στην κλινική πράξη, παραμένει, ή τουλάχιστον πρέπει να παραμένει, μια ανθρωπιστική επιστήμη, στο βαθύτερο ηθικό περιεχόμενό της. Και αυτό είναι το κοινό σημείο επαφής της με τη λογοτεχνία. Και οι δύο έχουν ως σημείο αναφοράς τον άνθρωπο και τη ζωή του.
Εξάλλου, το συγκεκριμένο διήγημά μου εκτυλίσσεται ουσιαστικά επί της κλίνης του θνήσκοντος Αλεξάνδρου. Πρόκειται δηλαδή για ένα έργο το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, μιλάει για τις τελευταίες στιγμές ενός αρρώστου. Η ιατρική είναι μια διαρκής πάλη της ζωής απέναντι στον θάνατο και τη φθορά. Η τέχνη, άρα και η λογοτεχνία, καλούνται να αντιπαλέψουν με το εφήμερο, να αποκαλύψουν, μέσα από τον λόγο και τις αρετές του, τη βαθύτερη αλήθεια που κρύβουν οι ιστορίες που γεννά η ζωή ή η φαντασία. Η τέχνη του Ιπποκράτη πάλι, αναζητά τη διαρκή αλήθεια της προσφοράς στον πάσχοντα άνθρωπο. Στον άνθρωπο που όσο δυνατός και αν υπήρξε στη ζωή του είναι ανίσχυρος απέναντι στην αρρώστια και στο αναπόδραστο τέλος. Η καταγραφή αυτής της ευαίσθητης κατάστασης που βιώνουμε καθημερινά όλοι οι γιατροί, μπορεί να βρει τη διέξοδό της και στη λογοτεχνία.
Μέσα από την επιθανάτια αγωνία του Μεγαλέξανδρου, προσπάθησα να ζωντανέψω αφηγηματικά όχι μόνο τη θρυλική πορεία των μαχών και των επελάσεών του αλλά και το βαθύτερο ψυχαναλυτικό περιεχόμενο των σκέψεων, των κινήτρων και των προβληματισμών του και, καθώς έχω επιλέξει ως ειδικότητα την ψυχιατρική, βλέπω να αυξάνονται τα σημεία επαφής ανάμεσα στο λειτούργημα που ασκώ και τη λογοτεχνία.
Γιατί κάθε θνητός είναι και ένας χωμάτινος σβόλος και η δύναμη της ανθρώπινης ψυχής, της καρδιάς και των ονείρων μας μπορεί να κάνει αυτόν τον σβόλο να διαλάμψει με τις πολύτιμές μαρμαρυγές τού χρυσού και του ασημιού.