«Μοιρολόγι της Φώκιας», «Έρως – Ήρως» και «Άνθος του Γιαλού». Τρία διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τρεις ιστορίες ενός μεγάλου διηγήματος που απορρέουν από τη φαντασίωση του Παπαδιαμάντη καθώς στο μυαλό του ζει ένας έρωτας, που εκδηλώνεται στο πρόσωπο μιας κοπέλας, η οποία όμως παντρεύεται κάποιον άλλο και τότε ο δημιουργός οδηγεί την κοπέλα με τη βάρκα του μαζί με το γαμπρό και τη μητέρα του, στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί φαντασιώνεται ότι βουλιάζει τη βάρκα, σώζει την κοπέλα και πνίγει τους άλλους. Μια τρικυμία συναισθηματικής φαντασίωσης στο μυαλό του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη βασισμένη σε μια ιστορία αγάπης η οποία δεν είναι μακριά από την πραγματική ιστορία του μεγάλου μας πεζογράφου, όπως έχουν σημειώσει έρευνες για τη ζωή του που τη σκίαζε ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν οι θεατρόφιλοι του Θεσσαλικού Θεάτρου στο «Θέατρο του Μύλου» έως τις 25 Απριλίου.
Η παραπάνω σύντομη περιγραφή είναι ο κορμός της παράστασης μας λέει ο γνωστός ηθοποιός Τάκης Χρυσικάκος που πρωταγωνιστεί στο έργο «Άνθος του Γιαλού» τονίζοντας ότι το α’ μέρος της παράστασης, «Το Μοιρολόγι της Φώκιας», αποτελεί και το μεγάλο ποιητικό του έργο που διδάσκεται σε όλα τα πανεπιστήμια του εξωτερικού που έχουν έδρα ελληνικής φιλολογίας και χαρακτηρίζεται ως η υψηλή του ποίηση. Το τελευταίο διήγημά του, το «Άνθος του Γιαλού» μιλά για τους λεγόμενους αλαφροΐσκιωτους, για τους ρομαντικούς θα λέγαμε σήμερα, οι οποίοι δεν συμβιβάζονται στη σκληρή πραγματικότητα και επιμένουν να αιθεροβατούν σημειώνει ο κ. Χρυσικάκος μιλώντας στην «Ε» για τα τρία διηγήματα που ουσιαστικά είναι οι τρεις πλευρές του Παπαδιαμάντη, τρεις εκπληκτικές ανθρώπινες διαστάσεις που εκθειάζονται μέσα από την εξαιρετική παράσταση του Θεσσαλικού Θεάτρου.
Συνέντευξη στην Κανέλα Κοπάνου
* Κύριε Χρυσικάκο, ποιο είναι το κοινό σημείο αυτών των τριών διηγημάτων που αλληλοσυμπληρώνονται στη σκηνή του «Θεάτρου του Μύλου;»
«Κοινός παρανομαστής είναι ο αφηγητής συγγραφέας ο οποίος ζει αφηγούμενος τα διηγήματά του και η φαντασία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ο οποίος έζησε περισσότερο στα έργα του και όχι στη ζωή του. Στην καθημερινή του ζωή ο Παπαδιαμάντης έζησε στερημένος κοινωνικά, ερωτικά, αποτραβηγμένος, μοναχικός, πονεμένος από όσα μας λένε οι βιογράφοι και όσοι ασχολήθηκαν μαζί του. Υπήρξε δηλαδή ένας πολύ «δυστυχισμένος» άνθρωπος που έζησε μια πλούσια ζωή μέσα στο μυαλό του, μέσα από τα έργα του. Εκεί έζησε τους έρωτές του, εκεί έζησε τα πάντα».
* Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δημιουργεί δηλαδή μια άλλη ζωή μέσα από τα διηγήματά του. Είναι γνωστό ότι είναι βαθιά συναισθηματικός και θρησκευτικός. Ταυτίζεστε με αυτά τα στοιχεία;
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο. Συναισθηματικός είναι. Νομίζω ότι αν αφαιρέσουμε το θρησκευτικό στοιχείο, τη μεγάλη πίστη που έχει ο Παπαδιαμάντης, δεν θα τον κατανοήσουμε. Η πίστη του είναι πολύ μεγάλη και αυτός που θα παίξει Παπαδιαμάντη πρέπει να πιστεύει. Αν δεν πιστεύεις δεν μπορείς να παίξεις Παπαδιαμάντη. Και η θητεία μου στο Άγιον Όρος και η σχέση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Εκεί μόνο μπορεί να καταλάβει κανείς την ταπεινότητα του λόγου του Παπαδιαμάντη. Το Άγιο Όρος είναι όπως και η ζωή. Υπάρχουν και εκεί φαιδρά πράγματα αλλά υπάρχουν και πατέρες που αγγίζουν την αγιότητα επιλέγοντας έναν πραγματικά πνευματικό τρόπο ζωής. Με οδήγησαν τα βήματά μου σε αυτούς του άγιους ανθρώπους καθώς βρίσκεις αυτό που ψάχνεις στη ζωή και κατάλαβα πώς μπορεί να ειπωθεί αυτός ο λόγος του Παπαδιαμάντη χωρίς υπερβολές, χωρίς εγωκεντρισμό. Η ερμηνεία των κειμένων δηλαδή δεν γίνεται απλά και μόνο για να ικανοποιηθεί η ματαιοδοξία σου και να ακούσεις τα μπράβο του κόσμου αλλά γίνεται γιατί το έχει ανάγκη η ψυχή σου».
* Είναι μια άνευ ενοχών παραδοχή του εαυτού μας στους γύρω μας; «Ξεγυμνωνόμαστε επομένως συναισθηματικά» και δεν ντρεπόμαστε να είμαστε αληθινοί;
«Νομίζω ναι, απόλυτα. Πιστεύω ότι αυτό που εκπλήσσει στην παράσταση αυτή το θεατή είναι αυτό το γεγονός. Ότι ο θεατής δηλαδή βλέπει κάτι που δεν περιμένει να το δει και αυτό είναι η αλήθεια. Αυτός ο ζωντανός τρόπος της αφήγησης κάνει το εξής μαγικό: διευκολύνει το θεατή να ταξιδέψει μαζί του και να δει αυτά τα πράγματα, αυτές τις εικόνες. Σαν να διαβάζει ένα βιβλίο. Οι θεατές μου λένε πολλές φορές: ήταν ένας άνθρωπος επάνω στη σκηνή αλλά εμείς είδαμε πολλούς να παίζουν, ταξιδέψαμε σε πολλά μέρη».
* Η γλώσσα του είναι ιδιαίτερα περιγραφική; είναι δυσνόητη στο κοινό;
«Ο Διονύσης Τσακνής που παρακολούθησε τη γενική δοκιμή μου είπε: τι μουσική έχει αυτή η γλώσσα…Επίσης, όπως έχει προκύψει από έρευνες για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη χρησιμοποιούσε στα έργα του δεκατρεισήμισι χιλιάδες λέξεις με δεύτερο τον Ελύτη με τρεισήμισι χιλιάδες λέξεις. Έχει γράψει σε όλες τις γλώσσες όπως καθαρεύουσα, δημοτική, ντοπιολαλιές και δικές του λέξεις. Δεν είναι δυσνόητη καθόλου η γλώσσα του έργου γιατί αποδίδεται με έναν τρόπο σαν να είναι η καθημερινή του γλώσσα. Ο φυσικός τρόπος ομιλία δεν είναι παράξενος. Ηχεί σαν μουσική όλο αυτό».
* Έχετε βρεθεί στον ίδιο ρόλο και στο παρελθόν. Έρχεστε κάθε φορά πιο κοντά στον Παπαδιαμάντη;
«Κάθε χρόνος που περνάει αν δεν προσθέσω κάτι στην τεχνική μου και πνευματικότητα αισθάνομαι ότι ο χρόνος ήταν χαμένος. Αν ο χρόνος σου δώσει κάτι τότε γίνεται φίλος σου και όχι εχθρός σου. Κάθε φορά έρχομαι όλο και πιο κοντά και προσωπικά, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό γίνομαι λίγο καλύτερος από όσο ήμουν χθες. Σε όλα. Αναφέρομαι στην προσέγγιση της τέχνης, στην αντιμετώπιση των ανθρώπων, στον τρόπο ζωής μου, στο γεγονός ότι πλέον τα περιττά τα πετάω για να μπορέσω να ανυψωθώ. Αυτό που κατάλαβα γενικά στη ζωή μου, όπως και ο Παπαδιαμάντης, είναι ότι τα μεγάλα πράγματα είναι απλά και απέριττα, λιτά».