«Διερωτώμαι πόσα μαθήματα σοβαρού θεάτρου μπορεί να δώσει μια πραγματικά προσεγμένη παράσταση, όπως « ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ» στο Θέατρο Τεχνών. Εδώ και αρκετό καιρό έχουμε συνηθίσει στις (ας μου επιτραπεί ο όρος) «ντεκαφεϊνέ» παραστάσεις. Έργα εύκολα στη δράση τους, παραστάσεις με ανεπάρκεια αισθητικού κάλλους, δευτερεύουσας σημασίας και αξίας .Χρειαζόμαστε μια ισχυρή δόση θεάτρου, που η σκηνοθεσία του κ. Ανδρέα Ανδρεόπουλου μας τη χάρισε απλόχερα.
Το έργο του Γάλλου συγγραφέα Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό αποποιείται τον ανώνυμο καθημερινό ρόλο του έρωτα αποσπώντας του τα βέλη και εξανεμίζοντάς τα ως μόρια στη Φύση. Έτσι εξιδανικεύει τη Φύση την ανθρώπινη, που αιτιολογείται μέσα από τα σαρκώδη χείλη μιας Γυναίκας, τις φιλοσοφικές στιγμές ενός άντρα Κυνηγού και τα επιστολογράμματά τους. Ο Λακλό χωρίς να είναι επαγγελματίας δραματουργός συνέθεσε ένα έργο από άρτια μεταμφιεσμένους ήρωες. Μάσκα, πάνω στη μάσκα. Το φαίνεσθαι σ’ ένα διαρκές παιχνίδι με το είναι. Τι είναι αλήθεια τι είναι ψέμα; Ο Ισπανός Καλδερόν έγραψε πως η ζωή είναι όνειρο. Ο Λακλό πάλι πως η ζωή είναι ένα παζλ ψεύδους, έρωτα, μίσους, αγνότητας. Κι εμείς ; Τα πιόνια τους.
Σ’ αυτή την πανανθρώπινα ισχύουσα νομοτέλεια των συναισθημάτων κινείται η αξιόλογη καθ’ όλα σκηνοθεσία του κ. Ανδρέα Ανδρεόπουλου. Στο ξεκίνημα της παράστασης βλέπουμε το σκηνοθέτη και το συγγραφέα ως ένα πρόσωπο – σημειολογικά- να ενώνουν τις πανάρχαιες δυνάμεις τους για να κηρύξουν την Έναρξη της Θέασης της ζωής και του ανθρώπινου. Εξαιρετική σκηνοθετικά σύλληψη. Μάλιστα πρέπει να ήταν υποκινούμενη από τα ιδιότυπα παιχνίδια της γραφής του Μαριβώ. Εκεί όπου τίποτα δεν μένει ανεκμετάλλευτο και οι ταυτότητες καταργούνται. Είναι επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η παράσταση, ενώ οι ήρωες μιλούν ακατάπαυστα, δεν χάνει τίποτε από τον ήχο και τη ζωγραφιά της. Με απλά λόγια δεν «κάνει κοιλιά». Τα ευφυή σκηνοθετικά ευρήματα για να αποφευχθεί οποιαδήποτε δυσανεξία αρκετά. Ένας συμβατικός χορός, μιας λεπτής ευαισθησίας ξιφομαχία, και τα κωμικά μικροσκάνδαλα των υπηρετών. Σίγουρα σημαντικό ρόλο εδώ έχει διαδραματίσει και η εξαιρετική διασκευή της Μαρίας Γεωργιάδου, προσαρμοσμένη έντεχνα στην ελληνική γλώσσα, χωρίς να την απογυμνώνει από τη γαλλική φινέτσα. Επίσης, η μίμηση μιας πράξης και ενός γεγονότος που εκφράστηκε πανέξυπνα με αρωγό το σύγχρονο χορόδραμα, στο σημείο όπου ο άνθρωπος συγκρούεται με τη μοίρα του και το μέλλον του, προχώρησε τον λόγο πέρα από το σημείο της θνητότητάς του. Η σκηνή του χοροδράματος αποτέλεσε το αντίδοτο του ερωτικού λόγου ως προς την αντίφασή του.
Στο ρόλο του Βαλμόν ο κ. Αίας Μανθόπουλος αποφεύγοντας με ιδιαίτερη μαστοριά φανφαρονισμούς και στομφικές αλχημείες, δομεί έναν χαρακτήρα σε αλληγορική διάσταση του χρόνου. Είναι ο Βαλμόν του Λακλό αλλά και το σύγχρονο αδηφάγο αρσενικό που η φιλοσοφία των λόγων του δημιουργεί θύτες και θύματα. Επίσης, ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο την ελαφρά δόση ειρωνείας, την τυλίγει σ’ ένα κουβάρι ηθικής υπόκρισης, γεννώντας κωμικές πινελιές στη διάρκεια της δράσης. Ο κ. Ανδρέας Ανδρεόπουλος στο ρόλο του Ντανσενί, που λειτουργεί ως αντίποδας του Βαλμόν, πετυχαίνει να χτίσει μια γέφυρα ανάμεσα στη λησμονημένη και παρωχημένη εικόνα του ιππότη με την αλτρουιστική μορφή ενός ταξιδιώτη στο χρόνο και το χώρο. Η κ. Στέλλα Τσιάτσιου υποδυόμενη την madame de Merteir συνέλαβε άψογα το ρυθμό του ρόλου της. Ισορροπεί σε ένα τρισδιάστατο σχοινί λέξεων, μορφασμών και ακαμψίας. Αν και στο τέλος, το πέρασμά της από τη σκηνή έπρεπε να είναι πιο δυνατό. Είναι το ατρόμητο δαιμονικό μυαλό που συνεχώς επιτίθεται από όλα τις γωνιές. Το αξιοπερίεργο είναι πως δεν τραυματίζεται ποτέ. Δεν έχει ούτε μια αμυχή. Άρα δεν αποχωρεί τόσο εύκολα. Από την άλλη μεριά η κυρία Σοφία Καφφέ στο ρόλο της μικρής Σεσίλ, μας προβληματίζει. Παρουσιάζει μια εικόνα νοθευμένη από στομφώδεις λεκτικούς λυγμούς, χωρίς να μπορεί να τους ελέγξει. Δεν πατά στο σανίδι με σταθερότητα κι αυτό διαχέεται στην πλατεία. Επίσης, η κινησιολογική της ακαμψία στο χορόδραμα θα έπρεπε να διορθωθεί, ειδικά όταν ο συμπρωταγωνιστής έχει κάνει σπουδές στο κλασικό και μοντέρνο χορό. Δεν περιμένει κανείς βέβαια, να εμφανιστεί επί σκηνής η Σιντ Τσαρίς ή η Λέσλι Καρόν, απλά είναι προτιμότερη η κινησιολογική συμπόρευση από τη διασπασμένη δομή. Αντιθέτως, το κωμικό δίδυμο των υπηρετών με τον κ. Στέλιο Ντικούλη ως Αζολάν και την κ. Βασιλική Δούφα ως Τζούλια συνέδραμε ουσιαστικά για να μη χάσει η παράσταση τον ρυθμό της. Αναπτύσσεται μια χημεία μεταξύ τους-ήδη- από την έναρξη της παράστασης, κάτι που το αντιλαμβάνεται ο θεατής. το ερωτικό παιχνίδι με τις ματιές, τα σεξουαλικά πειράγματα, ο σαρκικός πόθος φτάνουν ανόθευτα στην κοινό. Και κάτι ακόμα πιο παράδοξο: ο κ. Ντικούλης ως κινητήριος μοχλός του κωμικού εκλαϊκεύει το Πάθος, το κάνει μέρος στη ζωή των υπηρετών, κάτι που είχε προικοδοτηθεί μόνο στους ευγενείς, και μαζί με την κ. Δούφα – που ομολογουμένως είναι υπέροχη και στα δραματικά γυρίσματα- χτίζουν το από κάτω Κείμενο. Η κ. Εύα Τριανταφύλλου στο ρόλο της κ. Ντε Τουρβέλ, άφησε τον εαυτό της να παρασυρθεί από την κινηματογραφική διασκευή του έργου, επηρεαζόμενη από την Μισέλ Φάιφερ που έπαιξε τον ίδιο ρόλο. Αλλά, ο κινηματογράφος δεν είναι θέατρο και τούμπαλιν. Άρα, ο τρόπος της ερμηνείας σαφώς διαφέρει, αφού στο θέατρο δεν υπάρχει το μοντάζ, απουσιάζει και η κάμερα. Εγκλωβίστηκε σε μια τυποποιημένη εμφάνιση, κάτι που είμαι σίγουρη πως ούτε η ίδια το επεδίωξε, αλλά την οδήγησε εκεί η προσπάθειά της να αποδώσει πιο μεστά το ρόλο. Η κ. Φανή Χουλιάρα ακουμπά σε μια στέρεη βάση το ρόλο της κ. Ντε Βολάνζ τον οποίο υποδύεται και δημιουργεί ένα μεστό πυρήνα αυθεντικότητας, βοηθώντας και τους συμπρωταγωνιστές της. Η κ. Βάνα Καταραχιά ως κ. Ντε Ροζμόντ, δεν απογύμνωσε από την αρχή την εικόνα της θελκτικότητας. Χρειάστηκαν αρκετές παραστάσεις για να το εκμηδενίσει. Διότι εδώ δεν παίζει τη σεξουαλικά απελευθερωμένη γυναίκα, ούτε το θηλυκό που έλκει τους άντρες. Η μορφή της ηρωίδας συνδέεται με το απάνεμο λιμάνι, τη νηνεμία. Πώς το δικαιολόγησε; Την πρώτη φορά που την είδα, η ερωτική αύρα αιωρούνταν. Τη δεύτερη φορά όμως είχε ήδη συντονιστεί με τον χαρακτήρα που υποδύεται. Τα σκηνικά της κ. Ελένης Δρίβα ευφυώς εμπνευσμένα από το οικουμενικό ταμπεραμέντο του Έρωτα και το καθολικό διανοουμενίστικο Ψεύδος οδήγησαν το έργο σε μια γαλαξιακή τροχιά, όπου τα πάντα κινούνται κυκλικά. Σε πανομοιότυπους ρυθμούς κινείται και η έξοχη μουσική του κ. Γιούρι Στούπελ. Οι φωτισμοί του κ. Πασχάλη Λόκα συνειδητά παίζουν το ρόλο τους ώστε η παράσταση να έχει το ρυθμό της. Τα κοστούμια της κ. Τσιάτσιου συμφωνούν με τη διαλεκτική του Χρόνου. Το Σήμερα θα μπορούσε να είναι το Χθες. Και το Χθες ίσως να είναι το Αύριο. Η κ. Αγγελούλη δεν στερείται φαντασίας. Η χορογραφία της αποζητά τη σκηνή.
Βέβαια, στη συγκεκριμένη παράσταση, αποφεύγεται η αφή,το άγγιγμα. Γεγονός που δημιουργεί σκηνική αμηχανία στους ηθοποιούς, ιδιαίτερα όταν έχουν μακρείς διαλόγους. Ναι, το γαλλικό θέατρο δεν δικαιολογεί υπέρμετρη αφή. Όταν όμως παίζεις με τους βώλους το Χρόνου πρέπει να παίξεις και στις συνήθειες που αλλάζουν κατά καιρούς. Αναμφίβολα, εντύπωση ξεχωριστή δημιουργεί και το τέλος του έργου που παρουσιάζεται με δύο πρόσωπα. Καθείς μας διαλέγει αυτό που τον εκφράζει.
Αν θέλουμε να μιλάμε για ουσιαστικό θέατρο, γιατί το ουσιαστικό είναι εκείνο που δημιουργεί τη συμφωνία ανάμεσα στον δραματουργό και το ακροατήριο, τότε πρέπει να επιδιώκουμε να βλέπουμε ως θεατές ή να ανεβάζουμε ως σκηνοθέτες- αντίστοιχα- ουσιαστικές παραστάσεις, χωρίς φανφαρονισμούς και αναρχικές ελευθερίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι «Επικίνδυνες Σχέσεις» συνηγορούν στην ιδέα του ουσιαστικού θεάτρου».
Κριτική ανάλυση από τη θεατρολόγο
κ. Βίλλυ Κίτσιου- Βογιατζή