Σε πρόσφατη συζήτηση, ο λόγος ήρθε στην ποιότητα μίας τηλεοπτικής σειράς ως παράγοντα επιτυχίας στην ανταπόκρισή της από το κοινό. Tο ότι η «διαφημιστική» ρήση–καραμέλα «αυτά θέλει το κοινό» είναι ένα ανυπόστατο μύθευμα, συνεπικουρούμενο ως άλλοθι μίας κατ’ ευφημισμού επιχειρηματολογίας αφενός για την επιβολή στο κοινό και αφετέρου για την απαλλαγή(;) ευθυνών των ιθυνόντων παραγωγών (από) πάσης φύσεως ευτέλειας τηλεοπτικών (όπως και θεατρικών ή κινηματογραφικών) σκευασμάτων, είναι κοινός τόπος όχι μόνο για όσους (συν)εργάζονται σε αυτά (ηθοποιούς, σκηνοθέτες κλπ), αλλά και για τους παραλήπτες του εκάστοτε προϊόντος, δηλ. το κοινό. Η πρόσφατη επιτυχία της τηλεοπτικής διασκευής του μυθιστορήματος της Βικτόρια Χίσλοπ «Το Νησί» με την τόση διαφορά κλάσεως από άλλες σειρές τόσο ως προς την παραγωγή όσο και στην απήχησή της από τους θεατές, το επιβεβαίωσε με τον πλέον απτό τρόπο, θέτοντας εύλογα και την παράμετρο της λογοτεχνικής βάσης ως εφαλτήριο άλλων καλλιτεχνικών έργων, όπως μίας τηλεοπτικής σειράς, μίας κινηματογραφικής ταινίας ή μίας θεατρικής παράστασης.
Το 2002 είχα συμμετάσχει στην τηλεοπτική σειρά της ΕΤ1 «Ασθενείς και Οδοιπόροι», που βασίζεται στο μυθιστόρημα του μεγάλου Γιώργου Θεοτοκά και αυτόν τον καιρό προβάλλεται σε επανάληψη. Ο αφηγηματικός του άξονας με τον έρωτα της ηθοποιού Θεανώς Γαλάτη για έναν Έλληνα και έναν Γερμανό κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως γνωστό είναι μυθοπλασία εμπνευσμένη από την αληθινή τραγική ιστορία της Ελένης Παπαδάκη. Εκεί υποδύθηκα τον δεκανέα Κάλφογλου και η δραματοποίηση του βιβλίου είχε γίνει από τον Γιάννη Τζιώτη, πολύπειρο σεναριογράφο, μεταξύ άλλων ταινιών όπως των «Ντάμα Σπαθί», «Επιχείρηση Απόλλων» και «Βυζαντινή Ραψωδία» του σπουδαίου Γιώργου Σκαλενάκη. Η σκηνοθεσία του Χρήστου Παληγιαννόπουλου, ενός ανθρώπου με σημαντική πορεία στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, μετά την επίσης επιτυχημένη μεταφορά του βιβλίου «Αθήνα–Θεσσαλονίκη» πέντε χρόνια νωρίτερα, είχε συγκροτήσει καίρια το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μίας πραγματικά εξαιρετικής σειράς.
Όμως οι ποιότητες ενός βιβλίου δεν μπορούν να προοιωνίσουν επ’ ουδενί την αντιστοιχία τους σε μία κινηματογραφική ή τηλεοπτική του διασκευή, πολύ περισσότερο να αποτελέσουν εχέγγυο για κάτι τέτοιο. Π.χ. πριν από περίπου τριάντα χρόνια και περισσότερο, και μάλιστα με τα πρωτόλεια για τα σημερινά δεδομένα μέσα της εποχής, η τηλεόραση είχε κατά κόρον σειρές βασισμένες σε βιβλία, πολλές από αυτές υπέροχα γυρισμένες και από σπουδαίους σκηνοθέτες και μάλιστα με μεγάλη και ουσιαστική απήχηση στο κοινό. Ενδεικτικά αναφέρω τον «Συμβολαιογράφο» του Γιώργου Μιχαηλίδη, τον «Χατζημανουήλ» του Γιάννη Σμαραγδή, την «Λωξάντρα» του Γρηγόρη Γρηγορίου, τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Ροβήρου Μανθούλη, τα αριστουργήματα «Το Λεμονοδάσος» της Τώνιας Μαρκετάκη και «Το 10» της Πηγής Δημητρακοπούλου, και τις δημιουργίες του μεγάλου Βασίλη Γεωργιάδη «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Οι Πανθέοι», «Γιούγκερμαν» και «Συνταγματάρχης Λιάπκιν». Η επιτυχία του «Νησιού» συνίσταται στην εμπνευσμένη κινηματογράφηση της έξοχης σεναριακής διασκευής της Μιρέλλας Παπαοικονόμου από τον σκηνοθέτη Θοδωρή Παπαδουλάκη και στη σύμπνοια της συνεργασίας των εξαίρετων ηθοποιών και συντελεστών της. Εύχομαι να υπάρξει και συνέχεια τηλεοπτικών σειρών με ανάλογες ποιότητες, ενδεχομένως και βασισμένες σε έργα της λογοτεχνίας, που αν μη τι άλλο έχουν να προσφέρουν ανεξάντλητα στέρεο υλικό δραματουργικής βάσης.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας
Ηθοποιός