Μία ευχάριστη συντροφιά για τις ημέρες των εορτών αποτελεί το βιβλίο της συγγραφέως Μαίρης Κοντζόγλου.
Το βιβλίο μέσα από τις σελίδες του περιγράφει τις ιστορίες δύο γυναικών που αν και δε γνωρίζονται μεταξύ τους μέσα από τα χτυπήματα της μοίρας καταφέρνουν να γνωριστούν και να διαπιστώσουν ότι η ζωή τελικά παίζει τα δικά της παιχνίδια...
Το βιβλίο αναφέρει: «Αρχές του 20ού αιώνα. Στα ταραγμένα χρόνια που ακολουθούν, δύο γυναίκες άγνωστες μεταξύ τους βιώνουν παράλληλα, αλλά διαφορετικά, τις προσωπικές τους ιστορίες και τα παγκόσμια γεγονότα.
Η Βασιλική, αρχοντοκόρη από τη Δυτική Μακεδονία, ζει μια παιδική ηλικία που σημαδεύεται από το θάνατο, τον πόλεμο και τις δύσκολες οικογενειακές σχέσεις. Στην εφηβεία πια, ασφυκτιώντας από τις κοινωνικές επιταγές, επαναστατεί και, με αφορμή έναν παράφορο έρωτα, κατορθώνει να κυνηγήσει το όνειρό της στην Αμερική.
Η Ιλαρία, φτωχοκόριτσο από τη Σμύρνη, ακολουθεί την οικογένειά της στην Κωνσταντινούπολη και μετά στη Μυτιλήνη, σ’ ένα μακρύ, πικρό ταξίδι, αναζητώντας αγάπη και σεβασμό. Στη Μυτιλήνη γίνεται τραγική μάρτυρας της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το ίδιο ανήμπορη, όμως, παρακολουθεί και το γκρέμισμα των ονείρων της για μια ευτυχισμένη ζωή.
Το γαϊτανάκι της μοίρας μπλέκεται, οι δύο γυναίκες γνωρίζονται και διαπιστώνουν ότι οι οικογένειές τους είναι άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους, με δεσμούς που έχουν παρασύρει και τις ίδιες σ’ ένα παιχνίδι αγάπης και θανάτου.
«Το παράξενο ζευγάρι, που θα μπορούσε να είναι ένα από τα χιλιάδες αντρόγυνα που ήταν ευτυχισμένα, αφού είχαν γλιτώσει –έστω και με απώλειες– από τη σφαγή, τη φωτιά, τους βιασμούς και την αιχμαλωσία, συνήθισαν να ζούνε μες στη σιωπή και στις κλεφτές ματιές, ματιές αναγνώρισης στην αρχή, ματιές για να αντιληφθεί ο ένας τα λόγια, τις πράξεις, το χαρακτήρα του άλλου λίγο αργότερα. Η Λαρώ έκανε τις λίγες δουλειές του «σπιτιού» αμίλητη και συνεσταλμένη, εκείνος καθόταν αμήχανος και κοιτούσε έξω από το παράθυρο, έβλεπε την αυλή με τους ασπρισμένους τενεκέδες και τις μαστιχιές, τους λιγοστούς ανθρώπους που μπαινόβγαιναν στις δικές τους κάμαρες, όλοι φτωχοί και όλοι προβληματισμένοι, τον ρωτούσε η Λαρώ αν ήθελε καφέ, αν ήθελε τσάι, αν ήθελε να φάει, όλο «όχι» απαντούσε εκείνος, τραβούσε το πόδι του βιαστικός, να της κάνει χώρο να περάσει, να μην της είναι εμπόδιο, «Άσε...» ψιθύριζε απαλά αυτή, τον λυπόταν που ήταν έτσι κλεισμένος μέσα, αλλά δεν είχε τι να του πει, δεν ήξερε πώς να κάνει την αρχή».
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Λιβάνη».