Ο Γιάννης Ιορδανίδης είναι ένας σκηνοθέτης που για το σύνολο της προσφοράς του στο θέατρο απέσπασε πολλές τιμητικές διακρίσεις.
Στο Παρίσι που δούλεψε για πολλά χρόνια πλάι σε αξιόλογους ηθοποιούς της γαλλικής κουλτούρας τιμήθηκε για τη σκηνοθετική του δουλειά με το Χρυσό μετάλλιο σκηνοθεσίας από τη διεθνή ακαδημία Παρισιού.
Εξίσου αξιόλογες είναι και οι συνεργασίες του στην Ελλάδα με πλειάδα ηθοποιών αλλά και με παραστάσεις που δόθηκαν στην Εθνική Λυρική Σκηνή και σε διεθνή φεστιβάλ.
Ο Γιάννης Ιορδανίδης έχει ασχοληθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια επιτυχώς με όλα τα είδη του ελληνικού θεάτρου.
Φέτος αν και έχει παράλληλες σκηνοθετικές υποχρεώσεις στην Αθήνα τον βρίσκουμε στη Λάρισα όπου και σκηνοθετεί τη νέα παράσταση του Θεσσαλικού Θεάτρου «Καλιφόρνια Ντρίμιν».
Πριν από δύο ημέρες το έργο παρουσιάστηκε στο κοινό και απέσπασε το πιο θερμό χειροκρότημα τόσο για τη σκηνοθετική επιμέλεια του ίδιου όσο και για τις ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών.
Με αφορμή λοιπόν αυτή την παράσταση η «Ε» τον συνάντησε και είχε μία συζήτηση μαζί του για τη συνεργασία του με το Θεσσαλικό Θέατρο και τον Κώστα Τσιάνο, αλλά και για όλα όσα αφορούν στο ελληνικό θέατρο και την τηλεόραση.
Συνέντευξη
στη Σοφία Ορφανιώτη
* Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με το Θεσσαλικό Θέατρο;
- Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με το Θεσσαλικό Θέατρο, η πρώτη μου επαφή ήταν όταν είχε φύγει ο Κώστας Τσιάνος και είχε αναλάβει τη διεύθυνσή του ο Κώστας Ζιάκας με τον οποίο συνεργάστηκα κατά το παρελθόν πολλές φορές.
Το καλοκαίρι του 2003 λοιπόν με κάλεσε για να σκηνοθετήσω το «Παραμύθι χωρίς όνομα» αυτή ήταν ουσιαστικά και η πρώτη μου συνεργασία με το Θεσσαλικό Θέατρο.
Στη συνέχεια ακολούθησε η παράσταση του Φιλοκτήτη με τον Νικήτα Τσακίρογλου, αλλά και μία γαλλική κωμωδία με σουρεαλιστικό χαρακτήρα ο «Ράφτης κυριών» του Ζορζ Φεντώ.
Πρέπει να σας πω ότι το Θεσσαλικό Θέατρο το αγαπώ, δεν είναι ένα οποιοδήποτε δημοτικό θέατρο, έχει μία τεράστια ιστορία πίσω του, φέτος συμπληρώνει 35 χρόνια παρουσίας και εύχομαι με την παράσταση του «Καλιφόρνια Ντρίμιν» να κλείσω με τον καλύτερο τρόπο αυτό το τόσο ευχάριστο καλλιτεχνικό γεγονός, πρέπει να σας πω ακόμη ότι το Θεσσαλικό Θέατρο είναι το μοναδικό περιφερειακό θέατρο που έχω συνεργαστεί μέχρι σήμερα.
* Επιλέξατε για την έναρξη της φετινής θεατρικής σεζόν ένα έργο του Βασίλη Κατσικονούρη με τίτλο «Καλιφόρνια Ντρίμιν», πείτε μας δύο λόγια για το έργο και για ποιους λόγους το ξεχωρίσατε;
- Το «Καλιφόρνια Νρίμιν» πραγματεύεται τη δυσκολία δύο νέων παιδιών, να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, την φυγή και την έξοδο από τη σκληρή πραγματικότητα που μπορεί να τους επιβάλει ένα σύστημα μέσα στο οποίο είτε δεν θέλουν είτε δεν μπορούν να ενταχθούν.
Δυστυχώς το όνειρό τους δεν θα πραγματοποιηθεί και έτσι θα επιστρέψουν με την ελπίδα πάντα στη σκληρή πραγματικότητα του σήμερα, αυτή που βιώνει η τραγική γενιά των 592 ευρώ για την ακρίβεια.
Και μόνο για αυτό το αδιέξοδο που έχουμε δημιουργήσει η δική μου η γενιά είναι υπόλογη...
Διότι πιστεύω ότι η κρίση δεν εμφανίστηκε από μόνη της, κάποιοι τη δημιούργησαν, κάποιοι την επιδίωξαν και την επέβαλαν, η κρίση δεν είναι μία Κυρία η οποία μας χτύπησε την πόρτα και μας είπε καλημέρα σας ήρθα... καθημερινά διαβάζουμε στον Τύπο δημοσιεύματα που ανήκουν στο χώρο της φαντασίας και όταν ο κ. Πάγκαλος βγαίνει και λέει ότι όλοι έκλεψαν, εμένα αυτό με εξοργίζει, ποιοι είναι όλοι αυτοί, εγώ δεν έκλεψα, ας πιάσουν αυτούς που έκλεψαν, παρακαλώ πολύ λοιπόν να με βγάλουν από τη λίστα.
* Υπηρετείτε το θέατρο τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχετε σκηνοθετήσει πάνω από ογδόντα παραστάσεις σε όλα τα είδη του θεάτρου, ποιο κατά τη γνώμη σας είναι αυτό που σας αντιπροσωπεύει περισσότερο.
- Κάθε είδος έχει τις δυσκολίες του, δεν μπορεί να πει κανείς ότι το αρχαίο δράμα είναι πιο δύσκολο από το μιούζικαλ ή ότι το κλασικό δραματολόγιο είναι πιο δύσκολο από το σύγχρονο. Είναι βέβαιο ότι τεράστιες δυσκολίες για παράδειγμα έχει η όπερα αλλά και το μιούζικαλ, αυτό όμως που έχει σημασία είναι πώς υπηρετεί κάποιος όλα αυτά τα είδη.
* Πιστεύετε ότι έχουν αλλάξει σήμερα οι συνθήκες δουλειάς στο ελληνικό θέατρο;
- Είναι αλήθεια ότι σήμερα είναι πιο δύσκολα τα πράγματα στο να δουλέψει κάποιος για το ελληνικό θέατρο, όταν εγώ ξεκίνησα την καριέρα μου, να φανταστείτε για πρώτη φορά μου δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσω στο θέατρο του μεγαλύτερου θεατρανθρώπου τότε της Γαλλίας του Ζαν Λουί Μπαρό, που ήταν ισοδύναμος με τον Λώρενς Ολιβιέ στην Αγγλία ή με τον Αλέξη Μινωτή στην Ελλάδα, ποιος θεατράνθρωπος λοιπόν θα με καλούσε πριν από τριάντα χρόνια στην Ελλάδα να σκηνοθετήσω σε ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα του τόπου; Κανένας! Εάν μου ανοίχτηκαν οι πόρτες όταν επέστεψα από τη Γαλλία είναι δυστυχώς διότι ήρθα με κάποια εύσημα από το εξωτερικό, πρώτα μου αναγνωρίστηκε μία σκηνοθετική ικανότητα στην Ευρώπη και μετά μου ανοίχτηκαν οι πόρτες στη χώρα μου. Στην Ελλάδα είχα την υποστήριξη κάποιων ανθρώπων όπως ήταν ο μεγάλος Μίνωας Βολανάκης που με κάλεσε να σκηνοθετήσω στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το «Σαλόνικα» που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία και μου άνοιξε το δρόμο για τις παραστάσεις στο ελληνικό θέατρο.
* Έχετε συνεργαστεί με Έλληνες και ξένους ηθοποιούς, ποιες συνεργασίες θα ξεχωρίζατε;
- Έχω σκηνοθετήσει πάρα πολλούς Έλληνες αλλά και ξένους ηθοποιούς, όπως ήταν ο Μισέλ Μπαρμπέ, ο Σαρλ Γκο Σαλές, η Ντενίζ Μπόσκορο Μπερ Μαρσί, μία πλειάδα ηθοποιών και μία πλειάδα θιάσων.
Έχω συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου αν όχι όλα και αν επιμένετε να ξεχωρίσω τρία από αυτά θα σας μιλούσα για τη συνεργασία μου με τον μεγάλο Αλέκο Αλεξανδράκη, τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη και την αλησμόνητη και αγαπημένη μου Βέρα Ζαβιτσιάνου.
Τρεις πολύ σπουδαίοι ηθοποιοί του ελληνικού θεάτρου με τους οποίους χάρηκα ιδιαίτερα τη συνεργασία, όσον αφορά σε ξένους ηθοποιούς θα έλεγα ότι η σημαντικότερη ήταν με τον έξοχο ηθοποιό του γαλλικού θεάτρου «Μισέλ Μπαρμπέ» που πρωταγωνίστησε στο μοναχικό της Αλεξάνδρας που ήταν η πρώτη μου παράσταση το 1983.
* Σήμερα βλέπουμε να σκηνοθετούνται έργα του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου, γιατί πιστεύετε ότι γίνεται αυτό κατά κόρον, δεν υπάρχουν συγγραφείς που να γράφουν αξιόλογα έργα;
- Πιστεύω ότι ίσως αυτά τα έργα να ανεβαίνουν με το σκεπτικό ότι φέρνουν το άρωμα μιας εποχής και επίσης ότι κουβαλάνε πίσω τους μία ιστορία. Τα περισσότερα από αυτά τα έργα είναι άκρως αγαπητά από τον κινηματογράφο αλλά κυρίως από την τηλεόραση που τα επαναλαμβάνει συνεχώς. Άρα η επιλογή βασίζεται στο γεγονός ότι τα έργα αυτά είναι διάσημα και βεβαίως και στη φιλοδοξία κάποιων ηθοποιών να συγκριθούν με κάποιους παλιότερους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου που είχαν ερμηνεύσει πρώτοι αυτούς τους ρόλους, για παράδειγμα ο Βασίλης Λογοθετίδης που κατά τη γνώμη μου είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας κωμικός ηθοποιός.
Η απόδοση των ρόλων από τον αξέχαστο Βασίλη Λογοθετίδη είναι τόσο σύγχρονη, μοντέρνα και αφαιρετική, ακόμη και σήμερα.
* Ποια είναι η σχέση σας με την τηλεόραση, θα σας ενδιέφερε κάποιου είδους συνεργασία;
- Σας λέω κατηγορηματικά όχι, διότι δυο - τρεις φορές που μου έγινε πρόταση για κάποια συνεργασία οι συνθήκες ήταν τόσο άθλιες, σχεδόν αντικαλλιτεχνικές και αυτό με έκανε να αποκτήσω μία αντιπάθεια προς το είδος και όχι μόνο δεν επιδίωξα αλλά δεν δέχτηκα καμία από τις προσκλήσεις που μου έγιναν να συνεργαστώ με την τηλεόραση.
Είμαι ουσιαστικά αυτό που λένε θεατρικός σκηνοθέτης ποτέ δεν απίστησα στο είδος, οι μόνες ατασθαλίες που έκανα ήταν μεταφραστικές, εννοώ ότι σε κάποιες από τις παραστάσεις μου μετέφρασα εγώ το κείμενο.
* Η χώρα μας περνά μία γενικότερη κρίση, αυτή έχει αντίκτυπο και στο ελληνικό θέατρο; Αν ναι πώς μεταφράζεται κάτι τέτοιο; Μιλάμε για πιο φθηνές παραγωγές;
- Όχι πιο φθηνές παραγωγές με την πεζή έννοια της λέξης, πιο οικονομικές θα έλεγα, αυτό όμως που πρέπει να δει κανένας είναι πως μέσα από την οικονομική κρίση δε θα πρέπει να χάνει το αισθητικό αποτέλεσμα.
Η οικονομική κρίση δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να είναι εις βάρος του καλλιτεχνικού αποτελέσματος και αυτό είναι θέμα ποιότητας, δηλαδή τι κουβαλάει ο καλλιτέχνης, ποια είναι η αισθητική του, η παιδεία του, η γνώση του, οι εμπειρίες του.
Πιστεύω ότι μπορείς να έχεις το ίδιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα κάνοντας ίσως κάποιες οικονομίες αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να δουλέψεις ένα έργο ακόμη περισσότερο.
Σαν κατακλείδα κ. Ορφανιώτη αυτής της πολύ ενδιαφέρουσας συνομιλίας μας θα ήθελα να πω στους φίλους του θεάτρου και όχι μόνο ότι το Θεσσαλικό Θέατρο έχει στο τιμόνι του έναν άνθρωπο σαν τον Κώστα Τσιάνο που του αφιερώθηκε ολοκληρωτικά και το οδηγεί με έμπνευση, όραμα και γνώση. Είναι εξαιρετική τιμή για το Θεσσαλικό Θέατρο να έχει καλλιτεχνικό διευθυντή τον Κώστα Τσιάνο που αποτελεί την ελπίδα του ελληνικού θεάτρου.