Του Δημήτρη Βάλλα
Το όργανο είναι από τα λεγόμενα «δύσκολα» στο χώρο της μουσικής και θεωρείται «σπάνιο» για την ελληνική πραγματικότητα καθώς ελάχιστοι ασχολούνται μαζί τους προτιμώντας κυρίως το πιάνο, το βιολί, την κιθάρα, το τραγούδι...
Έτσι από τα φαινόμενα στον ελληνικό χώρο θεωρείται η 24χρονη Λαρισαία Στέλλα Νικολαΐδη που από την ηλικία των 7 χρόνων έχει κυριολεκτικά παθιαστεί μ’ αυτό το παράξενο κλασικό όργανο και ουσιαστικά έχει αφιερώσει τη ζωή της σπουδάζοντάς το.
Συμμετέχοντας η ίδια σε μεγάλο διαγωνισμό για νέους σολίστ έρχεται ακόμα μία μεγάλη πρωτιά για τη Στέλλα καθώς μοναδική από τη Λάρισα και όχι μόνο στις 28 Απριλίου την κάλεσαν να παίξει στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα σόλο όμποε ερμηνεύοντας ένα κονσέρτο του Μότσαρτ.
ΑΠΟ ΤΟ ΩΔΕΙΟ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ
Με τη Στέλλα Νικολαΐδη συναντηθήκαμε όταν για λίγες ημέρες βρέθηκε στη Λάρισα σε διακοπές και για να επισκεφθεί τους γονείς της ώστε να ξαναφύγει αμέσως μετά για το Detmold της Γερμανίας όπου συνεχίζει τις σπουδές της με υποτροφία στην Ανωτάτη Ακαδημία Μουσικής.
«Από μικρή, θα μας πει, από ηλικία 7χρόνων πήγαινα στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας ξεκινώντας να μαθαίνω στην αρχή φλογέρα και έπειτα στα 11 μου χρόνια άρχισα το όμποε.
Το όμποε θεωρείται καθαρά κλασικό όργανο που χρησιμοποιείται στη συμφωνική ορχήστρα και στην κλασική μουσική και εξελίχθηκε κυρίως μετά το 1800.
Πράγματι, όπως λες, για τα ελληνικά δεδομένα θεωρείται σπάνιο όργανο καθώς ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και εγώ το γνώρισα μέσα από κομμάτια του Telemann, Vivaldi, Bach κ.ά. που άκουγε ο πατέρας μου που του άρεσε η μπαρόκ μουσική.
Στην μπαρόκ μουσική κυριολεκτικά το όμποε δεσπόζει σαν όργανο.
Μετά το Ωδείο και το Λύκειο σπούδασα 4 χρόνια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης ενώ ταυτόχρονα τέλειωσα και σπουδές στο όμποε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης.
Παρακολούθησα σπουδές έπειτα στην Ανώτατη Ακαδημία Μουσικής στην Κολωνία με καθηγητή τον διάσημο ομποΐστα Christian Schneider και τώρα τελειώνω τις σπουδές στην Ακαδημία Μουσικής του Detmold με καθηγητή τον Ούγγρο Jozsef Kiss.
Όσο για τον διαγωνισμό στο Μέγαρο Μουσικής έδωσα εξετάσεις, πέρασα και στις 28 Απριλίου θα είμαι στην Αθήνα...».
Έτσι απλά λοιπόν η Στέλλα από τη Λάρισα ξεκινώντας από το ΔΩΛ παίζοντας φλογέρα βρέθηκε στο Μέγαρο Μουσικής.
ΤΟ ΟΜΠΟΕ
Ξύλινο αερόφωνο με επιστόμιο από διπλή γλωττίδα. Κατάγεται από τον αρχαίο ελληνικό αυλό, την ρωμαϊκή τίμπια και τον ασιατικό ζουρνά.
Το όνομα όμποε προέρχεται από τη γαλλική λέξη «hautbois», που σημαίνει «υψηλό-ξύλο» ή «δυνατό-ξύλο». Στον μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκε κυρίως από ποιμένες, έως ότου αναγνωρίστηκε τελικά στις ορχήστρες στη Γαλλία το 1657.
Το όμποε κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε σε γαλλικές ορχήστρες περί το 1660 και λίγα χρόνια μετά στην Αγγλία. Αρχικά το όμποε είχε 6+1 οπές και 2 τάπες. Από τις αρχές του 19ου αιώνα το όμποε βελτιώθηκε στο γερμανόφωνο χώρο και εφοδιάστηκε με καινούργιες τάπες και μοχλούς. Παράλληλα εξελίχθηκε το γαλλικό μοντέλο του Conservatoir, το οποίο σταδιακά διαδόθηκε και χρησιμοποιείται σ' όλες τις ορχήστρες της Ευρώπης, με εξαίρεση τη Φιλαρμονική της Βιέννης, η οποία χρησιμοποιεί την παραδοσιακή γερμανική εκδοχή του οργάνου.
Το σημερινό όμποε έχει 18 κλειδιά και 4 οπές ακάλυπτες ή καλυμμένες. Το μήκος του είναι 60 εκατοστά. Ο ήχος του είναι εκφραστικός με κάποια μελαγχολική χροιά. Είναι αρκετά δύσκολο στον χειρισμό του, καθώς χρειάζεται έντονο φύσημα για να περάσει ο αέρας από το λεπτό επιστόμιο.
Ο μουσικός, για να παίξει, τοποθετεί με ειδικό τρόπο το επιστόμιο (καλάμι) στο στόμα του και φυσά. Κρατά το όργανο στηρίζοντάς το με τον δεξί του αντίχειρα, ενώ με τα υπόλοιπα δάχτυλα χειρίζεται τον μηχανισμό. Έξι από τις οπές ανοιγοκλείνουν απευθείας με τα δάχτυλα του εκτελεστή και οι υπόλοιπες με κλειδιά.