Τον Μάιο του 2009 βρισκόμουν στις Κάννες όπου είχα την τύχη να ζήσω από κοντά το κλίμα που δημιούργησε η προβολή της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας», που τελικά κέρδισε το βραβείο καλύτερου φιλμ για την ενότητα «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Ο «Κυνόδοντας» έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ των Καννών και ήταν η αρχή μιας μεγάλης λαμπερής πορείας γεμάτη βραβεία με τελευταίο σταθμό τις φετινές απονομές των βραβείων Όσκαρ, που θα γίνουν στις 27 Φεβρουαρίου στο Χόλιγουντ. Ο «Κυνόδοντας» είναι και επίσημα, πλέον, υποψήφιος για βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας.
Στο φεστιβάλ των Καννών του 2009, οι περισσότεροι συνάδερφοι από τα ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης-κυρίως οι Αμερικανοί-δήλωναν ενθουσιασμένοι από τον «Κυνόδοντα».
Η ιστορία της ταινίας αφορά σε τρία αδέλφια που κρατούνται έγκλειστα στο χώρο του σπιτιού τους για πολλά χρόνια. Οι γονείς των παιδιών προσπαθούν να τους κρατήσουν μακριά από τις επιρροές του έξω κόσμου. Τους υπόσχονται ότι θα είναι ελεύθεροι να φύγουν μόνο αν τους πέσει ο ένας... κυνόδοντας. Κυνισμός, αποδόμηση της αγίας ελληνικής οικογένειας, χιούμορ δυναμίτης, παράνοια, απώλεια της πραγματικότητας, σουρεαλισμός και σκοτεινή art house μορφή, που περιλαμβάνει μια μοντέρνα οπτική των διδαχών μεγάλων δασκάλων του κινηματογράφου. Οι ξένοι είπαν ότι ο Λάνθιμος συνδυάζει στοιχεία των έργων του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και του Μίκαελ Χάνεκε. Ο ίδιος δηλώνει έκθαμβος κάθε φορά που βλέπει μια ταινία του Ρομπέρ Μπρεσόν ή του Τζον Κασσαβέτη. Οι επιρροές αυτές φαίνονται καθαρά στο έργο του.
Στην Ελλάδα-παρά τη βράβευση της ταινίας-οι θεατές την αγνόησαν και μάλιστα επιδεικτικά. Αντί γι’ αυτήν, προτίμησαν να «στριμωχτούν» στις αίθουσες παρακολουθώντας εγχώρια υποπροϊόντα τηλεοπτικής αισθητικής.
Παρόλο που η ταινία δεν «πήγε» καθόλου καλά στις ελληνικές αίθουσες (έκοψε 35.000 εισιτήρια), οι Έλληνες (θεατές και μη) δηλώνουν τώρα περήφανοι, που ύστερα από 33 χρόνια η Ελλάδα εκπροσωπείται στην πιο φημισμένη κινηματογραφική διοργάνωση του κόσμου. Μάλιστα στα διαδικτυακά fora τα σχόλια που γράφονται-εκτός από τις λέξεις «περηφάνια» και «συγχαρητήρια»-περιλαμβάνουν και άλλου είδους ενδιαφέροντα σχόλια. Κάποιος έδινε συγχαρητήρια στον Λάνθιμο και ταυτόχρονα συμπλήρωνε ενστερνιζόμενος τις δηλώσεις Πάγκαλου περί «κοπριτών δημοσίων υπαλλήλων»: «Όπου δεν ανακατεύεται το δημόσιο, υπάρχει η ελληνική υπεροχή».
Ναι μεν, οι Έλληνες νιώθουν περήφανοι για τον «Κυνόδοντα» αλλά αποφεύγουν τις αίθουσες στις οποίες προβάλλεται! Αυτή η αντιμετώπιση σε κάθε τι «κουλτουριάρικο» (έτσι αποκαλούμε ό,τι δεν μπορούμε να καταλάβουμε ή δεν κάνουμε προσπάθεια να καταλάβουμε) αποτελεί μέρος της ιδιοσυγκρασίας μας ως λαού η οποία βασίζεται για μια ακόμη φορά στη φιλοσοφία του «ζαμαν-φού». Τουτέστιν, αδιαφορία για πράγματα που αξίζουν της προσοχής μας αλλά, όταν αυτά τα πράγματα εκτιμώνται μέσα στο διεθνές περιβάλλον, τότε επιδιώκουμε να αποκομίσουμε μερίδιο της αναγνώρισης δηλώνοντας εθνικά υπερήφανοι.
Αξίζουν ιδιαίτερης αναφοράς κάποιοι παράγοντες που αφορούν τον «Κυνόδοντα»:
* Το φιλμ γυρίστηκε το 2008.
* Η παραγωγή του φιλμ έγινε χάρη στην εθελοντική συνδρομή φίλων και συνεργατών του Γιώργου Λάνθιμου, οι οποίοι δέχτηκαν να συμμετάσχουν χωρίς να περιμένουν αμοιβή. Η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στην παραγωγή της ταινίας (διαμέσου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου) ήταν 200.000 ευρώ. Η καίρια συμμετοχή του ΕΚΚ στη χρηματοδότηση της ταινίας καταδεικνύει το σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίξει η παρέμβαση του κράτους στην προώθηση της κινηματογραφικής ποιότητας.
* Οι συνολικές εισπράξεις από τις πωλήσεις των εισιτηρίων προσεγγίζουν τις 400.000 δολάρια (περίπου 300.000 ευρώ) παγκοσμίως.
Βέβαια, το φαινόμενο η κινηματογραφική ποιότητα να μην συμβαδίζει οπωσδήποτε με τη λαϊκή αποδοχή-όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο box office-δεν είναι καθαρά ελληνικό. Οι προτιμήσεις των θεατών κατευθύνονται σε θεαματικές, «εύκολες» ταινίες, όπου πρωταγωνιστούν διάσημα ονόματα του star system. Ο πλουραλισμός των βραβείων που μπορεί να συγκεντρώσει μια ταινία, δε σημαίνει παράλληλα ότι η ταινία θα αποτελέσει μια διαχρονική αναφορά του σινεμά. Για παράδειγμα, ο «μέγας» Άλφρεντ Χίτσκοκ αν και προτάθηκε έξι φορές, ποτέ όμως δεν κέρδισε το Όσκαρ σκηνοθεσίας (του δόθηκε μόνο ένα τιμητικό βραβείο το 1968, για την προσφορά του στο σινεμά). Παρόλα αυτά οι ταινίες του αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της 7ης Τέχνης με καθολική αποδοχή, τόσο από τους θεατές όσο και από τους κριτικούς.