Μία διαφορετική θεατρική παράσταση θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν οι θεατρόφιλοι της Λάρισας από σήμερα Τετάρτη και μέχρι την Παρασκευή.
Η αυλή του γνωστού και παραδοσιακού εστιατορίου «Νικόδημος» έχει διαμορφωθεί καταλλήλως για να φιλοξενήσει δύο γνωστούς και ιδιαίτερα αγαπητούς ηθοποιούς να μοιράζονται μία παρτίδα τάβλι.
Ο Κώστας Κάππας και ο Νίκος Ορφανός πρωταγωνιστές και σκηνοθέτες του θεατρικού έργου του Δημήτρη Κεχαΐδη «Το τάβλι», στις 9 μ.μ., θα παρουσιάσουν τη συγκεκριμένη παράσταση και στη Λάρισα όπως κάνουν με εξαιρετική επιτυχία εδώ και καιρό και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι με το νέο τους θεατρικό εγχείρημα οι δύο ηθοποιοί μίλησαν στην «Ε» για το έργο, τους ρόλους που ερμηνεύουν αλλά και τη φιλοσοφία της συγκεκριμένης παράστασης μιας και ο χώρος που διαδραματίζεται είναι πάντα μία αυλή και όχι μία μεγάλη θεατρική σκηνή.
Συνέντευξη στη
Σοφία Ορφανιώτη
*Φέτος πρωταγωνιστείτε και σκηνοθετείτε το έργο με τίτλο «Το τάβλι». Πώς γεννήθηκε η ιδέα για να ανεβάσετε τη συγκεκριμένη παράσταση;
Ν.Ο.:-Τι να σας πρωτοπώ.«Το Τάβλι» είναι ένα από τα ωραιότερα μονόπρακτα του νεοελληνικού θεάτρου. Και μία άκρως ξεκαρδιστική σάτιρα της νεοελληνικής νοοτροπίας, η οποία καταστρέφει τα πάντα στο διάβα της, κάθε αξιοκρατία και κάθε δημιουργική δύναμη. Η ιδέα ήταν του Κωνσταντίνου. Μου τηλεφώνησε, μου είπε να ανεβάσουμε το έργο σε φυσικό χώρο, σε μία αυλή, κι εγώ βρήκα την αυλή! Αντιμετωπίσαμε το έργο ως μια κωμωδία χαρακτήρων, το κείμενο ως μία παρτιτούρα με μια δική της μουσικότητα και ρυθμό, και «πατήσαμε» υποκριτικά στη μεγάλη σχολή της κωμωδίας, όπως τη μάθαμε εμείς οι νεότεροι μέσα από τις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, στήνοντας έτσι μια απόλυτα ευφρόσυνη παράσταση.
Κ.Κ.:- Η ιδέα γεννήθηκε όπως γεννιούνται όλες οι ωραίες ιδέες, από το τίποτα. Έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο ένα ωραίο απόγευμα στην Αθήνα, το διάβασα, με συγκίνησε, επικοινώνησα με τον Νίκο, εκείνος ενθουσιάστηκε, αποφασίσαμε να κάνουμε μόνοι μας την παραγωγή και τη σκηνοθεσία και έτσι το ταξίδι ξεκίνησε.
*Ποιους ρόλους ερμηνεύει ο καθένας σας;
Ν.Ο.:- Εγώ υποδύομαι τον ταβλαδόρο και αιθεροβάμονα Φώντα.
Κ.Κ.: - Εγώ ερμηνεύω τον Κόλια, ένα λαχειοπώλη στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, παντρεμένο με την αδερφή του Φώντα, που ερμηνεύει ο Νίκος. Έναν τύπο στη βάση του αθώο, ευκολόπιστο αλλά και κουτοπόνηρο, εκφράζοντας το σύνολο μιας λαϊκής κάστας ανθρώπων της δεκαετίας του '60 και του '70, της λεγόμενης κάστας του μεροκάματου.
*Το ιδιαίτερο της παράστασης είναι ότι η ιστορία των δύο ηρώων διαδραματίζεται σε μία αυλή. Το σκηνικό αυτό από μόνο του φτιάχνει στο μυαλό του θεατή μία εικόνα νοσταλγική και ρομαντική, παραπέμπει σε άλλες εποχές.
Ν.Ο.:- Ναι, αλλά δεν είναι ο στόχος μας ο ρομαντισμός και η νοσταλγία, όσο ο επαναπροσδιορισμός του ήθους μιας εποχής η οποία άφησε κληρονομιά στον τρόπο που ακόμα και σήμερα βλέπουμε τα πράγματα και αντιμετωπίζουμε την καθημερινότητα. Και έτσι επαναπροσδιορίζοντας το παρελθόν, με την ωραία και ξεχασμένη του λαϊκότητα, σηματοδοτούμε ξανά το μέλλον, με το νεοπλουτισμό του και το λάιφ στάιλ που σάρωσε τα πάντα την τελευταία δεκαετία...
Κ.Κ.:- Και εγώ θα έλεγα ότι παραπέμπει σε άλλες εποχές, αλλά ακόμα οι Έλληνες τσακώνονται στο τάβλι, μιλάνε για πολιτική, κουτσομπολεύουν, καταστρώνουν σχέδια.
*Είναι εύκολο άραγε να βρίσκετε κατάλληλους χώρους, σε όλη την Ελλάδα; Και ακόμη ο θεατής γίνεται μέρος του σκηνικού χώρου;
Ν.Ο.:- Απεδείχθη ευκολότερο από ό,τι νομίζαμε. Και ωραιότατους χώρους βρήκαμε, και εξαιρετικούς ανθρώπους γνωρίσαμε και καλύτερα με τους θεατές μας επικοινωνήσαμε, καταργώντας την απόσταση των μεγάλων θεάτρων και των πολυπρόσωπων θιάσων. Τα πράγματα είναι πάντα ευκολότερα από ό,τι νομίζουμε, αρκεί να μην εμπλέκεται σε αυτά το κράτος, διότι τότε τα πάντα τινάζονται στον αέρα. Ο θεατής ναι, γίνεται κομμάτι της ίδιας της δράσης θα λέγαμε. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να μπαίνει σε μια χρονομηχανή, και να μεταφέρεται σε μια γειτονιά στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα. Και εκεί αόρατος να παρακολουθεί τους ήρωες να λένε τα δικά τους.
Κ.Κ.: - Στην Αθήνα ξεκινήσαμε από μια αυλή ενός σπιτιού του 1805 στου Ψυρρή, η οποία αποτελούσε και το φυσικό σκηνικό του έργου. Το μετατρέψαμε σε αμφιθέατρο, ξεκινήσαμε για πέντε παραστάσεις και τελικά κάναμε δεκαπέντε sold out. Στην υπόλοιπη Ελλάδα παίξαμε σε αντίστοιχους χώρους αλλά και καφενεία, σχολεία, μικρά θέατρα, δίπλα στη θάλασσα, σε εκκλησίες, θερινά σινεμά. Δεν ήταν εύκολο, σίγουρα όμως ήταν συναρπαστικό. Τώρα πια κάποιος θα μπορούσε να μας αποκαλέσει και καμικάζι. Εγώ λέω ότι ο θεατής σε αυτή την παράσταση βρίσκεται μέσα στο σκηνικό, σχεδόν συμμετέχει.
*Η οικονομική κρίση ήταν η αφορμή για να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο; Είστε ένας μικρός θίασος, άρα και μικρότερα έξοδα.
Ν.Ο.:- Κάθε άλλο. Η αιτία είναι η θεατρική δυσπραγία. Είναι δυνατόν να καθόμαστε άπραγοι, μέχρις ότου κάποιος μας θυμηθεί και μας φωνάξει να δουλέψουμε; Και να εξαρτάται η ζωή μας από τα κέφια του καθενός; Αν δεν πάρουμε τη δουλειά μας στα χέρια μας δεν υπάρχει επαγγελματικό μέλλον και προκοπή. Με πολύ προσωπική εργασία, και χαμηλό οικονομικό κόστος, ώστε να είναι και σε λογική τιμή το εισιτήριο, ξεκινήσαμε και έχουμε μέλλον. Αυτή είναι η πρώτη μας παραγωγή, αλλά όχι η τελευταία.
Κ.Κ.: - Αφετηρία μας δεν ήταν η οικονομική κρίση αλλά το ίδιο το έργο, και πώς εμείς σκηνοθετώντας το και παίζοντάς το, θα μπορούσαμε να το επικοινωνήσουμε στον κόσμο με ενθουσιασμό, συγκίνηση και αθωότητα. Ακριβώς δηλαδή όπως ξεκινήσαμε να κάνουμε θέατρο, για να αγαπάμε, να μας αγαπάνε και να μοιραζόμαστε. Και αυτό είναι ένα στοίχημα που βάλαμε και νομίζω ότι έχει ήδη κερδηθεί.