Προσωπικότητες της επιστήμης, του πολιτισμού και της ορθοδοξίας, τίμησε σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, το Κέντρο Οικουμενικού Ελληνισμού, αναγνωρίζοντας σε όλους αυτούς τους ανθρώπους την τεράστια προσφορά τους στο χώρο του πολιτισμού και των τεχνών.
Μεταξύ αυτών που τιμήθηκαν ήταν, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, κ. κ. Ιερώνυμος, ο καθηγητής Φυσικής του πανεπιστημίου του Τέξας, Δημήτρης Νανόπουλος, ο συνθέτης, Τάκης Βουγιουκλάκης, ο Τυρναβίτης γλύπτης, Γιώργος Καλακαλλάς και η ζωγράφος, Γιούλη Φαρατζή-Ρήττα που έλαβαν το «Χρυσούν Στέφανον» από τον πρόεδρο του Κέντρου κ. Σταύρο Πανουσόπουλο, και τον επιστημονικό επόπτη, καθηγητή του ΑΠΘ, κ. Αθανάσιο Αγγελόπουλο.
Ο Αρχιεπίσκοπος κ.κ Ιερώνυμος αποστέλλοντας χαιρετισμό στους παρευρισκόμενους μεταξύ άλλων ανακοίνωσε ότι, η Εκκλησία της Ελλάδος θα προσφέρει ένα οικόπεδο 20 στρεμμάτων στο Κέντρο Οικουμενικού Ελληνισμού, προκειμένου να χτίσει εκεί τις εγκαταστάσεις του.
Ο Τυρναβίτης γλύπτης κ. Γιώργος Καλακαλλάς τόνισε ότι αποτελεί για τον ίδιο τιμητική διάκριση αυτή η βράβευση την οποία και αποδέχτηκε με ιδιαίτερη χαρά.
Στον χαιρετισμό που απηύθυνε στους παρευρισκόμενους είπε ακόμη ότι «Δέχομαι αυτή την κορυφαία τιμητική διάκριση, με μεγάλη συγκίνηση, ως επιβεβαίωση από ανθρώπους που προσφέρουν τόσα πολλά, ότι δεν λάθεψα στο δρόμο της τιμής, του χρέους και της αφοσίωσης στην Ελλάδα. Σε όλη μου τη ζωή, σε όλη μου τη διδασκαλική και καλλιτεχνική πορεία, δεν ήθελα παρά να είμαι Έλληνας, νιώθοντας, αναπνέοντας και εκπνέοντας, όσα η Ελλάδα παγκοσμίως και διαχρονικά εκφράζει. Από τα παιδικά μου χρόνια, στον τόπο που γεννήθηκα, στον Τύρναβο, παντού έβλεπα, και ένιωθα την Ελλάδα». Κλείνοντας τον χαιρετισμό του με ποιητικό λόγο ο κ. Καλακαλλάς είπε ακόμη ότι «Στον ήλιο, που φώτιζε τη χάρη των απλών πραγμάτων, στο βουνό, που στη ράχη του ακουμπούσε η συμπόνια και η ευλογία του Θεού, στην πέτρα, που φύλαγε τα μυστικά του κόσμου, διαχέοντάς τα στους αιώνες με εκκωφαντική σιωπή, στο ψωμί της μάνας και της αγάπης, στο απόσταγμα του τσίπουρου, που άνδρωνε τα παλικάρια και λύτρωνε την καρδιά από το φόβο, τινάζοντας με το θύρσο του Διονύσου, την όποια υποταγή, στα χρώματα που καθρέφτιζαν την ελπίδα στις γειτονιές του μόχθου, στα τραγούδια που ταξίδευαν τη χαρά και τη λύπη των ανθρώπων, με τα άσπιλα φτερά των αγγέλων. Όλα αυτά ήταν Ελλάδα και μέσα σ' αυτά πορεύτηκα και λυτρώθηκα, περπάτησα και ορθώθηκα και έφτασα ως εδώ, για να καθρεφτιστώ στα μάτια σας, που εκπέμπουν αγάπη, αναγνωρίζοντας μου την τιμή, ότι έχω παραμείνει Έλληνας».