Η λογοτεχνία τροφοδοτεί τον κινηματογράφο από την απαρχή του, ποικιλοτρόπως και αδιαλείπτως. Η διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου για τη «μεταφορά» του στον κινηματογράφο, αν μη τι άλλο προϋποθέτει σαφώς τη διαφοροποίησή του από το πρωτότυπο έως και σε μεγάλο βαθμό, ένεκα των διαφορών στις δύο μορφές τέχνης. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, θα ήταν επιεικώς άτοπο να «συγκρίνει» κανείς το μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη με την κινηματογραφική οπτική του Νίκου Κουτελιδάκη, ενός σκηνοθέτη με πολλά σοβαρά δείγματα γραφής στην τηλεόραση («Οι Τελευταίοι Εγγονοί», «Οι Αυθαίρετοι», «Προδοσία», κ.ά.). Και μόνο η ιδέα του εγχειρήματος του Κουτελιδάκη, αποτελεί αξιοσημείωτο γεγονός από μόνο του.
Όταν διάβασα το βιβλίο, προβληματίστηκα για το πώς θα μπορούσε να «μεταπλασθεί» κινηματογραφικά αυτό το συγκλονιστικό ψηφιδωτό διακυμάνσεων (συν)αισθημάτων που κοχλάζουν υπόκωφα στις εκφάνσεις του ανείπωτου με αποκορύφωμα κάποιες στιγμές των Χριστουγέννων του 1970 στο στρατόπεδο του Έβρου. Στιγμές, από εκείνες που κρατάνε (για) μια ζωή (όπ)ως τα πλέον τιμαλφή (παρ)αισθησιογόνα της μνήμης, που σηματοδοτούν διαρκώς την (ανα)θεώρηση της (κάθε) αλήθειας (α + λήθη). Στη διαφοροποίηση λοιπόν της κινηματογραφικής μυθοπλασίας από το βιβλίο, ο Κουτελιδάκης εστίασε καίρια στους κύριους χαρακτήρες και στους ηθοποιούς που τους ενσαρκώνουν, με μια στρωτή κινηματογράφηση των παλλόμενων μεταπτώσεων οδύνης και ηδονής, αλληλένδετες και αυθύπαρκτες συνάμα στην αλληλουχία τους.
Ο Γιάννης Στάνκογλου, ένας θαυμάσιος ηθοποιός με γόνιμη ευαισθησία (ευ + αίσθηση), πλούσια εσωτερικότητα και εύρος γκάμας, είναι ιδανικός ως Καραμανίδης, όπως και ο Βασίλης Ρίσβας ως Βοσκόπουλος, καραβανάς επί Χούντας με ό,τι συνεπάγεται και όπως αυτό εκφράζεται στο πρόσωπο του συνταγματάρχη Λόγγου. Μεστός και στιβαρός, ο καταπληκτικός Γιάννης Μπέζος υποδύεται τον Λόγγο με πολυεπίπεδη λιτότητα, ισορροπώντας σε μια ρευστή επιφάνεια στην κόψη ενός συστήματος αξιών πάνω από πάθη που σιγοβράζουν. Συγκινητικός ο Αντίνοος Αλμπάνης ως φαντάρος Λάζαρος Λαζάρου, ένας «νεκρός που ανασταίνεται» και εξαίρετη η Βίκυ Παπαδοπούλου (Ζωή), όπως και η σπουδαία Ελένη Κοκκίδου (Παρασκευή). Από τη συμβολή των συντελεστών, αναφέρω επίσης ενδεικτικά την αριστουργηματική διεύθυνση φωτογραφίας του Γιάννη Δρακουλαράκου, που αποτυπώνει συνταρακτικά την ατμόσφαιρα της εποχής και όσων διαδραματίζονται σε αυτή. Ευελπιστώ το πόνημα του Νίκου Κουτελιδάκη να κινητοποιήσει και περαιτέρω το ενδιαφέρον για ταινίες βασισμένες σε βιβλία και δη του ανεξάντλητα εύφορου Γιάννη Ξανθούλη.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας
Ηθοποιός