Το Μάιο του 1939, μετά το οικονομικό κραχ και με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καθ’ οδόν, έκανε την εμφάνισή του σε τεύχος της Detective Comics (που τα αρχικά της έδωσαν την ονομασία και στην επιτυχημένη εταιρεία κυκλοφορίας τους, την DC Comics) ο Bat–Man ή Batman στη συνέχεια, δηλ. ο «Άνθρωπος Νυχτερίδα», διά των ευφάνταστων χειρών του κομίστα Μπομπ Κέιν (1915–1998) και του κειμενογράφου Μπιλ Φίνγκερ (1914–1974). Ένας γήινος υπερήρωας μετά τον εξωγήινο Superman, που η μάσκα και η στολή του θωρακίζανε την ταυτότητα του ανθρώπου που τις φορούσε, του εκατομμυριούχου (και αργότερα δισεκατομμυριούχου), playboy, βιομήχανου και φιλάνθρωπου Μπρους Γουέιν στη σουρεαλιστική τυπολογία των χαρακτήρων της φανταστικής πόλης Γκόθαμ (Gotham City). Ο Γουέιν, έχοντας ορκιστεί εκδίκηση για τον θάνατο των γονέων του μπροστά του όταν ήταν παιδί, ως Μπάτμαν τιμωρεί κάθε εγκληματία στο όνομα της δικαιοσύνης, ικανοποιώντας πλήρως –και– τα (συν)αισθήματα του κοινού (της εποχής του πολέμου) για την απονομή της με κάθε –ακόμη και αθέμιτο– μέσο. Στη μεταπολεμική «ευημερία» του «Αμερικανικού Ονείρου» και εν μέσω του μακαρθικού παραλογισμού, τα φτερά του Ανθρώπου Νυχτερίδας μοιάζουν ασύμβατα με τα ρεύματα των καιρών και ως εκ τούτου χάνουν σημαντικά (από) τη δυναμ(ικ)ή τους.
Το 1966, η τηλεοπτική σειρά ανανέωσε το ενδιαφέρον του κοινού δίνοντας μία εντελώς νέα κατεύθυνση στα πρόσωπα (με τα αποκριάτικα κοστούμια) και τις ιστορίες με τον χαβαλέ «κομίστικο» χαρακτήρα (όπου στην οθόνη εμφανίζονταν «POW!», «KABLAM!» και «BOOM!» ως «εικονογραφήσεις ηχητικών εφέ» όπως στα κόμικς) σε μία «παιγνιώδη» camp (το εξής, χιουμοριστικά «υπονομευτική» κιτς) αισθητική, αντιπροσωπευτική της pop κουλτούρας –και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, στον αντίποδα του πολέμου στο Βιετνάμ– της εποχής. Η σειρά κράτησε τρία χρόνια και ήταν φαινόμενο απήχησης, καθώς και –κατά κάποιον τρόπο– «must» συμμετοχής για πολλούς σημαντικούς και δημοφιλείς ηθοποιούς, μεταξύ αυτών και του δύσκολου ως χαρακτήρα, κορυφαίου σκηνοθέτη Όττο Πρέμινγκερ, που εμφανίστηκε ως Mr. Freeze (μετά τον μεγάλο Ιλάι Γουάλλας) κατόπιν επιθυμίας του γιου του! Ωστόσο ακριβώς αυτό το στιλ, στάθηκε και αιτία της παρακμής της σειράς και ο συγγραφέας Ντένις Ο’ Νηλ με τον κομίστα Νηλ Άνταμς, προσπάθησαν το 1969 να επαναπροσδιορίσουν τον Μπάτμαν στις πιο «ερεβώδεις» του ρίζες. Η ριζική του όμως επαναφορά έγινε το 1986 με τον «Σκοτεινό Ιππότη» («Batman: The Dark Knight») του μεγάλου κομίστα, συγγραφέα και σκηνοθέτη Φρανκ Μίλλερ («Sin City», «300»), ακολουθώντας το 1988 το «Αστείο που Σκοτώνει» («Batman: The Killing Joke») του κορυφαίου συγγραφέα κόμικς Άλαν Μουρ («Watchmen», «V for Vendetta», «From Hell») σε σχέδια του Μπράιαν Μπόλαντ. Το 1989 ο ιδιοφυής Τιμ Μπάρτον («Big Fish», «Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας»), αναδιαμόρφωσε κινηματογραφικά τον «Μπάτμαν» χάρη στο «γοτθικό» του πρίσμα (Όσκαρ καλλιτεχνικής διεύθυνσης–σκηνικών στους Άντον Φερστ και Πήτερ Γιανγκ), με τον –προηγουμένως «Σκαθαροζούμη» του– Μάικλ Κήτον στον ομώνυμο ρόλο και τον μέγιστο Τζακ Νίκολσον, ασύγκριτο όπως πάντα ως «Τζόκερ». Μετά την επιτυχία του, το 1992 «Ο Μπάτμαν Επιστρέφει» (προβάλλεται απόψε στο STAR, στις 21.00) και μαζί του ο Τιμ Μπάρτον με ακόμη πιο γόνιμη έμπνευση στην αριστουργηματική έκφραση της μοναδικής του οπτικής. Ο Κήτον δίνει και πάλι ένα θαυμάσιο μέτρο στον ρόλο, ενώ οι μεγάλες ερμηνείες του Ντάνι ΝτεΒίτο (Όσβαλντ Κόμπλποτ/«Πιγκουΐνος»), της Μισέλ Φάιφερ (Σελίνα Κάιλ/Κατγούμαν) και του Κρίστοφερ Γουόκεν (Μαξ Σρεκ–όνομα φόρος τιμής στον ηθοποιό/πρώτο «Νοσφεράτου» του μεγάλου Φ. Β. Μουρνάου) πραγματώνουν ιδανικά το όραμα του Μπάρτον. Απολαυστικά σκοτεινό και εύφορα κλασικό πλέον στο είδος του, τουτέστιν στο μοναδικό της φιλμογραφίας του πολυσχιδούς Τιμ Μπάρτον.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας
Ηθοποιός