Ήταν γλυκύτατος και η αναφορά του στην κακοποίηση που βίωσε γινόταν (ιδίως, ας πούμε, σε σημεία που ο πόνος της μνήμης συναντά τη μνήμη του πόνου) με συνταρακτική ηρεμία (κατα)γραφής, σαν να (απο)μνημόνευε οποιοδήποτε καθημερινό περιστατικό (που μπορούσε να είχε συμβεί στον καθέναν μας), σε συνδυασμό με θλίψη (και) για έναν (δεσμο)φύλακα–βασανιστή του. Με αντίστοιχη γαλήνη στωικότητας στο τοπίο της μνήμης της λύπης (κάτι σαν την ηρεμία στη θάλασσα μετά την τρικυμία) είπε και για την οργισμένη αντίδραση της γυναίκας του βασανιστή όταν κάποια στιγμή αργότερα έμαθε (από τον συνομιλητή μου μετά το μαρτύριό του κατά το πλήρωμα του χρόνου) για προγενέστερες πράξεις του άντρα της που εξευτέλιζαν όρια αν(τ)οχής και σεβασμού. Ο συνομιλητής μου και αφηγητής (των γεγονότων) της ιστορίας ανέφερε ό,τι έλεγε (στ)η ροή της κουβέντας περίπου σαν οτιδήποτε που (ανα)καλεί(ται στ)η μνήμη και (επαν)εμφανίζεται σαν (σε) όνειρο.
Ο «Θολός Βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη (που θα βγει στους κινηματογράφους στις 20 Φεβρουαρίου) ξεκινά με εφαλτήριο τα μυθιστορήματα του Γιάννη Ατζακά «Διπλωμένα Φτερά» και «Θολός Βυθός» μέσα από τη διαδρομή του κεντρικού χαρακτήρα, του Γιάννη. Και, με το που ξεκινά, η ταινία ταξιδεύει στο όνειρο της μνήμης (που [ανα]τέμνεται [σε σημεία συνάντησης] με τη μνήμη του ονείρου) σταθμών της ζωής του με αφετηρία την παιδική του ηλικίαστον Εμφύλιο. Με ιδανική πληρότητα έμπνευσης στον πολύτιμο μόχθο της, η Ελένη Αλεξανδράκη ενέπνευσε με καταλυτική γενναιοδωρία ευαισθησίας όλους τους εξαίρετους συνεργάτες της στη σύμπνοια αρμονίας του δημιουργικού οίστρου τους. Ενδεικτικά αναφέρω, μεταξύ άλλων, την ηλεκτριστικά λεπταίσθητη μουσική (Νίκος Ξυδάκης), το νευραλγικό μοντάζ (Χρήστος Γιαννακόπουλος) και τη θεσπέσια ασπρόμαυρη διεύθυνση φωτογραφίας (Διονύσης Ευθυμιόπουλος) με τις πολύπτυχες αποχρώσεις της παλέτας της (π.χ. σαν σε [πολλές] φωτογραφίες μας, όπως και της [κάθε] εποχής) αφετηρίας για το ταξίδι της μνήμης (και) με εικόνες που «θολώνουν» καμιά φορά στον περίγυρο (σαν μάτι που μισοκλείνει για να εστιάσει [και] στο όνειρο) καθώς αναδ(εικν)ύονται (συν)αισθήσεις της ζωής μας. Επίσης, η (όποια «αφαίρεση» στην) καίρια δραματ(ουργ)ική λιτότητα είναι καθηλωτικά συναρπαστική. Η καλλιτεχνική διεύθυνση (Γιώργος Γεωργίου) στην πραγμάτωση του σκηνικού (τοπίου του ονείρου στο ταξίδι) της μνήμης, είναι εκπληκτική. Ο τόπος προσδιορίζεται ως απροσδιόριστος. Οι χώροι συγκλίνουν με ελάχιστες διαφορές (εγκλεισμού) τους όπως διαστέλλονται (ξε)καθαρίζοντας (σ)την παιδική ματιά σε (άλλες) διαστάσεις (αλληλουχίας) πραγματικότητας.
Όπως τον βλέπουμε σε τρεις ηλικίες ως παιδί, ο Γιάννης Αρχοντής (επι)βιώνει (σ)τα παιδικά του χρόνια με την αίσθηση ότι είναι ορφανός από μητέρα και από απόντα (θεωρούμενο αρχικάως νεκρό και αργότερα ως αγνοούμενο) αντάρτη πατέρα. Από Γιαννούδι 6 ετών (ερμηνευτική αποκάλυψη της ταινίας ο καταπληκτικός Φίλιππος Μηλίκας) στα καθοριστικά βήματα της (εκ)κίνησής του, φεύγει από το χωριό που ζούσε με τον παππού (ο έξοχος Γιάννης Κριθαράς) και τη γιαγιά του (η θαυμάσια Αγνή Στρουμπούλη) για να πάει (και) να μεγαλώσει στις Παιδοπόλεις που θεσμοθετήθηκαν από τη βασίλισσα Φρειδερίκη λειτουργώντας σαν ορφανοτροφεία–γκέτο για παιδιά που (τα) πήγαιναν να γαλουχηθούν σε παραδόσεις (ορφάνιας) της (διαμόρφωσης της) γενιάς τους. Στα 9 του, ο Γιάννης είναι σε άλλη Παιδόπολη (ο Μάριος-Κωνσταντίνος Γαλετζάς στην αμεσότητα της σταδιακής συνειδητοποίησης), όπως πηγαίνει αλλού και στα 13 του (ο Κωνσταντίνος Αθανασάκης στις [αντι]κρούσεις μετεωρίσεων [ιχνηλατήσεως] μερτικού του) ενώανακαλύπτει και ότι ο πατέρας του βρίσκεται στη Βουλγαρία.
Η διάθλαση της μνήμης στο όνειρο αντανακλά(ται σ)τον πυρήνα των (κατα)στάσεων. Τα φτερά ξεδιπλώνονται και η ταινία απογειώνεται. Ελεγεία της αγάπης. Τα πρόσωπα (συν)τίθενται στον ζωτικό παλμό του κάδρου με εξαίσιες ερμηνείες σπουδαίων ηθοποιών. Από τις διδαχές της διευθύντριας της πρώτης Παιδόπολης (Εύη Σαουλίδου), στη δεύτερη με δάσκαλο τον κύριο Παντρεμένο (Θέμης Πάνου) και τη διαφορά ιδιοσυγκρασίας (δύο γυναικών με ίδιες αρμοδιότητες) ανάμεσα στη Θεοδώρα Μουμτζή (Κάτια Γκουλιώνη) και την Αλίκη Πολιτίδου (Ευδοξία Ανδρουλιδάκη). Όταν μαθευτεί ότι ο πατέρας του ζει, ο κοινοτικός υπάλληλος Γραμματίκας (Μανώλης Μαυροματάκης) θα ζητήσει γραφειοκρατική επιβεβαίωση. Προηγουμένως, ο διευθυντής της τρίτης Παιδόπολης (Κώστας Φιλίππογλου) τον είχε στείλει να μείνει στον αδελφό του πατέρα του, Παντελή (ο Ανδρέας Μαριανός στο συγκινητικό κινηματογραφικό κύκνειο άσμα του), τη γυναίκα του, Ανθούλα (Μαρία Καλλιμάνη) και τις κόρες τους στη Θεσσαλονίκη. Καθώς ο Γιάννης ενηλικιώνεται (Αινείας Τσαμάτης), η μνήμη της ενηλικίωσης συνεχίζει να (παρ)ακολουθεί την ενηλικίωση της μνήμης. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς του στη στρατιωτική του θητεία κατά τη δικτατορία,η Μαρίκα (Ραφίκα Σαουίς), οικογενειακή φίλη στο χωριό, θα τον ξαναπάει στο σπίτι των πρώτων του χρόνων. Με(τά) τη Μεταπολίτευση, παντρεμένος πλέον με την Άννα (Κλεοπάτρα Μάρκου) και πατέρας ενός γιου, αποφασίζει να δει στη Βουλγαρία τον δικό του πατέρα, τον Γιώργη (Στέλιος Μάινας), που μέχρι τότε τον έβλεπε να (επαν)έρχεται (και) στη μνήμη του ονείρου ως αντάρτης που έχανε το κεφάλι του (Σίμος Κακάλας).
Από τη σύντομη φιλική συμμετοχή μου στα γυρίσματα, είχα πάρει μία πρώτη γεύση από την (προ)οπτική (στη σύλληψη) του κινηματογραφικού οράματος της Ελένης Αλεξανδράκη, που υλοποιήθηκε αισίως με γόνιμη υπόσταση ουσίας. Ως ενωμοτάρχης στο χωριό (μετα)φέροντας (και) πτώματα (ανταρτών), ο αυτοσχεδιασμός μου με την ατάκα «Άντε, να σώσουμε το έθνος! Μη φυτρώσουν άλλοι σαν και δαύτους...» περιέχε(τα)ι –ως (προ)έλευση ρίζας του– (σ)το Θέατρο του Παραλόγου ενός διαχρονικού σπαραγμού της ελληνικής γης που ορφανεύει με αγριότητα (από) τα παιδιά της σε ατέρμονες εκφάνσεις. Τα βιβλία του Γιάννη Ατζακά, με την πολυσχιδή φλέβα αυτοβιογραφικών στοιχείων στα θεμέλια των αστείρευτων σπλάχνων τους, προσέφεραν στην Ελένη Αλεξανδράκη (που έγραψε και το εξαιρετικό σενάριο μαζί με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη) εύφορο έδαφος εμβρίθειας που (κατ)ευοδώθηκε να καρποφορήσει με αφοπλιστική αρτιότητα ως ιδιαίτερα σημαντικό γεγονόςβιώματος ενός συγκλονιστικού επιτεύγματος. Με τον «Θολό Βυθό»,ένα τιμαλφές ποιητικό ανάλογο των προαναφερθέντων μυθιστορημάτων στην αυτονομία τηςκαλλιτεχνικής του ιδιοσυστασίας, η Ελένη Αλεξανδράκη μάς προσφέρει ένα «αταξινόμητο» αριστούργημα σπάνιας μέθεξης σε μία μοναδικά ανεξάντλητη, εντελώς ανεπανάληπτη και (δη) ανεκτίμητη εμπειρία γνήσιας απόλαυσης της Τέχνης του Κινηματογράφου.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας,
ηθοποιός