Το βιβλίο φέρει τον τίτλο «Συμβολές στην τοπογραφία και αρχαιολογία της Πελασγίδος Λάρισα: Ι. Ο οικισμός των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων», με τον κ. Παλιούγκα στη συνέντευξή του σήμερα να αναφέρει ότι «ο άνθρωπος στη Λάρισα εμφανίζεται ήδη από την Παλαιολιθική περίοδο, ότι τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης στην πόλη εντοπίζονται στη δυτική άκρη του «Φρουρίου», και η Λάρισα ήταν σταθμός του δικτύου ανταλλαγών και εμπορίου σε κάθε περίοδο».
Συνέντευξη στον Θανάση Αραμπατζή
* Κύριε Παλιούγκα, ποιο ήταν το αντικείμενο και ο σκοπός της μελέτης σας, η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο που πρόκειται να παρουσιαστεί στο Δημοτικό Ωδείο;
- «Αντικείμενο της μελέτης μου υπήρξαν τα κάθε είδους κατάλοιπα ανθρώπινης δραστηριότητας που έχουν αποκαλυφθεί έως σήμερα στην περιοχή του ιστορικού κέντρου της Λάρισας, είτε με σωστικές ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είτε, τυχαία, κατά τη διάρκεια εκσκαφών σε οικόπεδα της πόλης και χρονολογούνται από τους Προϊστορικούς έως τους Πρώιμους Ιστορικούς χρόνους, δηλαδή από τότε που πρωτοκατοικήθηκε η θέση έως το τέλος περίπου του 8ου αι. π.Χ.
Ο σκοπός της συγκέντρωσης και αξιολόγησης των αρχαιολογικών δεδομένων ήταν διπλός: πρώτον, να διερευνήσω και να κατανοήσω, όσο βέβαια αυτό είναι δυνατό για τόσο μακρινές περιόδους, την εξέλιξη της κατοίκησης, και δεύτερον, να σκιαγραφήσω τον υλικό πολιτισμό των τοπικών κοινοτήτων -με ιδιαίτερη έμφαση στην κεραμική, σε αντιπαραβολή με τα δεδομένα που διαθέτουμε από την υπόλοιπη Θεσσαλία και, ευρύτερα, από τον χώρο της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας».
* Πότε λοιπόν εμφανίζεται ο άνθρωπος στην περιοχή της Λάρισας και πότε αρχίζει να κατοικείται η θέση της πόλης μας;
- «Όπως έχουν δείξει παλαιότερες και νεότερες έρευνες, ο άνθρωπος εμφανίζεται στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας ήδη από την Παλαιολιθική περίοδο. Συγκεκριμένα, στις βόρειες και δυτικές παρυφές της πόλης και σε υπαίθριες θέσεις κατά μήκος του ποταμού Πηνειού, έχουν κατά καιρούς αποκαλυφθεί λείψανα πανίδας από μεγάλα θηλαστικά του Πλειστοκαίνου, μαζί με λίθινα εργαλεία -κυρίως ξέστρα και αιχμές από πυριτόλιθο- που συνδέονται με μετακινούμενες ομάδες Νεάντερταλ και σύγχρονων ανθρώπων, κυνηγών και τροφοσυλλεκτών στην περιοχή (της μετέπειτα πόλης) κατά τη Μέση και Ύστερη Παλαιολιθική περίοδο, 60.000 έως 30.000 χρόνια πριν από σήμερα.
Στο κέντρο ωστόσο της σημερινής πόλης τα πρωιμότερα έως σήμερα ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας ανάγονται στον ευρύτερο ορίζοντα της λεγόμενης Νεολιθικής περιόδου (6500−3300/3200 π.Χ.) –περιόδου κατά την οποίαν αρχίζει η μόνιμη εγκατάσταση των ανθρώπων σε οικισμούς, η καλλιέργεια της γης, η εξημέρωση ζώων και φυτών, και η χρήση της κεραμικής».
* Ποιο σημείο της πόλης πρωτοκατοικήθηκε και πώς εξελίχθηκε η κατοίκηση κατά τη διάρκεια των Προϊστορικών και Πρώιμων Ιστορικών χρόνων, που καλύπτει η έρευνά σας;
- «Τα αρχαιότερα ίχνη εντοπίζονται στη δυτική άκρη του λόφου της Ακρόπολης της αρχαίας πόλης (του λεγόμενου «Φρουρίου») και, συγκεκριμένα, στην πλαγιά αμέσως στα βορειοδυτικά του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αχιλλίου. Στη θέση αυτή και με την ευκαιρία δημοτικών έργων για τη διαμόρφωση του χώρου, που άρχισαν το φθινόπωρο του 1970 (και ολοκληρώθηκαν αργότερα με την ακαλαίσθητη «παραμόρφωση» της πλαγιάς με τη, γνωστή, μαρμάρινη επένδυση!...), ο πρώτος έφορος Αρχαιοτήτων Λάρισας Κων/νος Γαλλής πραγματοποίησε μικρή στρωματογραφική έρευνα, η οποία όμως απέδωσε πλούσια δείγματα κεραμικής και τέχνεργα, που πιστοποιούν την ύπαρξη μίας μόνιμης ή εποχικής εγκατάστασης εδώ κατά τη λεγόμενη Τελική Νεολιθική περίοδο (4500−3300/3200 π.Χ.). Βασικά κριτήρια για την επιλογή της θέσης ως τόπου εγκατάστασης υπήρξαν, αναμφίβολα, η άμεση συνάφεια με τον ποταμό και η γειτνίαση με γόνιμα εδάφη, που εξασφάλιζαν τους απαραίτητους πόρους για τη συντήρηση και επιβίωση της προϊστορικής κοινότητας.
Η κατοίκηση συνεχίστηκε και επεκτάθηκε σε όλη την έκταση του λόφου (που εκτείνεται προς τα ανατολικά έως την οδό Δήμητρας) κατά την επόμενη, Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3300/3200−2050/2000 π.Χ.).
Τα ευρήματα είναι τώρα περισσότερα και, εκτός από κεραμική, διαθέτουμε επίσης διατροφικά κατάλοιπα που υποδεικνύουν ότι, παράλληλα με τη γεωργική παραγωγή, τα μέλη της κοινότητας ασχολούνταν με την εκτροφή μικρών και μεγάλων οικόσιτων ζώων, όπως τα αιγοπρόβατα, οι χοίροι και τα βοοειδή, που προμήθευαν κρέας, γάλα, δέρματα και μαλλί, ενώ μέρος της διατροφής τους αποτελούσαν τα προϊόντα της αλιείας στον Πηνειό, τα όστρεα και τα ψάρια του ποταμού.
Μία μεγάλη αλλαγή παρατηρείται κατά την επόμενη, Μέση Εποχή του Χαλκού (2050/2000−1600 π.Χ.), όταν εμφανίζονται στην περιοχή και τα πρώτα ελληνικά φύλα. Τότε φαίνεται ότι η κατοίκηση επεκτείνεται ή μετατοπίζεται πέρα από τα όρια του λόφου και του πρωιμότερου οικιστικού πυρήνα, προς τα ΝΝΑ, δηλαδή προς τις σημερινές πλατείες Μ. Σάπκα (Κεντρική) και Αγαμ. Μπλάνα-Λαού.
Επάνω στον ιστό του οικισμού της Μέσης Εποχής του Χαλκού συνεχίστηκε η κατοίκηση και κατά την τελευταία περίοδο της Χαλκοκρατίας, τη γνωστή και ως Μυκηναϊκή Εποχή (16ος−11ος αι. π.Χ.), καθώς και κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (11ος−8ος αι. π.Χ.), το τέλος της οποίας σηματοδοτεί η άφιξη και εδραίωση του έθνους των Θεσσαλών στη ΒΑ Θεσσαλία και η συγκρότηση στη θέση ενός οικισμού, που θα αποτελέσει τον πρόδρομο της Λάρισας των Ιστορικών χρόνων.
Μέσα από την έρευνα λοιπόν αυτή πιστοποιείται η συνεχής κατοίκηση στη θέση της πόλης σε όλο το διάστημα που καλύπτει η μελέτη −θα μπορούσαμε μάλιστα να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι, εάν συνυπολογίσουμε την εξέλιξη της πόλης και κατά τις επόμενες ιστορικές περιόδους μέχρι σήμερα, προκύπτει ένα άθροισμα τουλάχιστον 6500 χρόνων αδιάλειπτης ιστορίας, γεγονός που κατατάσσει τη Λάρισα μεταξύ των αρχαιότερων πόλεων της Ευρώπης.
Η κομβική θέση του οικισμού στο κέντρο της ανατολικής θεσσαλικής πεδιάδας και στο σταυροδρόμι των οδών που οδηγούσαν από το εσωτερικό της βαλκανικής χερσονήσου προς τη νότια Ελλάδα και από τα ανατολικά προς τα δυτικά, έδωσε τη δυνατότητα στους κατοίκους του να αναπτύξουν άμεσες ή έμμεσες επαφές με κέντρα του βορειοελλαδικού-βαλκανικού και αιγαιακού χώρου, αναδεικνύοντας τον οικισμό σε σταθμό του δικτύου ανταλλαγών και εμπορίου σε κάθε περίοδο. Τέτοιες επαφές ανιχνεύονται ήδη από την Τελική Νεολιθική περίοδο, με δείγματα μίας χαρακτηριστικής κεραμικής, του λεγόμενου τύπου Bratislava, ενώ συνεχίζονται και κατά τη Χαλκοκρατία, με ευρήματα, όπως η μινύεια και μυκηναϊκή κεραμική, που καταδεικνύουν ιδιαίτερες σχέσεις με κέντρα της νότιας Ελλάδας. Τέτοιες επαφές πυκνώνουν κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και, μάλιστα, κατά τη διάρκεια των Ύστερων Γεωμετρικών χρόνων (750−700 π.Χ.), όπως δείχνουν οι εισαγωγές κορινθιακών αγγείων και οι πρώιμοι εμπορικοί αμφορείς για τη διακίνηση οίνου και άλλων αγροτικών προϊόντων από το βόρειο Αιγαίο, την Εύβοια και την Αττική, που μας αποκαλύπτουν την εικόνα μιας ευημερούσας κοινότητας.
* Πώς ξεκίνησε η έρευνα, ποια μέθοδο ακολουθήσατε και ποια προβλήματα αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκειά της;
- «Άρχισα την έρευνα την άνοιξη του 2010 στο πλαίσιο διδακτορικής διατριβής που εκπόνησα στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με επιβλέποντα καθηγητή τον αείμνηστο Γιάννη Πίκουλα. Η μέθοδος συνδύασε εξέταση αρχαιολογικού και αρχειακού υλικού, εργασία «γραφείου» και υπαίθρου, με τοπογραφικές παρατηρήσεις και αυτοψίες στο πεδίο. Το αρχαιολογικό υλικό αναζητήθηκε πρωτίστως στους χώρους των αποθηκών των Εφορειών Αρχαιοτήτων Λάρισας και Μαγνησίας, τις Διευθύνσεις των οποίων ευχαριστώ θερμότατα, και από αυτή τη θέση, για τις άδειες έρευνας, μελέτης και δημοσίευσης. Η συγκεκριμένη εργασία αντιστοιχούσε, δίχως υπερβολή, με μία «δεύτερη ανασκαφή», το ίδιο επίπονη, όπως κάθε πρωτογενής έρευνα, καθώς έπρεπε να εντοπιστούν ανάμεσα σε πολυάριθμα κιβώτια και σάκους τα ευρήματα των παλιών ανασκαφών. Ακολούθησαν η καταγραφή, συντήρηση, φωτογράφιση και σχεδίαση των αντικειμένων –χρονοβόρες και δύσκολες διαδικασίες και αυτές ενώ, παράλληλα, και για την πληρέστερη τεκμηρίωσή τους, έγινε έρευνα για την επισήμανση τυχόν αρχειακού υλικού, παλιών φωτογραφιών, σχεδίων, ανασκαφικών ημερολογίων κ.ά.
Ακολούθησε η σύνθεση όλων των στοιχείων, κάτι που απαίτησε κόπο, πολλή σκέψη και ατελείωτες, μοναχικές ώρες εργασίας, συνθήκες που γνωρίζουν καλά όσοι ασχολούνται με έρευνα και συγγραφή.
Ως καρπός αυτής της προσπάθειας που άρχισε εδώ και δέκα και πλέον χρόνια, αισθάνομαι ότι με το βιβλίο αυτό κλείνει σήμερα ένας ακόμα από τους μικρούς κύκλους, που έχω χαράξει στην ερευνητική μου πορεία και ζωή.
Χωρίς να φιλοδοξεί να εξαντλήσει το θέμα και να λύσει όλα τα προβλήματα που συνδέονται με αυτό, θέλω να ελπίζω ότι θα υπηρετήσει τόσο τους ειδικούς ερευνητές, όσο και τον καθένα που θα ήθελε να προσεγγίσει τις απαρχές και την πρώιμη ιστορία της πόλης μας».