Με άλλα λόγια, μέσα στις ιστορίες μου θα βρείτε τον εαυτό σας, τον φίλο σας, τον γείτονά σας, δικές σας στιγμές…» τονίζει στην «Ε» η Λαρισαία συγγραφέας Μαριάνθη Νταφούλη με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου «Δεν είναι έτσι τα χαμόγελα» (εκδόσεις «Ο Μωβ Σκίουρος»), το οποίο θα παρουσιαστεί την Παρασκευή 9 Αυγούστου στο θέατρο «Θάλασσας» στη Βελίκα και ώρα 9 μ.μ. Η Μαριάνθη Νταφούλη στη συνέντευξή της μιλάει για το νέο της βιβλίο που είναι αφιερωμένο «στις γυναίκες, στη γιαγιά, τη μάνα, την αδελφή, σ’ όλες μας που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο παλεύουμε να βρούμε τον εαυτό μας μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία που μας πνίγει», τα «Χαμόγελα» του τίτλου, το τι την ενέπνευσε να γράψει το διήγημα αυτό, τον διαφορετικό τρόπο γραφής σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο, αλλά και το γιατί επέλεξε τη Βελίκα για να κάνει την πρώτη παρουσίασή του.
Συνέντευξη στον Θανάση Αραμπατζή
*Κυρία Νταφούλη, πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο. Μιλήστε μας γι’ αυτό.
-Τα δυο μου παιδιά και τα δυο μου βιβλία γεννήθηκαν εκεί γύρω στις 20 Ιουλίου μέσα σε καύσωνες, ιδρώτα και τζιτζίκια. Και μάλλον αυτό που λένε, πως ο δεύτερος τοκετός είναι πιο εύκολος απ’ τον πρώτο, ισχύει. Βοήθησε βέβαια πολύ το ασφαλές περιβάλλον του Μωβ Σκίουρου, του εκδοτικού οίκου που «ξεγέννησε» και τα δυο μου βιβλία. Μέσα απ’ τους ήρωες και τις ηρωίδες του νέου μου βιβλίου προσπαθώ να εξερευνήσω την άλλη όψη του αυτονόητου, τι κρύβεται κάτω απ’ το φαινομενικό. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι συνυπάρχουν μέσα μας η αγιοσύνη και η αμαρτία, είμαστε σύνθετοι, αντιφατικοί και απορημένοι με τον εαυτό μας και έχουμε μια πορεία που συχνά εξηγεί - δεν δικαιολογεί, αλλά εξηγεί - γιατί γίναμε αυτό που γίναμε. «Γίνεσαι αυτό που κάνεις» συνειδητοποιεί μια απ’ τις ηρωίδες του βιβλίου και αυτό είναι μια σκληρή παραδοχή. Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο στις γυναίκες, στη γιαγιά, τη μάνα, την αδελφή, σ’ όλες μας που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο παλεύουμε να βρούμε τον εαυτό μας μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία που μας πνίγει.
*Δεν είναι έτσι τα χαμόγελα, είναι ο τίτλος του βιβλίου. Πώς είναι τα αληθινά χαμόγελα;
-Οι αφηγήσεις του βιβλίου μιλούν για τα γλυκόπικρα κρυφά χαμόγελα που διαγράφονται στο πρόσωπο όταν όλες οι βεβαιότητες καταρρέουν και μένουν μόνο οι αμφιβολίες, όταν πατάς την άσπρη διαχωριστική γραμμή για να προσπεράσεις τον ίδιο σου τον εαυτό με κίνδυνο να συγκρουστείς μαζί του. Αυτά είναι τα αληθινά χαμόγελα, τα χαμόγελα της συνειδητότητας, μέσα στην απώλεια, αλλά και πάνω πια απ’ αυτήν. Το γέλιο είναι μια δήλωση σαφής, αυθόρμητη, κατηγορηματική, μερικές φορές κατακλυσμιαία. Το χαμόγελο είναι περίεργο πράγμα. Έχει πολλές αναγνώσεις. Ίσως επειδή απ’ τα χείλη που μισανοίγουν σ’ ένα χαμόγελο διαρρέει - δεν ξεχύνεται, απλώς διαρρέει - το ασυνείδητο.
*Από τι εμπνευστήκατε για να καταλήξετε να γράφετε αυτό το βιβλίο;
-Νομίζω ότι γράφω και διαβάζω λογοτεχνία για να αντιμετωπίσω τα βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα που με κατατρέχουν, όπως τον κάθε άνθρωπο. Ίσως δεν βρίσκω απαντήσεις τελικά, αλλά η διαδρομή κάτι σου αφήνει, ίσως απλώς ένα χαμόγελο που ξέρεις ότι είναι αληθινό. Έμπνευση για τις αφηγήσεις αυτού του βιβλίου ήταν κοινές καθημερινές στιγμές, απ’ αυτές τις ασήμαντες που κάνεις ωστόσο κάποιες σημαντικές παραδοχές ή συνειδητοποιήσεις. Μια ανάβαση με το ασανσέρ μέχρι τον ένατο όροφο μπορεί να είναι αφορμή για μια καταβύθιση στα εσώψυχά σου. Τα περιστέρια που κουτσούλησαν τη βεράντα σου μπορεί να προκαλέσουν μια υπαρξιακή συνομιλία με τα γηρατειά. Η λογοτεχνία είναι συχνά η «αποθέωση» μιας φαινομενικά ασήμαντης στιγμής από τη ρουτίνα ενός καθημερινού ανθρώπου. Με άλλα λόγια, μέσα στις ιστορίες μου θα βρείτε τον εαυτό σας, τον φίλο σας, τον γείτονά σας, δικές σας στιγμές.
*Το προηγούμενο βιβλίο σας, το «Ίκλι αβρίκ», είχε πολλή Λάρισα μέσα του, πολύ κάμπο, καθώς και στιγμές των ανθρώπων του χωριού. Αυτό πού διαδραματίζεται; Έχει Λάρισα μέσα του;
-Δεν γίνεται να μην έχει κάμπο μέσα του, ο κάμπος είναι μέσα μου, μ’ έχει προσδιορίσει, μ’ έχει αναθρέψει. Ένα από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια σ’ αυτό το βιβλίο είναι η περιγραφή μιας σκηνής κάπου κοντά στο δέλτα του Πηνειού. Οι αφηγήσεις του βιβλίου όμως είναι μοιρασμένες, τις μισές θα τις χαρακτήριζα, ας πούμε, «αστικές», με την έννοια ότι διαδραματίζονται σε ένα αστικό τοπίο, οι άλλες μισές έχουν να κάνουν με την ύπαιθρο και τους ανθρώπους της. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ήρωες: στα μισά διηγήματα είναι γυναίκες, στα άλλα μισά άνδρες.
*Στο «Ίκλι αβρίκ», στη μεγάλη φόρμα του μυθιστορήματος χρησιμοποιείτε πολύ κοφτό λόγο, μικρές προτάσεις, σχεδόν ασθματικές. Στο «Δεν είναι έτσι τα χαμόγελα», μέσα στη μικρότερη φόρμα του διηγήματος, φαίνεται να πειραματίζεστε με το μακροπερίοδο.
-Πράγματι. Ήταν ένα στοίχημα για μένα να μπορέσω να «χωρέσω» μέσα στη μικρότερη φόρμα του διηγήματος και το αποτέλεσμα είναι ο λόγος να ξεχύνεται κάποιες φορές χωρίς ανάσα. Είναι λεπτεπίλεπτο πράγμα το διήγημα, δεν πρέπει να περισσεύει τίποτα, ούτε ένα σημείο στίξης. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πάντως, αυτό που εξακολουθεί να μ’ ενδιαφέρει είναι να πω μια ιστορία, γιατί μ’ αρέσουν οι ιστορίες, τα παραμύθια, οι αφηγήσεις. Και αυτό που μ’ ενδιαφέρει πιο πολύ είναι την ιστορία να την πουν οι ήρωες και οι ηρωίδες του βιβλίου χωρίς να φαίνεται η δική μου διαμεσολάβηση, χωρίς να φαίνεται η Μαριάνθη πίσω απ’ τις λέξεις τους.
*Νομικός ή συγγραφέας; Πόσο εύκολος ο συγκερασμός αυτών των δύο ιδιοτήτων;
-Εδώ θα μπορούσα να δανειστώ από το γνωστό τραγούδι τον στίχο «ψυχή στον αέρα και πόδια στη γη». Χρειάζονται και τα δυο. Οι «αντιφάσεις» μάς ισορροπούν, μας ολοκληρώνουν.
*Επιλέγετε τη Βελίκα για την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου σας, γιατί;
-Η Βελίκα είναι το «κουκούλι» μου, νιώθω ο εαυτός μου εδώ, νιώθω ασφαλής και ξένοιαστη. Και νομίζω ότι καλά είναι να ξεκινάς μια πορεία, μεγάλη ή μικρή, απ’ τους τόπους και με τους ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις έτσι.