Ο Νίκος Σαμαράς αναφερόμενος στην έκθεση τονίζει ότι: «Στο έργο μου υπάρχει πάντα η αναφορά στο χώρο στην πραγματιστική του διάσταση ή ως σενάριο για το μέλλον. Στη σειρά των δυναμικών σεναρίων που παρουσιάζονται στην ενότητα Mirage II, η αφετηρία είναι ο αντικατοπτρισμός. Ταυτόχρονα, οι τολμηρές επιλογές της προοπτικής ως οπτική παραμόρφωση, το παιχνίδι του έσω με το έξω, του φωτός με τη σκιά, η εναλλαγή του κενού με το πλήρες ανα-δομούν έναν τρισδιάστατο χώρο που φέρει ταυτόχρονα στοιχεία παρελθόντος και μέλλοντος. Αναπτύσσονται σε μια νέα δομή αιωρούμενα περιβάλλοντα έχοντας χαρακτηριστικά κοσμικά και απόκοσμα ταυτόχρονα».
Ο Αλέξιος Παπαζαχαρίας και ο Γιώργος Αλέξανδρος Σαμαράς σχολιάζουν: « Ο Νίκος Σαμαράς ζει και εργάζεται στη Λάρισα. Σπούδασε Καλές Τέχνες στο Κλουζ της Ρουμανίας και στη Φλωρεντία της Ιταλίας. Το βίντεο, οι εγκαταστάσεις και κυρίως η ζωγραφική είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα παράγοντας έργα που διαπραγματεύονται την ιστορία και τη δημιουργία σαν δύο αλληλένδετα γεγονότα. Η ιστορία τροφοδοτεί με εικόνες και η δημιουργία με οπτικές.
Ζώντας μακριά από τα δύο καλλιτεχνικά “κέντρα” της Ελλάδας είχε την τύχη να παρακολουθεί χωρίς να ανταγωνίζεται. Η εξέλιξη του έργου του, τολμηρή και με ανατροπές, τον οδηγεί ξανά και ξανά στη ζωγραφική σαν μόνιμο ερώτημα και σαν δυναμική απάντηση. Η σειρά ζωγραφικών έργων που παρουσιάζεται στην έκθεση αποτελεί επιλογή από έργα των τελευταίων δύο ετών. Το διάστημα αυτό, ο Νίκος Σαμαράς μελέτησε συστηματικά τη μοντέρνα αρχιτεκτονική και την αινιγματική μεταφυσική ζωγραφική του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα. Στα έργα του, τμήματα από μοντέρνα αρχιτεκτονήματα αντανακλώνται και αναδιπλασιάζονται.
Το αποτέλεσμα, σχεδιαστικά, παραπέμπει περισσότερο σε μοτίβο, παρά σε τοπίο. Το χρώμα όμως απαλλαγμένο από περιορισμούς επαναληπτικότητας επαναφέρει τα χαρακτηριστικά του βάθους και της προοπτικής. Τα χρώματα της παλέτας του δεν χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους ως έντονα εκτός από κάποιες μη επαναλαμβανόμενες εξαιρέσεις. Η τοποθέτησή τους μέσα στη σύνθεση γίνεται κυρίως βάσει τονικότητας και έπειτα μέσα από αντιθετικούς ή συμπληρωματικούς συνδυασμούς, καταλήγοντας φαινομενικά να μη συνδέονται με τίποτα το ρεαλιστικό. Οι διαφορετικές τονικότητες επιτρέπουν στο μοτίβο να αποκτήσει ξανά την αίσθηση του βάθους και να διαπραγματευτεί το χώρο μέσα σε μία καλειδοσκοπική εικόνα που μοιάζει περισσότερο οργανωμένη παρά ψυχεδελική».