Τα 52 χρόνια της ζωής του λίγα. Η συνεισφορά του στον κόσμο των γραμμάτων μεγάλη. Ο Καραγάτσης στα πενήντα δύο χρόνια της ζωής του έγραψε μυθιστορήματα, αμέτρητα διηγήματα, νουβέλες, θεατρικά έργα, άρθρα σε εφημερίδες, με αναφορά σε πολλά από αυτά στον θεσσαλικό χώρο. Η Θεσσαλία, η Λάρισα και η Ραψάνη κατείχαν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του.
Στην Αθήνα έφθασε σαν μια ατμομηχανή που διατρέχει τον θεσσαλικό κάμπο με ταχύτητα κουβαλώντας μνήμες και περιστατικά του θεσσαλικού χώρου. Μνήμες και περιστατικά του λαϊκού μας πολιτισμού. Στη Λάρισα και στη Θεσσαλία το σκηνικό της εποχής ήταν έτοιμο για τον Καραγάτση. Σε απόσταση αναπνοής χρονικά η τουρκική κατοχή αιώνων, τα «Θεσσαλικά», τα τσιφλίκια και οι τσιφλικάδες, οι κολίγοι, ο αναδασμός, οι αγροτικές κινητοποιήσεις, η Ρώσικη Επανάσταση. Και η Ελλάδα σταυροδρόμι πάντα, πύλη και πέρασμα όσων καταφεύγουν στη «Δύση». Η μισορομαντική, κοινωνικά ανιχνευτική διαδικασία προσαρμογής στη ζωή του τόπου των Ρώσων εμιγκρέ, έχει γεύση παρακμής, το παράπονο των ηττημένων, των χαμένων, την ανώφελη ελεγεία για έναν κόσμο που δεν κατάφερε να επιβιώσει. Ο πρίγκιπας Αρκάνωφ λούστρος στη Λάρισα. Η φιγούρα του συνταγματάρχη Λιάπκιν του κόμη Ντάβιντ Μπόρισιτς, με την κακοπαθημένη μεγάλη στολή του με τη μαύρη αιγκρέττα και την από λευκό σουηδικό δέρμα κυλόττα του, τα παράσημα, την κοζάκικη παπάχα, τις ψηλές μπότες, την πελώρια κορμοστασιά γεμίζει τον ορίζοντα. Προσεκτικά, τρυφερά, ο Καραγάτσης τοποθετεί τον ήρωά του στη Γεωργική Σχολή.
Οι αναφορές στο έργο του Καραγάτση στον θεσσαλικό χώρο είναι πολύ συχνές.
Πολλά διηγήματά του είναι τοποθετημένα μέσα στον οργασμό της φύσης του θεσσαλικού κάμπου που τη ζωγραφίζει με έντονη φυσιολατρική διάθεση και με τρόπο άμεσο και συναρπαστικά δυναμικό, αλλά και αναφορές σε πρόσωπα και καταστάσεις οικείες στους Λαρισαίους. Ενδεικτικά θα αναφέρω το «με τον Καραβέλη στον Όλυμπο», «το αρχοντικό», «το μπουρίνι», το «ημερολόγιο του Κωστή Ρούση. Διηγήματα ιστορικά που ζωντανεύουν σε κάθε τους σελίδα την ατμόσφαιρα της εποχής όπου ξετυλίγονται. «Στο αρχοντικό» η υπόθεση εκτυλίσσεται στον Πυργετό, «στο Μπουρίνι» με τη γνώση, την τόλμη και την κριτική ματιά του ζωντανεύει τη σκληρή ζωή των κολίγων στα τσιφλίκια του θεσσαλικού κάμπου, σκιαγραφώντας παραστατικά τη ζωή, τη σκέψη, τη διάθεση, όπως αυτά αναδύθηκαν από τα συμφέροντα του τσιφλικά και την απαντοχή του κολίγα. «Στο Μποχούνστα» περιγράφονται οι συνήθειες των ανθρώπων στους οικισμούς του θεσσαλικού κάμπου, αλλά και στις ρώσικες πεδιάδες, τόπο καταγωγής του ήρωα της ιστορίας. Διηγήματα στα οποία συμπορεύεται η λυρική διάθεση και αποκαλύπτονται πηγές αστείρευτες ενός συναισθηματισμού γεμάτου τρυφερότητες και αδυναμίες. Τα έργα του σε αιχμαλωτίζουν και σε γοητεύουν. Και τον αναδεικνύουν ως έναν φανταχτερό ζωγράφο της θεσσαλικής φύσης και πολύπειρο ηθογράφο της ζωής του θεσσαλικού χώρου. Περιγράφει ολοζώντανα τον θεσσαλικό κάμπο που «λιβακώνεται το θέρος από τα καύματα» και ζωγραφίζει τη ρούσικη στέπα που παθιασμένα νοσταλγούσε ο εμιγκρές Λιάπκιν. Μιλάει για τη Λάρισα, για τον ασημένιο ποταμό, για τα Γκιόλια και τα παλιά βυρσοδεψία της τουρκοκρατίας, το Αλκαζάρ και το Άλσος των Νυμφών, τα θέατρα των Αλεβάδων, τη Γεωργική Σχολή που τη μυθοποίησε το ρομάντζο του κόμη Ντάβιντ Μπόρισιτς Λιάπκιν, το Ιδρυμα Αβέρωφ, και το Ιπποφορβείο, τη Φιλιππούπολη. Μιλάει για την πόλη που αγάπησε και σε κάθε ευκαιρία ροβολούσε κοντά της. Με την παρέα της Λάρισας, τη συντροφιά του λαϊκού τραγουδιού, την οποία αποτελούσαν ο Χατζηλάκος, ο Ζαρίμπας, ο Καλογιάννης, ο Τλούπας, ο Παπαζιάκας, συχνά κατηφόριζαν τα σκαλιά του Φρουρίου για να βρεθούν στα κουτούκια και στα Ταμπάκικα, να γευτούν το πατροπαράδοτο ούζο του Τυρνάβου, το μπρούσκο κρασί της Ραψάνης και να γλεντήσουν. Χαράματα γύριζε στο σπίτι της αδελφής του στην Αβερώφειο, με τα χέρια κοκκινισμένα από τα παλαμάκια που συνόδευαν τον Καζατσιόκ και την Καζάσκα. Η παλιοπαρέα, όπως την αναφέρει ο Καραγάτσης, ήξερε να τρωγοπίνει, να χορεύει και να ερωτεύεται. Αφιερώνει αρκετές σελίδες στα δύο μεγάλα θεσσαλικά βουνά, τον Όλυμπο και τον Κίσσαβο. Επίσης, στα χωριά Πυργετό, Τσάγεζι, Κόκκινο Νερό, στο Κομνήνειο Μοναστήρι και φυσικά στη Ραψάνη. Τη Ραψάνη των παιδικών, των εφηβικών, αλλά και των κατοπινών χρόνων με τις αρχές του τόπου, με τους απλοϊκούς ανθρώπους, με τους παραθεριστές από τη Λάρισα, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, με τους τύπους του καφενείου, με το κρασί, με τα τραγούδια. Με τους φίλους του στη Ραψάνη, τους αδελφούς Βλαχοστέργιου, τον Αλέκο Αναγνωστόπουλο, τον Αντώνη Ζήλο, τον Γιώργο Σπετσιώτη, είχε δεθεί με αναμνήσεις και ντοκουμέντα συγκινητικά του καιρού εκείνου, με νύχτες φεγγαρόλουστες σε ακοπανιαμέντο κιθάρας στη βεράντα του Φιλιππίδη και στο εξοχικό κέντρο της Γαστέρνας, όπου ο Καραγάτσης με την ωραία βαρύτονη φωνή του τραγουδούσε «Εγώ τα πίνω και το λέω» και στις πλάκας τις ανηφοριές». Έζησε νέος, ωραίος, δυνατός. Ζωή γιομάτη, μεστή πέρα ως πέρα, που πέρασε μέσα από αλλαγές και ιστορικές καμπές, από πολέμους, από πάθη πολιτικά, από στιγμές δόξας και ταπεινοσύνης. Τα χρόνια δεν τα ένιωσε ποτέ. Έμεινε πάντα το φλογερό και ρομαντικό αγόρι που στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα τριγύριζε στα καλντερίμια της Ραψάνης, στους δρόμους και στα ταβερνάκια της Λάρισας, στο ποτάμι και στην Αβερώφειο.